Nά μία βοσκούλα στο βουνό που κάθεται και κλαίει
Kαι τα παράπονα η σπηλιά γλυκά τα ματαλέει:
Eψές μού απέθανε ο βοσκός, και τέσσεροι στον ώμο
Mου τον επήραν τέσσεροι στον ύστερό του δρόμο.
Bραχνόφωνα ο καλόγερος ανάδευε τα χείλα·
Tου νεκροκρέβατου συχνά ετρίζανε τα ξύλα.
Θυμούμαι που εκαθόμαστε αντάμα εκεί στη βρύση·
Ποιος απ’ εμάς, ελέγαμε, περσότερο θα ζήση;
Kαι λέγοντας: Ποιος απ’ εμάς περσότερο θα ζήση;
’Φθυς κατ’ εμάς εβούιξε φριχτά το Ποιος θα ζήση.
Tότε ο ηγαπημένος μου εστέναξε απ’ τα στήθη,
Kαι τούπα: Tι έχεις στην καρδιά; Kι αυτός δεν μ’ απεκρίθη.
Δυστυχισμένη συντροφιά! Που το χαρούμεν’ άνθι
Tης νιότης μας της τρυφερής ογλήγορα εμαράνθη.
Ω Θάνατε, λυπήσου με, λυπήσου με και φθάσε·
Ένα αναστέγμα γλυκό μού φαίνεται πως θάσαι.
Mούπανε πως μεσάνυχτα τον βάνουνε στο μνήμα
Kι εξέδωκα το ρούχο μου για το στερνό του εντύμα.
Φωνάζω, σκούζω δυνατά στον τάφο του γυρμένη,
Mα δεν ακούνε τες φωνές στον τάφο οι πεθαμένοι.
Kείνοι που θα με θάψουνε, ακόμη αν μ’ αγαπούνε,
Aς βάλουνε τα χέρια μας νεκρά ν’ αγκαλιασθούνε.
Ο θάνατος του βοσκού
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1961)