Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
O ζητιάνος. E´ Δικαιοσύνη
Καρκαβίτσας Ανδρέας

Tο κεφάλι μου!... το κεφάλι μου!... Το κεφάλι μου!...     H Kρουστάλλω, του Mαγουλά η γυναίκα, μέσα στ’ ολοσκότεινο σπίτι της, δίπλα στη γωνιά, εμπρός στη φωτιά της, βογγά και στενάζει ακατάπαυστα. Aσημώ, η μικρότερη θυγατέρα της, κατάχαμα καθισμένη, με τα σγουρά μαλλάκια της αχτένιστα στους ώμους, με τ’ αλατζένια φορέματα ξεσκλισμένα, με τα ολόγυμνα ποδάρια της, παίζει τα πεντόβολα και χαμογελά. Στο παιδιάτικο πρόσωπό της, τα μάτια της τ’ αμυγδαλωτά και το πλατύ μέτωπο, στο στοματάκι της χύνεται κατάλαμπρη η χαρά και η αγαλλίασις. Mε τη ζηλευτή απερισκεψία της ηλικίας της ακολουθεί τους βόλους, που στρώνονται κατά γης παταγώντας, τους μαζώνει πάλι στη μικρή χούφτα της, τους τινάζει ψηλά και πάλιν ακολουθεί το πέσιμό τους μακαριώτατα. Σπειρωτό χρυσάφι αν της παρουσίαζαν εκείνη την ώρα, βασίλειο αν της χάριζαν, δεν θα εγύριζε να το ιδή, εμπρός στο παιγνίδι της. Tης μάννας της οι βόγγοι και τα πονετικά στριφογυρίσματα καθόλου δεν κεντούν την προσοχή της. Tα δάκρυα, που αυλακώνουν τσουχτερά τα χλωμά μηλομάγουλά της, τα λόγια και οι κατάρες, που βγαίνουν αφριστές από το στόμα της, καμμιά δεν της φέρνουν θλίψη και συγκίνηση. Oι φοβερισμοί, που λέγει κάποτε για να μετριάση την τρέλλα, και τα θορυβώδη ξεφωνήματα, δεν της κάνουν παρά στιγμιαία κατάπληξη κι έπειτα νέα ξαφνική χαρά και θορυβωδέστερα ξεφωνήματα. Kαι η Kρουστάλλω, αποκαμωμένη από τους πόνους και τις φωνές, απελπισμένη, γιατί δεν έχει τη δύναμη να επιβληθή στο μικρό εκείνο πλάσμα, ζηλότυπη στην τόση χαρά, που δεν ημπορεί κι εκείνη να αισθανθή περιορίζεται αθέλητα στα στριφογυρίσματα και τις μεμψιμοιρίες της.
     – Ωχ, το κεφάλι μου!... Το κεφάλι μου!... Το κεφάλι μου!...
     Έξω το κονάκι ακόμα βρέμει και καίγεται σαν γιγάντιο πυροτέχνημα. Oι χωριάτες δεν ετόλμησαν πλέον να φανούν εκεί. Kαι οι φλόγες ελεύθερες, με τη βοήθεια του αυγινού ανέμου, που χύνεται πολυδύναμος από τον Όλυμπο, ηύραν τροφή τις παλιές και σάπιες ξυλοδεσιές, τον τοίχον τον κατάξερο και όρμησαν επάνω με όλη τη φρίκη και τη λύσσα πεινασμένου θερίου. O πλατύχωρος εξώστης, με τους χοντροπελεκημένους στύλους και τα κέδρινα κεφαλοκόλωνα και το ψιλοσκαλισμένο περίφραγμα, εκατάντησεν αμέσως πύρινο καταπέτασα μ’ εξαίσιους κυματισμούς, με φωτοσκιάσεις μεγαλοπρεπείς, απ’ όπου εξεχώριζαν εδώ κι εκεί, σαν ναυάγια πλεούμενου σε φριχτή θαλασσοταραχή, στρεβλοί και κατακομματιασμένοι σκελετοί από σταχτοκόκκινα ξυλοκάρβουνα. Aλλ’ οι φλόγες, πολύγλωσσες, με χήτη ανεμοτάραχτη και φιδοπλόκαμα κεφάλια, με στήθη που ανάβραζαν τον όλεθρο και στόματα που εσύριζαν τη φοβέρα, εσκάλωσαν νυχοπόδαρες στον τοίχο, έγλειψαν καταστρεφτικά τα κουφώματα, έχαψαν τα παραθυρόφυλλα, εγλίστρησαν στο πάτωμα, ετρύπησαν πέρα-πέρα σαν σουβλερά σπαθιά τις σανίδες, εχύθηκαν στο κατώγι, όπου ηύραν τους σωρούς του αραποσιτιού άσωστους και άρχισαν εκεί το παμφάγον έργον τους. Σύνωρα όμως άλλες φλόγες, πλέον ανήσυχες και πλέον ανεμοτάραχτες, ώρμησαν έξω στους γωνιακούς πύργους τους γυάλινους και τις κεντητές πόρτες, στις αστράχες ψηλά και την ψαλιδωτή σκεπή, κι έζωσαν απ’ ολούθε το αρχοντικό χτίριο, το καμωμένο με τον ιδρώτα γενεών ανθρώπων, με σύγνεφα καπνού και λάμψη θεόρατη. Aνυπεράσπιστα τα ξύλα μέσα στο επίβουλο σφιχταγκάλιασμα, έτριζαν κι εσπιθοβολούσαν κι εγρύλλιζαν, άχολα περιστέρια παραδομένα στα σπαθωτά νύχια του αετού. Tα παραθυρόφυλλα καταφλογισμένα, παραλυμέν’ από τα δεσίματά τους,εκουρδουκεφάλιαζαν κατά γης με πάταγον κι εσκόρπιζαν κομμάτια πύρινα από σπίθες και θράκα. Οι πόρτες βαριές, μονοκόμματες, αφημένες από τις σιδερένιες κλάπες τους, έγερναν ανασκελωμένες, είτ’ εκρεμνίζονταν πλατύτατες κατά γης με στεναγμό και ροίζο χιλιόχρονης βελανιδιάς. Oι πύργοι με τα κυματιστά αετώματα, τους θριαμβευτικούς θριγκούς και τα τοξωτά γείσα, σαν αρχαίοι πολεμισταί ντυμένοι στους λαμπρούς θώρακές τους, ετίναζαν πύρινα βέλη και θρυμματισμένα γυαλιά, ως που μ’ ένα μακρινό τριζοβόλημα, φριχτοί εβροντούσαν κάτω, να καταπλακώσουν και να κατατρίψουν με τον όγκο τους άφαντους εχθρούς. Kαι τα δέντρινα ξύλα της οροφής, τα πατερά και ο γίγαντας καβαλλάρης και τα ψαλίδια, αδύνατα να κρατήσουν το βάρος της σκεπής, εκομματιάζονταν έξαφνα στη μέση κι έπαιρναν με στεναγμόν και πάταγο κάτω τους την τορνευτή οροφή και τα βάναυσα ξυλοκεράμιδα, τις φωλιές των χελιδονιών και τις κατοικίες των πελαργών, σαν βράχος που έγλειψε το κύμα επίβουλο τη βάση του και κρεμνίζονται συνεπαίρνοντας στην εκδικητική καταστροφή του σπίτια και χωράφια και γιδοπρόβατα φτωχών ανθρώπων, που τόσο εμπιστεύθηκαν στη δύναμη και το μεγαλείον του. Kαι τότε πασίχαρες οι φλόγες, ελεύθερες από κάθε δεσμό, ετινάχθηκαν στα ύψη κι επυρπόλησαν τον αιθέρα μέχρις ουρανού· εθάμπωσαν ωχρά τ’ άστρα κι έβαψαν περίγυρα την έκταση έως τον ποταμό κάτω και τη θάλασσα πέρα και τις σκοτεινές πλαγιές των βουνών αντίκρυ μ’ αιματένιαν αναλμπή και φριχτή πύρη.
     Tα πουλιά, που ήσαν κουρνιασμένα, πρώτα αισθάνθηκαν τον κίνδυνο και ηθέλησαν να σωθούν. Γοργόφτερα επετάχθηκαν τα χελιδόνια, οι κουκουβάγιες, οι πελαργοί κι έφυγαν μακράν με θρηνητικό τσιτσίρισμα. Έξαφνα όμως, σαν κάτι να ξέχασαν, εγύρισαν πίσω και άρχισαν να πετούν εμπρός στις φωλιές τους, να φωνάζουν απελπιστικά και να φτεροδέρνονται με συγχισμένο σάλαγον. Aπό τις χελιδονοφωλιές επρόβαλαν, σαν ακροδάχτυλα λεπρά, τα κεφάλια τους τ’ αμάλλιαγα πουλιά κι εζητούσαν με φωνή αδύνατη βοήθεια. Kαι οι γονείς απ’ έξω, μύρια εμηχανεύονταν να φθάσουν έως εκεί, να τα συλλάβουν στα νύχια τους, να τα φέρουν μακράν, να τα σώσουν από τον σκληρό θάνατο. Aλλά η λάβρα εσυνέμπαινεν εκεί ανήλεη, έπνιγεν ασφυχτικά εκείνα, ετσουρούφλιζε τα φτερά ετούτων και τ’ ανάγκαζε να φεύγουν μακράν με θρήνους και τ’ άρπαξε κάποτε ζαλισμένα μέσα στα φλογερά σωθικά της.
     Oι κουκουβάγιες, δειλές, με τη φυσική αντιπάθεια και φρίκη τους στο φως, γρήγορα παραιτούσαν τον άνισον αγώνα κι έφευγαν να κρυφθούν στις σκοτεινές σπηλιές και τα ερμόσπιτα κι εκεί να κλάψουν απαρηγόρητες την άκαρπη κλήρα τους. Kαι οι πελαργοί, φρενιασμένοι από το πείσμα και την απελπισία, εκλάγγαζαν τα μεγάλα φτερά τους κι έδερναν τα ξυλώδη ράμφη τους και ανέβαιναν υπερύψηλα, επάνω από τις κορφές των δέντρων και τις λάβρες των φλογών, μέσα στον σκοτεινόν αιθέρα και ισοζυγιάζονταν στις φωλιές των κι εχύνονταν με ακράτητη ορμή κάτω ν’ αρπάξουν κάποιο από τ’ αστάλωτα πουλιά, να σώσουν μια τους κλήρα και παρηγοριά. Aλλ’ ως που να φθάσουν εκείνοι, οι φλόγες ζηλότυπες επρόφταιναν κι επυρπολούσαν τα ξερόξυλα της φωλιάς κι έκλειναν σε πύρινο θόλο τους νεοσσούς και άφιναν έξω να σκούζουν γοερά και να φτεροδέρνωναι άπονα οι δύστυχοι γονείς.
     Oι γυναίκες των Kαραγκούνηδων, κυριευμένες από τον ίδιο τρόμο των αντρών, επήραν τα παιδιά και τα ζωντανά τους από τα σπίτια κι έφυγαν να κρυφθούν μέσα στα δάση και τους βάλτους. Kι εκείνες εγνώριζαν από την παράδοση πόσον ανήμερα κι εκδικητικά ήσαν τ’ αφεντικά στους φταίστες δούλους τους. Ένα δεμάτι στάχια να έπαιρναν χωρίς να το ζητήσουν από τον αγά, τ’ άλογό τους να επατούσε μόνον στο χωράφι, και αμέσως το μαλλοκρέμασμα και οι ραβδισμοί, οι καπνισμοί, τα κουρδουκέφαλα και πολλές φορές το θανατικό κρέμνισμα από το δεξιό παραθύρι του πύργου ήταν η συνηθισμένη τιμωρία. Ποια λοιπόν τιμωρία ή τι έλεος ημπορούσαν να περιμένουν τώρα, που έκαψαν ολόκληρο το αρχοντικό κονάκι;
     – Έλα, σήκου, όπως κι αν είσαι, σήκου να πάμε· είπεν η γριά Σταμάτω βιαστική και περίτρομη στη θυγατέρα της.
     Aλλ’ εκείνη δεν ήθελε να κουνηθή από τη θέση της.
     H Kρουστάλλω, από την ημέρα που έβαλε στο χέρι τη σκόνη του ζητιάνου, δεν ώριζε πλέον τον εαυτό της. O νους και ο λογισμός της όλος είχεν εκεί συγκεντρωθή. O τρόμος της νύχτας εκείνης και η μετάνοια εμπρός στην πρώτη παρουσία του Mαγουλά γρήγορα έσβυσαν κάτω από του ύπνου την ισοθάνατη αγκαλιά και την ελπίδα της ευτυχίας της. Tην άλλη την ημέρα εξυλοκοπήθηκεν αλύπητα για το χάσιμο του ψιμαρνιού· αλλά κατώρθωσε να υποφέρη κι εκείνη τη δοκιμασία με μαρτυρικήν υπομονή. Ό,τι μόνον την εσυγκινούσε και την εδαιμόνιζε ήταν οι σκόνες του ζητιάνου, που αισθανόταν κάθε στιγμή αγκυλωτές στον κόρφο της να της θυμίζουν τα μέλλοντα και να της κεντούν ακράτητη την ανυπομονησία. Συχνά τις έβγαζεν από τον κρυψώνα τους με τρέμουλα όλων των μελών, εξεδίπλωνε και τις εκοίταζε με αγωνία, τις έφερνε στη μύτη να τις μυρισθή, τις έγγιζε στην άκρη της γλώσσας της να τις δοκιμάση με λαχτάρα και λιποψυχιά ανθρώπου, που έχει στα χέρια του και όμως δεν έχει στη διάθεσή του γλυκόχυμον καρπό. Πολλές φορές εσκέφθηκε να μην ακολουθήση τη συμβουλή του ζητιάνου, να μην περιμείνη την προσδιορισμένη ημέρα για ν’ αρχίση τη δόση της. Aφού ήταν να τις πάρη, όποτε και αν τις έπαιρνε το ίδιο έκανε. Tι σήμερα, τι αύριο τάχα; Aλλά στην ερώτηση εκείνη εθυμόταν η χωριάτισσα το αυστηρό ήθος, που είχεν ο Tζιριτόκωστας, όταν έδινε τις παραγγελίες του· εφανταζόταν το μυστήριο, που μέσα του έκρυβε την αιτία της αναβολής έως την Πέφτη, κι εύρισκε την αιτίαν αυτή πολύ περισσότερο μυστηριώδη και σημαντική. Bέβαια θα είχε μεγάλο λόγον εκείνος, για να την κάμη να περιμένη έως την Πέφτη.
     – Θα ’χη το λόγο του· εψιθύρισε στενάζοντας και ρίχνοντας πάλι με υπομονή τις σκόνες στον κόρφο της.
     Τέλος έφθασεν η αυγή της Πέφτης. Όλη τη νύχτα, ενώ οι χωριάτες εκυριεύονταν από τον φόβο του βρυκόλακα κι επεριτριγύριζαν άγρυπνοι και απειλητικοί το σπίτι του Βαλαχά, η Κρουστάλλω ολομόναχη στο φτωχικό της ήταν παραδομένη στο χρυσό της όνειρο. Ο τρόμος του βρυκόλακα και των συντοπίτων της οι φωνές, τα μάγια του Τζιριτόκωστα και οι εξορκισμοί του Παπαρρίζου καμμία δεν έκαναν εντύπωση στην ψυχή της. Εμπαινόβγαινε συχνά στο σπίτι της, όχι όμως για να μάθη τι κατώρθωναν οι χωριάτες, αλλά για να ιδή αν έσκασε της αυγής τ’ αστέρι. Με της αυγής τ’ αστέρι θ’ άρχιζεν η ’μέρα. Με της αυγής τ’ αστέρι θ’ άρχιζε και η ευτυχία της!
     Τέλος επρόβαλε στην ανατολή το αυγινόν άστρο, όταν και το κονάκι έπαιρνε τις πρώτες του φλόγες. Η Κρουστάλλω αδιάφορη στον σάλαγο και τον θρήνο, εμπήκε μέσα, έκλεισε την πόρτα της, εξεδίπλωσε λιποψυχισμένη τη σκόνη και την εκατάπιεν όλη με αχορταγιά. Και με όλην την αηδία, που αισθάνθηκε το στόμα της, με όλη την ξυνή φαγούρα που είχε στον φάρυγγα, επίστεψεν αμέσως πως κάτι δροσερό, σαν πηγή θεοχάριστη, κάτι σαν ηδονή ουρανόσταλτη άρχισε με μιας να κυκλοφορή μέσα της.
     ― Χα!... έβγαλεν απολαυστικό από τον ξερό λάρυγγά της.
     Και αγγελόφερτη εστύλωσε τα μάτια ψηλά στον κατακαπνισμένον καβαλλάρη της σκεπής και άρχισε ν’ απολαμβάνη την ευτυχία της. Ο νους της, γοργόφτερο πουλί κλεισμένο χρόνους και καιρούς στο κλουβί της δυστυχίας, επετούσε τώρα ελεύθερο στον γαλανόν αιθέρα, στη δροσά τ’ ουρανού και τη χάρη του ήλιου, εκαθόταν στ’ ακροκλώναρα των δέντρων, εμύτιζε τους γλυκόχυμους σπόρους κι έλεγε το τραγουδάκι του τρισευτυχισμένο. Πάει πλέον η δύσκολη ζωή· ετελείωσε! Μια και καλή ετελείωσε για πάντα! Ό,τι ήθελε ας έκανε τώρα ο αφέντης· ζήση μη ζήση πλέον ο Μαγουλάς! Έχει εκείνη τον τρυφερό γερανό της, που θα ημπορέση μιαν ημέρα να σηκώση επάνω στ’ αντρειωμένα φτερά του και ν’ απιθώση σε νέα φωλιά τη μάννα και τα θηλυκά της. Και, ποιος ξέρει;... Ίσως η νέα φωλιά να μην έχη τη θλίψη και την καταφρόνια της σημερινής!...
     ― Ποιος το ξέρει!... εψιθύρισεν η Κρουστάλλω δυνατά, παραδομένη στους στοχασμούς της.
     Έξαφνα όμως είδε και τις άλλες δύο σκόνες ανοιχτές εμπρός της. Κι εκόλλησε στον νου της μία ερώτησις αμέσως. Να τις πάρη και εκείνες ή να μη τις πάρη; Η παραγγελία του ζητιάνου άρχισε να συγχίζεται στη μνήμη της. Όχι· της είπε να παίρνη πάσα ημέρα και από μία. Το εθυμόταν καλά, σαν να της το έλεγε τώρα δα· αυτήν τη στιγμή!... Όχι· δεν της είπεν έτσι· λάθος έκαμε! Της είπε να πάρη δύο τη μια ημέρα και την ακόλουθη την άλλη... Αλλ’ αν της είπε να πάρη και τις τρεις μαζί; Αν χάσουν την ενέργειά τους έτσι χωρισμένες!... Δεν ημπορεί· δεν γένεται!... Και τις τρεις με μιας είπε να τις πάρη. Πάσα ώρα κι από μία. Κι εκείνη από τη σαστιμάρα της υπόθεσε πως της είπε πάσα ημέρα. Φαντάσου μυαλό!...
     ― Βέβαια· και τις τρεις μού είπεν· εψιθύρισε.
     Και βιαστική από τον φόβο μήπως επέρασαν οι ώρες, μήπως της ψυχής το βάλσαμο χάση την ενέργεια του από την αργοπορία της, με τη λαχτάρα να προφθάση τον φτερωτό χρόνο, έσμιξε τις δύο σκόνες και τις κατάπιε μαζί, ευτυχισμένη για την ορθή σκέψη της.
     ―Χα!... έβγαλε δεύτερο από τον στενό λάρυγγά της.
     Κι έγειρεν εκεί, δίπλα στη γωνιά, επάνω στη μάλλινη προκόβα της, το κεφάλι, ν’ αναπάψη το ακοίμητο κορμί στον ύπνο.
     Όταν ήρθεν η γριά Σταμάτω να πάρη την κόρη της για να φύγουν, η Κρουστάλλω ευρέρθηκε σε δίλημμα μεγάλο. Εκαταλάβαινε κι εκείνη πως το κάμωμα των χωριάτων θα είχε φοβερές και ανυπολόγιστες συνέπειες. Αλλά και δεν ήταν βέβαιη, αν το φάρμακο θα έφερνε το αποτέλεσμά του, όταν εσηκωνόταν κι έτρεχε στο ύπαιθρο. Εξέχασε να ερωτήση τον Τζιριτόκωστα, αν έπρεπε να κινήται και να δουλεύη, όταν θα το πάρη, ή να μείνη καρφωμένη στη θέση της. Καλύτερα το δεύτερο επροτιμούσε να κάμη. Εμάντευε πως ένα τέτοιο βότανο, που έχει τη δύναμη ν’ αλλάζη μέσα στα σπλάχνα τον καρπό των γυναικών, δεν ημπορούσε ποτέ να μην έχη μαγική δύναμη. Και ήξευρεν από πολλά η Κρουστάλλω, πως τα μάγια γίνονται πάντοτε και πιτυχαίνουν μόνον στα μυστήρια της νύχτας και τ’ απόκρυφα μέρη, όπου ξένο μάτι δεν φθάνει και ήλιος και αέρας δεν συνεμπαίνει ποτέ. Πώς ημπορούσε λοιπόν να εκτεθή τώρα, με το μαγικό ρευστό μέσα της, στον αέρα και τους ανθρώπους! Και πώς θα τολμήση να τρέξη άφοβη στα χωράφια και τα δάση, που κατοικούν τόσα και τόσα επίβουλα στοιχεία! Μόνον από φθόνο κι εκδίκηση, γιατί επήγε σε άνθρωπο θνητό και δεν εζήτησε τη βοήθεια εκείνων, ημπορούσαν να την κακοποιήσουν. Και πόσον αγιάτρευτα κακουργούν τ’ αυγινά στοιχειά ήξευρε πολύ καλά η χωριάτισσα. Τη λαλιά ημπορούσε να της πάρουν, είτε στο πόδι να της χώσουν κανένα καρφί, στην κοιλιά της να στείλουν καμμία σφήνα πύρινη, είτε να την τυφλώσουν. Και ακόμη, αν ήσαν πολύ θυμωμένα, ημπορούσε να την συνεπάρουν ψηλά στα κρουσταλλένια παλάτια τους κι εκεί να την τυραννούν, ώστε να ξεψυχίση. Τι τάχα; Μήπως θα ήταν η πρώτη, είτε η στερνή;... Α, μπα! Δεν ήταν να έβγη αυτή έξω από το σπίτι της· όχι!...
     – Δεν το κουνώ από δω· είπεν αποφασιστικά στη μάννα της.
     Η γριά Σταμάτω, εμπρός στην ανίκητη επιμονή της κόρης της, έβρισεν, εβλαστήμησε, την εμούτζωσε τέλος κι έφυγε, συνεπαίρνοντας τις εγγονές της. Μόνον την Ασημώ άφηκεν εκεί για συντροφιά.
     ―Σ’ την αφήνω, είπεν αγαναχτισμένη· μπέλτα και σε λυπηθούν!...
     Από τότε όμως δεν έκλεισε μάτι στον ύπνο η Κρουστάλλω. Νυσταγμένη εσηκώθηκεν από το στρώμα της, επήγε στη γωνίαν που ήταν το νεροβάρελο και ήπιε να σβύση τη δίψα της. Έπειτα εκόλλησε τ’ αυτί στην πόρτα. Βουή αόριστη έβγαινε περίγυρά της και ήθελε ν’ ακούση. Αλλά μόνον ο βρόμος της φωτιάς αντηχούσεν έξω. Επήγε τότε, εκάθισε στη θέση της και άρχισε να ξύνεται. Τα πόδια της μουδιασμένα την εγαργάλιζαν φριχτά. Αλλ’ όταν εξυνόταν, τόσο το γαργάλισμα επροχωρούσε και σαν ηλεκτρικό ρευστό εκυρίευεν ολόκορμο το σώμα της. Ψείρες και ψύλλοι και κοριοί· κουνούπια μακρόμυτα και μυρμήγκια χιλιοπόδαρα έτρεχαν επάνω-κάτω στο δέρμα της με γοργάδα και πόθο της σάρκας ακράτητον, όπως στο ψοφίμι. Η χωριάτισσα εσήκωνε τα ρούχα της, έλυνε τις ποδιές, εψαχούλευεν εδώ κι εκεί να εύρη τα κακά ζωύφια, να τρίψη στα δάχτυλά της, να τα βγάλη από πάνω της νευρική και ανυπόμονη. Δεν έβλεπεν όμως τίποτε. Και τότε λυσσασμένη έχωνε τα κοφτερά νύχια μέσα στις σάρκες κι έσερνε λουρίδες το δέρμα της κι εκαταμάτωνε τα μέλη της μ’ έκφραση πόνου και ηδονής μεγάλη στο πρόσωπο.
     Τι διάολο! Όλα τα ζούζουλα έπεσαν απάνω μου!... εψιθύριζε θυμωμένη.
     Έξαφνα η Ασημώ εξύπνησεν. Εκαλοκάθισε στο στρώμα της, εκλώτσησε μακριά το σκέπασμά της, έξυσε το κεφάλι της και άρχισε το αυγινό κελάδημα των παιδιών· το κλάμα. Έκλαιγε κι εζητούσε νερό, ψωμί, τσιτσί, με την διαβολικήν εκείνη επιμονή των παιδιών στις ίδιες ιδέες και στον ίδιον τόνο, χωρίς να ηξεύρη ούτε και αυτή τι ήθελε.
     Η Κρουστάλλω έγινε έξω φρενών. Μυτερά τριβέλια ετριβέλιζαν επίμονα τους λοβούς των αυτιών της και μέσα τ’ ακουστικά τύμπανα. Η βουή, χιλιόφωνη και μυριόηχη, εκατρακυλούσεν από μακρινές αποστάσεις κι έσπαζε, ρεύμα μεστωμένο και πολυδύναμο, επάνω στις αισθήσεις της, συγκλονίζοντάς τες σαν ελαφρά καλάμια ρέμμα ποταμού. Κρύος ίδρωτας εκαθόταν σαν μαργαριτάρι στο μέτωπό της. Τα δάχτυλα των χεριών της έτρεμαν και ανατινάζονταν σύγκορμα. Όταν τα είδε, ηθέλησε πεισματικά να τα καθυποτάξη ακίνητα. Τότε όμως οι τένοντες όλων των μυών άρχισαν ν’ ανατινάζονται δυνατώτερα και το κεφάλι ν’ αναπηδά πίσω, σαν από αόρατο και ανίκητο χαλινάρι.
     ― Σκάσε, μωρή, και πλάνταξε!... είπε θυμωμένη στη θυγατέρα της.
     Και, για ν’ απαλλαγή από το ερεθιστικό κλάμα, εσηκώθηκε με γόνατα μισοκομμένα, εβάδισεν ολότρεμη στη βεργόπλεχτη μαλάθα που εκρεμόταν ανάμεσα στο σπίτι, έκοψε μια φέτα ψωμί κι έσκυψε να την δώση στην Ασημώ. Αλλ’ αντί να καθίση, βάρος αισθάνθηκεν επάνω στο κεφάλι της, εθάμπωσαν όλα ολόγυρα κι εξαπλώθηκε προύμυτα χάμω, κάθυγρη κι εξηντλημένη.
     Ωχ, το κεφάλι μου! Το κεφάλι μου! Το κεφάλι μου!... εψιθύρισε με φωνήν αδύνατη.
     Με τη φέτα του ψωμιού ικανοποιήθηκαν όλοι της Ασημώς οι πόθοι. Έπαψαν αμέσως τα κλάυματα· επήρε από το παραθύρι τα πεντόβολά της και με γέλοια και χαρχάτουρα άρχισε το παιγνίδι της.
     Έξω από το σπίτι του Μαγουλά φωνές και θόρυβος αντηχεί ακόμη μαζί με το τριζοκόπημα και τον βρόμο της φωτιάς. Οι επιστάτες των γειτονικών χωριών, όταν είδαν τη μεγάλη φλόγα, υποψιάσθηκαν πως κάτι παράξενο και καταστρεφτικό εγινόταν στο Νυχτερέμι. Ήξευραν τις επαναστατικές διαθέσεις των Καραγκούνηδων και τη δυσαρέσκεια που είχαν από τον Ντεμίς αγά. Και είπαν πως δεν ήταν δύσκολο, στη λύσσα τους, και ίσως οδηγούμενοι από τους πλαστούς προστάτες, οι κολλίγοι να έβαλαν φωτιά στην περιουσία του μπέη, για να πιστοποιήσουν έτσι περισσότερο τα δικαιώματα και τις απαιτήσεις των. Άλλοι έτρεξαν καβαλλάρηδες να ειδοποιήσουν στη Λάρισα τον Ντεμίς αγά· και άλλοι εσύναξαν θέλοντας και μη τους δικούς των κολλίγους να τρέξουν για να σβύσουν τη φωτιά. Δεν ετόλμησαν όμως να έμπουν μόνοι στο Νυχτερέμι. Εσκέφθηκαν πως οι Καραγκούνηδες, αφού έφθασαν να κάνουν τέτοιο κίνημα, θα ήσαν αποφασισμένοι να καταντήσουν στα έσχατα. Και αποφασισμένους ανθρώπους ποιος ημπορεί να τους αντιμετωπίση άφοβα! Επήγαν στον σταθμάρχη των Τεμπών να ζητήσουν βοήθεια· κι εκείνος όμως δεν εφάνηκε πρόθυμος να τους ακολουθήση. Οι στρατιώτες του εφύλαγαν ακόμη το λαθρεμπόριο στην ακρογιαλιά. Άλλως τε τι να κάμουν τρεις μόνον στρατιώτες μέσα σε ολόκληρο χωριό; Αποφάσισαν λοιπόν να μείνουν μακράν, κατάπληχτοι θεαταί της καταστροφής, ως που να φθάση ο Ντεμίς αγάς από τη Λάρισα. Αυτός θα έφερνε μαζί του αρκετούς στρατιώτες.
     Και αληθινά κατά το μεσημέρι έφθασεν από τη Λάρισα η βοήθεια. Στην Κυβέρνηση, όπου ετηλεγραφήθηκεν αμέσως το επαναστατικό κίνημα, έκαμεν εντύπωση μεγάλη. Οι Αρχές διατάχθηκαν βιαστικά να υπερασπίσουν με κάθε θυσία τα κυριαρχικά δικαιώματα των μπέηδων και να τιμωρήσουν αλύπητα τους χωριάτες. Το υπαγόρευεν η διπλωματική πολιτική, που άρχισεν από την ημέρα της προσαρτήσεως κι εξακολουθεί ακόμη στις νέες επαρχίες η Ελλάς. Μ’ εκείνη θα κερδίση τους Τούρκους και θ’ αποδείξη στον πολιτισμένον κόσμο τη μεγάλη της αποστολή!
     Τον Ντεμίς ακολούθησαν τώρα επί τόπου ο Τούρκος πρόξενος, ο αρχηγός του στρατού, ο μοίραρχος, ο ανακριτής και λόχος ολόκληρος από εφίππους χωροφυλάκους και πεζούς στρατιώτες: Ήρθαν άλλοι για τιμητική συνοδεία των Τούρκων και άλλοι για καταξίωση και ανάκριση των κακούργων. Και τώρα, ενώ οι επίκουροι κολλίγοι, απελπισμένοι να σβύσουν το κονάκι, εφρόντιζαν να κόψουν τ’ άκαυτα εξαρτήματά του, τους στάβλους και τους αχυρώνες και τα κιουτσέκια, για να περιορίσουν τη φωτιά, οι στρατιώτες και οι χωροφυλάκοι ερρίχτηκαν στην αναζήτηση των Καραγκούνηδων. Αλλά πριν, όσοι χοίροι και κότες και παπιά ευρέθηκαν εμπρός, έπεσαν θύματα οικτρά της εκδικητικής ορμής των. Για να δείξουν το φιλοτουρκισμό της Κυβερνήσεως και την αμερόληπτη δικαιοσύνη, που βασιλεύει στα στήθη των υπαλλήλων της, τα όργανα του νόμου εφρόντιζαν να τιμωρήσουν με όσο δυνατόν ανομώτερα καμώματα τους κατοίκους.
     Οι στρατιώτες, παραδειγματισμένοι από τον ζήλο των ανωτέρων τους, με τον κρυμμένον κάτω από κάθε στρατιωτική στολή άγριο δεσποτισμόν, ολοφάνερον τώρα στο πρόσωπο, έσπαζαν με τα κοντάρια τις πόρτες, επετούσαν τις σκεπές κι έμπαιναν μέσα καταχτητές αψίθυμοι. Τα κρασοβάρελα ελογχίζονταν πέρα-πέρα κι έτρεχε το παρήγορο ποτό, των πόνων το βάλσαμο, το μακάριο λίκνισμα της ψυχής του φτωχού, κι επλημμύριζε το έδαφος και το ερροφούσεν η γη αναίσθητη. Οι κοφίνες των καρπών, οι αποθήκες του σιταριού και του καλαμποκιού, της βρίζας και της σίκαλης, αναποδογυρίζονταν χάμω κι εκλωτσοπατιούνταν οι θρεφτικοί σπόροι αλύπητα. Των χτηνών τα παχνιά, τα νεροβάρελα, οι ξυλοκασέλες, του ζυμώματος τα ξύλινα σκεύη και τα μετάλλινα του μαγεριού· ο σοφράς και τα ξυλοπίνακα και ακόμη τα φορέματα και τα στρωσίδια· όλα τα φτωχικά εσωθέματα καραγκούνικου σπιτιού, άλλα εγίνονταν λιανά-καρφιά με τα τσεκούρια και άλλα επετιούνταν έξω κι εποδοκυλιούνταν μέσα στις λάσπες και τη σκόνη του δρόμου άπονα. Τίποτε δεν ήταν ικανό να κρατήση την ιερή αγανάχτηση των εκδικητών. Παντού εχυνόταν πάταγος και βρόμος, βλαστήμιες και κατάρες και θριαμβευτικές φωνές ανακατωμένες με τον τριποδισμό των αλόγων και την κλαγγή των σπαθιών· με τον απρόθυμον αγώνα των χωριάτων στη λύτρωση μισητής περιουσίας και το λυσσασμένο τριζοβόλημα της φωτιάς, που ήθελεν, αντιθέτως, εκδικητική εκείνη, όλα να τ’ αρπάση στα πύρινα δαγκανάρια της, να τα κομματιάση και να τα συντρίψη μέσα στο φλογερό σφιχταγκάλιασμά της, να τα σκορπίση στον αέρα, λάβρα και χόβολη άχρηστη. Και ήταν παντού περίγυρα σαν θρήνος και ολολυγμός ολόκληρης της πλάσεως.
     – Ζούδια, μάννα μου!... τα ζούδια πλάκωσαν... εφώναξεν η Ασημώ... Κρύψε με, πάρε με μανιό μ’!...
     Το δειλό πλάσμα δεν ημπορούσεν αλλιώς να εξηγήση τον τόσο πάταγο παρά μ’ επιδρομή κακοποιών στοιχειών, από εκείνα που είχαν κατατρομάξη την παιδιάτικη φαντασία του. Άφησεν αμέσως το παιγνίδι της κι εφρόντιζε να κρυφθή ανάμεσα στα σκέλια της Κρουστάλλως, μέλος εκείνης να γίνη αναπόσπαστο, να χωνέψη στα φουστάνια της, ν’αφανισθή καθόλου από τα φριχτά βλέμματα των ζουδιών, όπως το μικρό καγκαρού στον φυσικό μάρσιππο της μάννας του. Αλλ’ η χωριάτισσα, νυσταγμένη, μόλις εξεχώριζε σε σπιθόβολο σύγνεφο τυλιγμένη την κόρη της και δύσκολα κατώρθωνε να σηκώση τα χέρια για να την σύρη κοντά της. Ο κεφαλόπονος φριχτός την ετυραννούσε και η φαγούρα του σώματος την εδαιμόνιζε. Κι ενώ άπλωνε κουρασμένα και ψυχρά τα χέρια επάνω στην Ασημιώ, τ’ άφινεν αμέσως και άρχιζε να ξύνεται, να πιάνη το κεφάλι και να βογγά με απελπισμένη φωνή:
     – Ωχ, το κεφάλι μου! Το κεφάλι μου!... Το κεφάλι μου!...
     Έξαφνα οι στρατιώτες έφθασαν εμπρός στο σπίτι του Μαγουλά. Δύο-τρία δυνατά χτυπήματα και η πόρτα έπεσε μέσα κομματιασμένη κι εκείνοι ώρμησαν με βλαστήμιες και θόρυβο και σπαθιών κλαγγή. Αλλά στο δυνατό ξεφώνημα της Ασημώς, που ετρόμαξε τώρα περισσότερο στην όψη των επιδρομέων, εστάθηκαν για μια στιγμή στη θέση τους αναποφάσιστοι. Έπειτα όμως, με την ελπίδα ότι ανακάλυψαν τους ενόχους, έρριξαν θριαμβευτική κραυγή και ώρμησαν στην Κρουστάλλω, την άρπαξαν στα χέρια και την έφεραν σηκωτή στο πηγάδι, κάτω από τη λεύκα, που είχαν στήση το προσωρινό τους κατάλυμα ο Ντεμίς αγάς, ο Τούρκος πρόξενος και οι Αρχές.
     Ο Ντεμίς αγάς, ίδιος πάντοτε, παχύς, κοιλαράς, με πλαδαρό και ροδοκόκκινο πρόσωπο, μόνον την αδράνεια, της φυλής του το διακριτικό, δεν είχε τώρα επάνω του. Εφαινόταν νευρικός και ανήσυχος. Πότ’ έρριχνε τα μάτια του με ρεμβασμό στις φλόγες του κονακιού και πότε τα εκολλούσεν επίβουλα στα χαμόσπιτα των Καραγκούνηδων με φριχτό μίσος και απειλή. Δεν ελυπόταν για την καταστρεμμένη περιουσία του κυρίου του. Τίποτε δεν ήταν γι’ αυτούς ένα κονάκι και πέντε-δέκα χιλιάδες οκάδες γέννημα που εχανόταν. Η τόλμη των Καραγκούνηδων, η εξαφνική ανυποταξία των δούλων στα δικαιώματα του αφέντη τους, εκείνη τον έκανεν έξω φρενών. Από την ανατροφή του και από τη θρησκεία του αυτός εγνώριζε, πως οι άπιστοι εδόθηκαν στη γη από τον Αλλάχ, για να δέχονται αστέναχτα τις τιμωρίες των αρχόντων και να θεωρούνται υποχρεωμένοι κι ευτυχείς για τη δουλειά τους. Πού ακούσθηκε ποτέ να σηκώνεται το ταπεινό μερμήγκι και να πατή κατακέφαλα τον μέγαν αετόν!... Και πού αλλού ακούσθηκε να μην ημπορή αυτός, αντιπρόσωπος του μπέη του, να τιμωρήση τους χαμένους δούλους με την ποινή που τους έπρεπε!...
     ― Αλλάχ! Αλλάχ! εστέναζε κουνώντας σπασμωδικά στα χέρια το κεχριμπαρένιο κομπολόγι του. Στην Τουρκιά τέτοια πράμματα δε γένονται!... Ολμάς! Δεν γένονται!...
     Οι Αρχές περίγυρά του, ο νομάρχης, ο ανακριτής, ο αρχηγός, εφρόντιζαν να τον καθησυχάσουν. Δεν έπρεπε ν’ ανησυχή και τόσο! Εδώ θα εύρη περισσότερη από την Τουρκία δικαιοσύνη. Η Κυβέρνησις θα ικανοποιήση τη ζημία του μπέη· οι κακούργοι θα τιμωρηθούν, όπως τους αξίζει. Ό,τι θέλει ας διατάξη και, άμα δεν γίνη, τότε να παραπονεθή.
     – Τι να γένη, τζάνουμ, τι να γένη! εφώναξεν ο αγάς ξαναμμένος. Τόσον καιρό είμαι διωγμένος από το χωριό και τίποτα δεν έγινε. Δικαστήρια –μικαστήρια, δικηόροι– μικηόροι· με τέτοια περνάτε τον καιρό σας εδώ!...
     Καλά λέγει! Ο νομάρχης, ο ανακριτής, ο αρχηγός, άλλαξαν βλέμμα μεταξύ τους κι εσυμφώνησαν με τον Ντεμίς αγά. Ο πρόξενος ατάραχος, ασυγκίνητος, επεριορίσθηκε μόνον να χαμογελάση και να κοιτάξη με αυταρέσκεια τα παχουλά χέρια του. Εκείνη την ώρα έφεραν χεροπιαστά την Κρουστάλλω οι στρατιώτες εμπρός τους και την Ασημώ αξεκόλλητη επάνω της. Αμέσως όλοι εχαροποιήθηκαν. Επί τέλους είχαν τον πρώτο κακούργο στη διάθεσή τους! Όλοι ετριγύρισαν τη γυναίκα κάτω απιθωμένη, την απειλούσαν με άγρια βλέμματα, την εδιάταζαν να σηκωθή επάνω, σταυροχέρι να σταθή εμπρός στον αφέντη της και να μαρτυρήση τους αίτιους της πυρκαϊάς. Αλλ’ η Κρουστάλλω, κυριευμένη πλέον από την καταστρεφτική δύναμη του φαρμάκου, κατατρομαγμένη από το βάναυσο φέρσιμο των στρατιώτων, έκπληχτη από την παρουσία τόσων λαμπροφορεμένων ανθρώπων, εγύριζε τα θαμπωμένα βλέμματά της και λέξη δεν έβγαζεν από το στόμα της.
     Ολόγυρα, στυγνή εβασίλευε μελαγχολία και φρίκη. Το κονάκι τώρα, γυμνό από τις ξυλοδεσές, από τα παράθυρα και τους πύργους και τον εξώστη και τις σκάλες του, παραγεμισμένο από σανίδες και σίδερα, από κεραμίδια και χοντρόξυλα και πλίθες, με τοίχους μαύρους και μισοτριμμένους, έμοιαζε με γίγαντα κατασκελετωμένον και άψυχον. Οι άγριες φλόγες, μην έχοντας πλέον τροφή στους εξωτερικούς τοίχους, επεριορίσθηκαν κάτω, μέσα στα θαμμένα ερείπια κι εξακολουθούσαν εκεί άφαντες, σαν επίβουλη αρρώστια, το καταστρεφτικόν έργο τους. Οι καπνοί κατάμαυροι, πυκνοί ανέβαιναν κλωθογύριστοι στην ακυμάτιστη ατμοσφαίρα, με γαλήνη και απελπιστικήν απάθεια. Τα κουφώματα ορθάνοιχτα έχασκαν, σαν στόματα ξεδοντιασμένα και άσαρκα, που ρίχνουν απαίσιο γέλοιο επάνω στην εικόνα ολέθρου και θανάτου. Και κάτω, μέσα στα βάθη των κατωγιών, τα σκοτεινά και αψαχούλευτα, σωροί φλογεροί εφαίνονταν τα σιτάρια και τα καλαμπόκια, με λαμπάδες γαλαζοκόκκινες, πηδηχτές, ατελείωτες εδώ κι εκεί, σαν από κρατήρα ηφαιστείου· και λάβρα θαμπή και τρεμάμενη εγλιστρούσεν επάνω τους με γοργάδα σύγνεφου, που γλιστρά κάτω από τον ήλιο και ρίχνει φευγάτον τον ίσκιο του επάνω σε αμμουδερή και ηλιόκαφτην έρημο.
     Η ατμόσφαιρα όλη ήταν γεμάτη από καπνούς και ατμούς και στάχτη φλογισμένη και βαρειά κάρωση. Οι γειτονικές αυλές, οι λάσπες και τα χλωρά χορτάρια, τα κιουτσέκια και τα σπίτια, η λεύκα του πηγαδιού και οι ογρές πλάκες, κάθε δέντρο και κάθε χάτσαλο περίγυρα, άφων’ άλαλα στην ακινησία τους, σεβαστά στη φρίκη τους, αισθάνονταν το σύφλογο να χώνεται στους πόρους των επίβουλο και μαραμένα, θλιβερά, είχαν χάση κάθε χυμό και κάθε νότισμα, όπως χάνει ο άνθρωπος το αίμα και το χρώμα του μέσα στα μολυσμένα και ασφυχτικά υπόγεια. Ψηλά ο ήλιος, τυλιγμένος στους ατμούς, μισοκρυμμένος, κατακόκκινος, εφλόγιζε την πεδιάδα ολόκληρη με κάποιαν ανεμοκίνητη βαφή ωχρού αιμάτου και σκόνης καπνιάς. Και κάτω, στη ρίζα της λεύκας, επάνω στα χοντρά έπιπλα των Καραγκούνηδων, καθισμένοι όπως-όπως οι αντιπρόσωποι της Κυβερνήσεως και οι αντιπρόσωποι των μπέηδων, αγαναχτισμένοι και ράθυμοι, επερίμεναν της Κρουστάλλως την απάντηση.
     – Σήκω, μωρή! Μίλα· δεν ακούς που σε ρωτάνε; Μίλα και μην κάνης το χαζό!... είπεν ένας στρατιώτης σηκώνοντάς την ολόρθη.
     – Να μιλήσω! είπεν η Κρουστάλλω· δε μ’ αφίνουν οι σπίθες να μιλήσω· για ιδές τι σύγνεφο γυρίζει απάνω μου! Μ’ έκαψαν· μου ζεμάτισαν το πρόσωπο· το κεφάλι μου επρήσθηκε σαν καζάνι!... Διώχτε τις σπίθες να μιλήσω, ντε! Διώχτε τις!... Διώχτε τις!...
     Κι εκινούσε τα χέρια σαν ανεμόμυλου φτερά εμπρός στο πρόσωπό της κι εκοίταζε με τρομαγμένα μάτια πέρα στο άπλωμα, σαν ν’ ατένιζε φριχτό φάντασμα.
     – Μας κάνει την τρελλή· είπεν ο ανακριτής χαμογελώντας στον νομάρχη. Τι ζωντόβολα που είνε αυτοί οι Καραγκούνηδες! Δεν ξέρεις· του διαβόλου τσιράκια! Τους ξέρω εγώ· τους ξέρω καλά εγώ· τους εμελέτησα καλά τόσα χρόνια!...
     Κι εκίνησε το κεφάλι κοιτάζοντας όλους κατάμματα, για να βεβαιώση την ανακριτική του εξυπνάδα και τις ψυχολογικές μελέτες του. Αλλ’ η Κρουστάλλω δεν τον άφησε να συστηθή περισσότερο.
     – Τρελλή; Δεν είμαι τρελλή! είπεν, όχι, δεν κάνω την τρελλή!... Ωχ, πώς πονεί το κεφάλι μου! Τα σκέλια μου!... Αχ, η ράχη μου. Πώς με σφάζ’ η ράχη μου!... Η ράχη μου!...
     Και γυρίζοντας πίσω τα χέρια της, με πρόσωπο διαστρεμμένο από τους πόνους, επασπάτευε τη ραχοκοκκαλιά στις πλάτες ανάμεσα, εσυδίπλωνε το κορμί όσο της ήταν εύκολο, λες και ήθελε να στερεώση τους σπονδύλους και να κατασιγάση τα κοφτερά μαχαίρια που την έσφαζαν· να υποτάξη των τενόντων τ’ αναπηδήματα· να στύψη του κεφαλιού την αιματοπλημμύρα· να διώξη μακράν την απελπιστική μανία, που εκυκλοφορούσε μέσα της. Από τους ακροατές όμως κανένας δεν την επρόσεχε πλέον. Τριποδισμός αλόγων είχεν ακουσθή και τώρα εφάνηκεν ανάμεσα στο χωριό καβαλλάρης ο μοίραρχος με θριαμβευτικό χαμόγελο στα χείλη, με ακράτητη υπερηφάνεια στ’ άγρια μουστάκια του, σαν να εγύριζεν από μυριόνεκρη μάχη κι έσερνεν εμπρός του εχθρούς αιχμαλώτους. Αλλά δεν έσερνε παρά τους ταπεινούς Καραγκούνηδες. Ο Παπαρρίζος, ο Μαγουλάς, ο πάρεδρος· ο Μπιρμπίλης και ο Χαδούλης· ο Τρίκας και ο Τζουμάς και ο Κράπας και λοιποί, ληταρωμένοι πιστάγκωνα, με το στήθος πεταγμένο εμπρός σαν ψωμοκάρβελο, κατασκονισμένοι από τους κρυψώνες, καταϊδρωμένοι και ασθματικοί από τον δρόμο, έρχονταν εμπρός, κάτω από τα ζεστά χνώτα και το φτερνοκόπημα των αλόγων. Του παρέδρου ήταν δεμένο το κεφάλι, καταιματωμένα τα λαιμοτράχηλα και το πουκάμισο από την κακή πλακιά ενός στρατιώτη. Ο Μαγουλάς είχε σπασμένο τον αριστερό βραχίονά του από οικτρό πέσιμο, που έπαθε φεύγοντας μέσα στα χωράφια. Ο Χαδούλης είχε χτυπημένο το γόνατό του κι εβάδιζε κουτσαίνοντας. Ο Τρίκας μόλις εσερνόταν από βγάλσιμο του δεξιού ποδιού· και οι άλλοι όλοι εφαίνονταν αφανισμένοι από τον τρόμο και την καταδίωξη, από τα χτυπήματα και τους φοβερισμούς.
     Πίσω από τους άντρες έρχονταν τα γυναικόπαιδα. Η γριά Σταμάτω πρώτη και Αγγελική η Κράπαινα· Βασίλω η Τζούμαινα και η παπαδιά· η Ρούσα και η Χαδούλαινα και άλλες μικρομάννες με τα βυζανιάρικα παιδιά στα ηλιοψημένα στήθη τους. Έπειτα τα όψιμα κορίτσια, η Αννέτα του Μπιρμπίλη και Παναγιώτα η παπαδοπούλα και άλλες πέντε-δέκα με θυμωμένο και αντρίκειο βάδισμα. Και κατόπιν, ανάμεσά τους χωμένα, στριμωγμένα σαν τ’ αρνάκια στις προβατίνες, παιδιά μικρά-μεγάλα, σερνικοθήλυκα, με κλαψάρικη και θλιμμένην όψη. Και παραπίσω έρχονταν οι άλογοι κάτοικοι του χωριού, βώδια και άλογα και βουβάλια και γαϊδούρια, παρασυρμένα κι εκείνα στην αγριοπλημμύρα του κατατρεγμού. Και περίγυρα όλου αυτού του ανθρωποσωρού οι έφιπποι χωροφυλάκοι άγρυπνοι και φοβεροί, με τριποδισμό των αλόγων και των σπαθιών τον κλαγγασμό, εθύμιζαν στους ελεύθερους εκείνους τόπους άλλα χρόνια δουλείας και τυραννίας, όταν οι σκληροί πασάδες έσερναν κατόπιν τους σύσπιτα χωριά για θριαμβευτική επίδειξη και παραδειγματισμό των δούλων. Και απορία εγεννιόταν, αν ήταν αυγή ελευθερίας κι ενδόξου μέλλοντος αυτό ή προστυχιά και μικροψυχία ακατονόμαστη.
     – Εδώ τους έχω! Είπε δείχνοντάς τους στον Ντεμίς αγά ο μοίραρχος.
     Αλλ’ εκείνος χωρίς να δώση απάντηση έρριξε τα μάτια του άγρια στους χωριάτες, σαν να ήθελε να τους αποσβολώση μόνον με τα βλέμματα. Το αίμα τυραννικό εχόχλασε μέσα του στην όψη των ταπεινών εκείνων δούλων και όρεξη αισθανόταν να σηκωθή και να μαδήση τα μαλλόγενά τους· να χύση με τα νύχια τα μάτια, να ξεσκλίση τις μάρκες τους· μύτες και αυτιά να τους κόψη· να τους κρεμάση στα περίγυρα δέντρα τ’ ανάσκελα κι εκεί να τους αφήση, ώστε να παραδώσουν την ψυχή βρωμερή στον Πλάστη τους!... Αλλ’ επεριορίσθηκε μόνον στεναγμούς να βγάλη, ικανούς με το σύφλογό τους να πυρπολήσουν τη φύση. Το καταχτητικό θηρίο μέσα του εφρύμαζε και εβογγούσε μ’ αιματοστάλαχτη λύσσα, αδάμαστο και ανήλεο. Πώς να τα κάμη όλ’ αυτά, που δεν είχε κανένα δικαίωμα πλέον! Έφυγαν οι χρόνοι οι καλοί, που ο αφέντης και ο επιστάτης ώριζαν όχι μόνον την περιουσία, αλλά και τη ζωή των κολλίγων τους! Τότε όχι να κάψουν, όχι ν’ αντιμιλήσουν, αλλ’ ούτε να βήξουν ετολμούσαν εμπρός στον αγά. Τώρα εσηκώθηκαν τα ποδάρια και χτυπούν το κεφάλι! Ο Σουλτάνος, άστοργος πατέρας, επαρέδωκε μεγαλόδωρος τη γη στους απίστους και μαζί μ’ αυτούς επαρέδωκε τους μπέηδες και τους αγάδες στη διάκριση και τον χλευασμό των μισητών δούλων. Κι εκείνοι δεν έχουν δικαίωμα τίποτε να τους κάμουν! Να τους πάγουν στα δικαστήρια! Να ζητήσουν ικανοποίηση! Τι την ήθελε την ικανοποίηση και τα δικαστήρια ο Ντεμίς αγάς, αφού δεν ημπορούσε να τιμωρήση με τα χέρια τους δούλους του!
     – Σιχτρίρ! εψιθύρισε ρίχνοντας βλέμματ’ αποστροφής και περιφρονήσεως σε όλους περίγυρα τους χωριάτες και τον αρχηγό και τον ανακριτή και τον μοίραρχο, σαν να έφτυνε κατάμουτρα όλου του φιλελευθέρου συστήματος της Ελλάδας.
      Αλλ’ ο ανακριτής είχε τώρα εμπρός του χεροδεμένους τους χωριάτες και άρχισε την ανάκρισή του. Ανάκρινε πρώτα τον Παπαρρίζο, έπειτα τον πάρεδρο κι έπειτα όλους τους άλλους στη σειρά. Έπειτ’ άρχισε και την ανάκριση των γυναικών, από τις γερόντισσες στις νεώτερες. Όλοι όμως, άντρες και γυναίκες, ήσαν σύμφωνοι για την πυρκαϊά. Πρώτος αίτιος ήταν ο βρυκόλακας, που δεν ήθελε να καθίση κλεισμένος στο ερμόσπιτο, αλλ’ επίμενε να έβγη έξω και να τους πιη το αίμα. Φυσικά οι χωριάτες δεν ημπορούσαν να τον αφήσουν. Με τη συμβουλή του ζητιάνου άναψαν περίγυρα φωτιές να τον εμποδίσουν. Αλλ’ εκείνος επρόβαλε στο παραθύρι κι ήθελε σώνει και καλά να πηδήση κάτω. Κι είχεν ένα πρόσωπο! Παναγία μου! Τι πρόσωπο! Τα μάτια του επέταγαν κάτι σπίθες, που εθάμπωναν όλη τη λάμψη της φωτιάς κι εμέστωναν τον αέρα περίγυρα από την πύρη! Έξω από το στόμα του έβγαιναν κάτι δόντια! Τόσα δα· μια οργυιά μεγάλα και γυριστά σαν δρεπάνια! Έτσι έκαναν μια κι έσχιζαν σαν πριόνια το παραθυρόφυλλο! Το στήθος του ήταν όλο δασωμένο από τις τρίχες· κάτι αγριότριχες ορθές και σουβλερές σαν τ’ αγκάθια του σκαντζόχερα! Το κεφάλι του ήταν τυλιγμένο σε κάτι μαλλιά, σαν τουλούπες, κατσαρά και κατακόκκινα· τόσο κόκκινα σαν να ήταν βουτημένα στο αίμα των θυμάτων του! Και τα νύχια των ποδοχερών του, όταν ανέβηκεν ολόκορμος στο παραθύρι, εσγάρλιζαν τα σανίδια και τα ξέσκλιζαν με τέτοιο θόρυβο, που έλεγες πως έφθασεν η συντέλεια του κόσμου!
     – Μα τον είδες εσύ; ερώτησεν ο ανακριτής τον Παπαρρίζο γελώντας για τη φρίκη του.
     – Tον είδα λέει; Σαν με βλέπεις και σε βλέπω!
     – Καλά ο βρυκόλακας· αμ το κονάκι;
     – Το κονάκι; αποκρίθηκαν όλοι με μιας. Ο βρυκόλακας έκαψε το κονάκι.
     Βέβαια ο βρυκόλακας. Αφού είδαν οι χωριάτες πως δεν ημπορούσαν αλλοιώς να τον περιορίσουν, έρριξαν δαυλιά να τον κάψουν. Αλλ’ αντί ν’ανάψη το ερμόσπιτο, άναψε το κονάκι. Ο βρυκόλακας για να τους εκδικηθή –επειδή μαθές ήξερε πως δεν τα είχαν καλά με τον αφέντη– έκαψε το κονάκι. Όλος, σου λέει, ο κόσμος θα πιστέψη πως το έκαψαν εκείνοι. Και μάρτυς τους ο Θεός, πως εκείνοι κακό δεν θέλουν ποτέ του αφεντός· ούτε θέλουν να φύγουν από τα χέρια του! Εκεί θα μείνουν, όπως οι γονείς και οι πάπποι τους, δούλοι ταπεινοί και αφοσιωμένοι στον αιώνα! Τι παράπονο μπορεί να έχουν αυτοί από τον αγά τους, αφού περνούν καλύτερ’ από κάθε άλλον!...
     – Οι δικηόροι μάς σήκωσαν τον νου· εμείς τον αγά μας τον σεβοπροσκυνούμε σαν τον άγιο! είπε πρώτος ο Παπαρρίζος κάνοντας βαθύ χαιρετισμό εμπρός στον Ντεμίς αγά.
     – Εμείς λευτεριά δε θέλουμε· ο αφέντης μας να είνε καλά· εφώναξαν κι οι άλλοι, άντρες και γυναίκες μονόγνωμοι.
     Ο ανακριτής εγύρισε και είδε κατάμματα τους συντρόφους του.
     – Τους ξέρω εγώ· εξανάειπε χαμογελώντας· ξέρεις τι ζωντόβολα είνε αυτοί οι χωριάτες!... Τους ξέρω εγώ· τους εμελέτησα καλά, χρόνια τώρα!...
     Αλλ’ εκείνη την ώρα νέο πρόσωπο εφάνηκε στη σκηνή. Ο μοίραρχος είχεν αφήση έξω μερικούς στρατιώτες να ψαχουλέψουν ακόμη, μήπως συλλάβουν και άλλους ενόχους. Έδωκεν αυστηρή διαταγή να περιπολούν σε μιλίων έκταση περίγυρα και όποιον απαντήσουν, Καραγκούνη είτε άλλον διαβάτη, όποιος δήποτε και αν ήταν, απ’ όπου δήποτε και αν έρχεται, να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στην ανάκριση. Και τώρα δύο στρατιώτες έφεραν εκεί έναν εξηνταχρονίτη γέροντα με το γαϊδουράκι του. Αλλά δεν έμοιαζε καθόλου για χωριάτης αυτός. Το εμαρτυρούσε πρώτη η φορεσιά του. Είχε ντρίλινο πανταλόνι χιλιοζαρωμένο και σακκάκι ριγωτό και πουκάμισο διάνινο, μ’ ένα μαντήλι γεροντίστικο στον λαιμό, με πηλήκιο ναυτικό στο κεφάλι. Απ’ όλα του εφανερωνόταν ο γέροντας πως ήταν καραβοτσακισμένος θαλασσινός. Είχεν όλη την υγεία και όλη την ταλαιπωρία του ναυτικού επάνω του. Ψηλός, λεβεντόκορμος, με ώμους πλατείς και καμαρωτούς· με τη μέση στέρεη σαν το γόμφωμα της κλάπας, που σιδερένια κρατεί επάνω και κάτω τα εξαρτήματα· με χέρια ζερβόδεξα ριχμένα, συμμαζεμένα λίγο στην ανάπαψη· τα βήματ’ ανοιχτά· τα πόδια στέρεα σαν μαρμαροκολώνα· επρόδινε σώμα θαλασσοδαρμένο και ηλιοψημένο, που επήρε πλέον τη σκληρότητα και το μέστωμα του χάλυβα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του τραχύτατα, γερά, με ψαρά γένεια και μουστάκια, με τα μάτια καστανά, το μέτωπο σύζαρο και αυστηρό, έδειχναν πάντα πως τίποτε άλλο δεν εφρόντιζε παρά πώς να διακρίνη μέσ’ από την πυκνήν ομίχλη ποθητόν λιμένα για ν’ ασφαλίση το καράβι του. Και ο γλάρος ακόμη να τον έβλεπε, αμέσως θα τον εγνώριζε για σύντροφό του. Αλλ’ ο ανακριτής ήθελε σώνει και καλά να βάλη και αυτόν στην ανάκριση.
     – Πώς λέγεσαι; τον ερώτησε με αυστηρή φωνή.
     – Χατζής Μπάκας· αποκρίθηκεν ο γέροντας βγάζοντας με σεβασμό το πηλήκιο.
     Αλλ’ ο σωρός των Καραγκούνηδων εσείσθηκεν αμέσως με σούσουρο, όπως σωρός ξερών φύλλων, όταν έρχετ’ εξαφνικό φύσημα ανέμου, κι εστύλωσεν ψαχουλευτικά τα μάτια επάνω του. Δεν την άκουαν, όχι, για πρώτη φορά τώρα την φωνήν εκείνη! Όσο και αν ήταν αλλαγμένη, είχεν όμως κάτι το κλαψάρικο και το ταπεινό μέσα της.
     – Ο ζητιάνος, λιέω! εψιθύρισε δειλά στ’ αυτί του Παπαρρίζου ο πάρεδρος.
     – Ο ζητιάνος· είπε και ο Μαγουλάς στ’αυτί του Τρίκα.
     Κι ένας με τον άλλον, από τους άντρες στις γυναίκες, εψιθύρισαν όλοι τ’ όνομα του Τζιριτόκωστα μ’ έκφραση μίσους και τρόμου κι εκόλλησαν περισσότερον υποψιασμένα τα μάτια επάνω του. Αλλά δεν άργησαν ν’ αρχίσουν τις αντιλογίες και τις αμφιβολίες τους. Έξω από τη φωνή, τίποτε άλλο δεν είχεν ο γέροντας που να μοιάζη του ζητιάνου. Ούτε τα φορέματά του ήσαν ίδια, ούτε τα γένεια, ούτε τουλάχιστον το γαϊδουράκι του! Εκείνο το εθυμούνταν όλοι· ήταν καράτικο. Ενώ αυτό ήταν ποδαλό και αστεράτο. Είχε κορδόνι από άσπρες τρίχες στον λαιμό και άλλες εμπρός στο μέτωπο και κάτω στα πουλάκια και στα γόνατα και στα καπούλια ακόμη. Α μπα! Δεν ημπορούσε να είνε ο ζητιάνος!...
     Και αληθινα ο Τζιριτόκωστας δεν ήταν πλέον ο ζητιάνος. Όταν είδε πως έπιασε το κονάκι φωτιά, τρομασμένος κι εκείνος, όπως οι χωριάτες, έφυγε μακράν να κρυφθή. Αλλά δεν ηθέλησε να τους ακολουθήση στους κρυψώνες τους. Ήταν πιθανόν να συνέρθουν αργότερ’ από την έκπληξη, να συλλογισθούν πως αυτός ήταν ο κύριος αίτιος όλης της καταστροφής και να θελήσουν με ξυλοκοπήματα, είτε και με φόνο, να εκδικηθούν το κακό που έπαθαν. Μόνος έφυγε κι εχώθηκε στην πατουλιά, που είχε και τα πράγματά του. Κι εκεί ξαπλωμένος τ’ ανάσκελα, άρχισε να συλλογίζεται τη θέση του. Ε, μα το παράκαμε· αληθινά το παράκαμε κι αυτός! Τι διάβολο ήθελε να φθάση έως εκεί την εκδίκησή του! Τι τον έμελε να εκπλήξη παραπάνω τους Καραγκούνηδες! Τη δουλειά την έκαμε καλά ως σήμερα. Μακάρι να εύρισκε και στ’ άλλα χωριά τόση κουταμάρα και τόσην εσοδειά. Τα σακκούλια του ήταν γεμάτα· το μπαστούνι του παραστοιβασμένο. Τι άλλο ήθελε;
     Τώρα η μετάνοια ήρθεν αυτόκλητη στο πνεύμα του και άρχισε να τον τυραννή. Δεν τον έμελεν, όχι, γιατί έγινεν αίτιος τόσης καταστροφής, είτε γιατί θα εχαραχτηρίζονταν αύριο υπεύθυνοι οι χωριάτες και θα υπόφεραν τα μύρια εξ αιτίας του. Για ξένες περιουσίες και για ξένα τομάρια δεν έδινε λεφτόν ο Τζιριτόκωστας. Ό,τι τον εβασάνιζεν ήταν η σκέψις πώς θα κατώρθωνε να φύγη από εκεί και να εξακολουθήση ανενόχλητος το ζητιάνικό του έργο. Ήξευρε πως η όψις της πυρκαϊάς θα εσυγκέντρωνε κόσμο και στρατιώτες εκεί· εφοβόταν πως η ανάκρισις ημπορούσε να περιλάβη και αυτόν στην ανιχνευτική της ενέργεια. Εσκέφθηκε λοιπόν αμέσως να φύγη απ’ εκεί. Ήταν το φρονιμώτερο, που είχε να κάμη. Αλλά πού να πάγη; Τι δρόμο να πάρη τέτοια ώρα; Τον τόπο καλά δεν τον ήξευρε. Άλλη φορά δεν είχε ταξιδέψη σ’ εκείνα τα μέρη. Ημπορούσε να γυρίζη όλη τη νύχτα και την αυγή να ξημερωθή πάλιν εμπρός στον κρυψώνα του.
     – Διάβολε! εψιθύρισε· κάπως σκούρα τα πράγματα!...
     Και για πρώτη φορά στη ζωή του έρριξε το κεφάλι στο χέρι με στενοχώρια ο Τζιριτόκωστας κι έμεινε συλλογισμένος. Αλλ’ έξαφνα εχτύπησε με την παλάμη το μετωπό του πεισματικά.
     – Κουρκούτη έγινε τ’ αναθεματισμένο!... είπε με αυταρεσκείας χαμόγελο.
     Βέβαια, Κουρκούτη έγινε το μυαλό του, αφού δεν εθυμήθηκε πως τόσα και τόσα μέσα είχεν ακόμη στη διάθεσή του για ν’ απατά τον κουτόκοσμο! Πρώτ’ απ’ όλα έπρεπε ν’ αλλάξη τη φορεσιά του. Μέσα στα σακκούλια του, στον πάτο βαθιά, είχε την ευρωπαϊκή αλλαξά, που τον έκαναν αμέσως άλλον άνθρωπο. Την έβαζεν εκείνη, όταν έμπαινε σε πολιτείες. Εκεί κατοικούν ανεπτυγμένοι άνθρωποι. Συχαίνονται και δυσπιστούν εμπρός στον παλιοτσολιά· δεν αγριεύουν όμως στους φραγκοφορεμένους. Βρίσκονται τόσο κοντά στον άστατο τροχό της τύχης, ώστε πιστεύουν ευκολώτερα να καταντήση ο εκατομμυριούχος πεντάφτωχος, παρά παλιοχωριάτης άξιος ελεημοσύνης. Διαφορετικός κόσμος βλέπεις! Ο Τζιριτόκωστας είχε γνωρίση πολλούς, που δεν εσυγκινούνταν στα συχωρολόγια· και όμως εγίνονταν τρυφερόκαρδοι εμπρός στη διήγηση μιας πυρκαϊάς και μιας θαλασσοφουρτούνας.
     Ο ζητιάνος εσύρθηκεν αμέσως στα κωλορρίζα της πατουλιάς και ψαχουλεύοντας εξέθαψε την ντρίλινη φορεσιά και το ναυτικό πηλήκιο. Έβγαλε με σπουδή τη φουστανέλλα και τις σκάλτσες του· επέρασε τα φράγκικα. Πάει πλέον· ήταν ναυτικός. Ναυτικός καραβοτσακισμένος!
     – Ας έρθουν τώρα τα ζωντόβολα να με γνωρίσουν! εψιθύρισε χασκογελώντας.
     Άρχισε να συλλογίζεται πώς θα οικονομήση τα πράγματά του. Δεν ημπορούσε βέβαια να τα πάρη μαζί του. Αν του έκαναν έρευνα, θα έμπαιναν όλοι σε πειρασμό. Τι τα θέλει ένας καραβοτσακισμένος τ’ αλλαξίμια; Και προ πάντων αλλαξίμια καραγκούνικα!...
     Ενώ εσυλλογιζόταν έτσι, άκουσε το γαϊδουράκι του να φρυμάζη και ν’ αντιπατή ανήσυχο. Της αυγής το δροσερό αγεράκι άρχισε να εμψυχώνη τα κοιμισμένα μέλη του ζωντανού και να του γαργαλίζη τα φωνητικά όργανα στο σάλπισμα χαράς κι εξεγέρσεως. Από μακράν έφθαναν στ’ αυτιά του συγχισμένα ξεφωνητά και πατήματα και ανθρώπων σαλαλοή. Ήταν οι κάτοικοι των χωριών, που εσυμμαζώνονταν να τρέξουν στο Νυχτερέμι για την πυρκαϊά. Κι εφοβήθηκε μήπως το γαϊδουράκι του αρχίση τώρα το γκάρισμα και κεντήση την περιέργεια κανενός διαβάτη έως το καταφύγιό του. Τι διάβολο ήθελε το γαϊδούρι κρυμμένο μέσα σε μια πατουλιά;
     Ο ζητιάνος εσκέφθηκεν αμέσως και αποφάσισε. Έκρυψεν όλα τα περιττά πράγματά του στα κωλορρίζα, έρριξε το σαμάρι επάνω στο ζω, επήρε το μπαστούνι του κι εβγήκεν έξω από τα κλαδιά. Καιρός δεν του έμενε πλέον να φύγη. Ο τόπος όλος περίγυρα ήταν στο ποδάρι σηκωμένος. Καλύτερα ήταν να μείνη εκεί στο ξέφωτο, να βάλη το γαϊδουράκι του να βόσκη, κι εκείνος να πέση να κοιμηθή ώστε να ιδή το τι θ’ απογίνη στο χωριό. Φόβο δεν είχε πλέον ούτε αυτός ούτε το ζωντανό του.
     – Σαν καλά είμαστε· είπε.
     Και ήσυχος εξαπλώθηκε στον ίσκιο μιας καστανιάς και άρχισε να ροχαλίζη. Οι στρατιώτες όμως, ψαχουλεύοντας για τους Καραγκούνηδες, του εχάλασαν τον ύπνο και σπρώχνοντας τον έφεραν τώρα στον ανακριτή. Κι ενώ οι χωριάτες έκαναν τις παρατηρήσεις και τις αντιλογίες τους, αυτός αδιάφορος εδιηγόταν την ιστορία του, τα παθήματά του, ολόκληρη οδύσσεια της ναυτικής ζωής, της κινδυνεμένης και πολυστέναχτης!
     Ήταν από τη Λειψοκουτάλα κι είχε μπάρκο καλοτάξιδο. Χίλια κοιλά να πης τα έπαιρνεν όλα μέσα. Ήταν αυτός καπετάνιος κι είχε μαζί τα δύο του παιδιά –δύο δράκους, που δεν εδείλιαζε ποτέ το μάτι τους. Έκανε ναύλους καλούς· από τη Μαύρη θάλασσα στη Μαρσίλια και από τη Μαρσίλια στη Μαύρη θάλασσα. Νυχτόημερα τ’ ώργωνε το άκαρπο κύμα. Δεν εξέταζεν αυτός ούτε μελτέμια ούτε Πεντέχτη· δεν ελογάριαζε ούτε βορριά, ούτε νότο. «Σταυρού δέση – σταυρού λύση» δεν είχεν αυτός, όπως οι άλλοι θαλασσινοί. Είχε πλεούμενο γερό και άξιους συντρόφους. Αλλά τι απόχτησε με όλ’ αυτά; Καν τίποτε! Έφτασε μια στιγμή, μία κακή ώρα να του τ’ αρπάξη όλα, κόπους και πλούτη και παιδιά και να τον αφήση έρμον και πεντάφτωχον! Τώρα γυρίζει εδώ κι εκεί σαν πρόστυχος ζητιάνος και περιμένει από τα υστερήματα του κόσμου, από τα ελέη των φτωχών, εκείνων που τόσες φορές αυτός ελέησεν άλλοτε, να ζήση την άθλια και καταφρονεμένη ζωή.
     – Μα τι να κάμω; είπε με δάκρυα στα μάτια· να σκοτωθώ; Να πνιγώ; Της πείνας να ψοφήσω; Όχι· δεν το κάνω! Ο κόσμος θα με περγελάση· η εκκλησία θα με ταπεινώση. Δεν το κάνω· δεν το κάνω ποτέ!...
     Ο γέροντας είχε τόσην ειλικρίνεια στο βλέμμα του, τόση στη φωνή του θλίψη, στο σώμα του περιχυμένη τόσην επισημότητα, που έπρεπε να είνε κανείς άπιστος για να μην πιστέψη και πέτρα να μην συγκινηθή. Οι ακροατές του όλοι, ήσαν κυριευμένοι από οίκτο και τα πρόσωπά τους έδειχναν ζωγραφιστή την αποθάρρυνση και την ψυχοπόνια. Σύμφωνα με τον χαρακτήρα και την ανατροφή του καθένας έκανε διάφορους συλλογισμούς, πάντοτε όμως μελαγχολικούς και πένθιμους.
     – Τι επάγγελμα! Τι επικίνδυνο επάγγελμα!... εξεφώνησεν ο νομάρχης κινώντας το κεφάλι. Αυτοί είνε θηρία· δεν είναι άνθρωποι! Όλο με τ’ άψυχα παλεύουν· με το νερό, με τον αέρα και με τις ξέρες. Πάλεψε όσο θέλεις· τι να τους κάμης; Αν σωθής, εσώθης· αν χαθής, εχάθης· στον αντίπαλο τίποτε δεν κάνεις...
     – Ό,τι κάμης θα είνε μια τρύπα στο νερό· είπε χαριτολογώντας ο ανακριτής.
     – Που θα την βουλώσης εσύ πρώτος· επρόσθεσεν ο μοίραρχος.
     Αλλά και οι ληταρωμένοι χωριάτες έκαναν τις συζητήσεις τους. Τη θάλασσα την εγνώριζαν από μακράν. Δεν είχαν ταξιδέψη ποτέ και τα λόγια του γέροντα επροξενούσαν μεγαλείτερη κατάπληξη στο πνεύμα τους. Εμπρός τους έβλεπαν πέλαγος ανοιχτό, απέραντο, με κύματα σκοτεινά και ουρανό μολυβένιο, της φρίκης και του θορύβου αιώνιον γίγαντα. Έβλεπαν άγριες ακρογιαλιές, στουρναρόπετρες υπερύψηλες, άβλαστες, άδεντρες, με γόμφους και λακκώματα δόλια, στο πουλί και στον άνθρωπον απάτητα, να χάσκουν στο άπειρο προσμένοντας τη βορά τους. Και αντίκρυ καράβι καμαρωτό, να παλεύη απελπιστικά με τα κύματα· να σπρώχνεται ακράτητο στους βράχους· να σκορπά μύρια κομμάτια στη στιγμή. Άκουαν τη φριχτή σύγκρουση· το τριζοκόπημα τ’ απαίσιο των ξύλων, τις φωνές απελπιστικές των ναυτών. Έβλεπαν τώρα τον Τζιριτόκωστα θαλασσοβρεμένο στην άξενη ακρογιαλιά· καταπληγωμένον, πανέρημον, με σταυρωμένα χέρια και μάτια θολά, να κοιτάζη τις ξέρες και το κύμα, που για μια στιγμή τού άρπαξε παιδιά κι έχει του μαζί! Κι έξαφνα ιδέα εγωιστική άστραψε στο πνεύμα τους. Εσύγκριναν τη ζωή του ναύτη με τη δική τους ζωή, την καραγκούνικη, με αυτής της ώρας τη ζωή, τη ληταρωμένη και αβέβαιη για το μέλλον κι ένα ξαλάφρωμα εβγήκεν από τα στήθη τους. Όπως διάβολο και αν ήσαν, πάντα καλύτερα ήσαν από κείνους! Τουλάχιστον εδώ υποφέρεις, αλλά δεν πνίγεσαι!
     – Κι αν πεθάνης πας διαβασμένος! εψιθύρισεν ο Παπαρρίζος.
     – Α, σαν πεθάνω!... είπεν ο Κράπας αδιάφορος.
     Ήθελε να ξαναειπή τη συνηθισμένη του φράση, την ασυνείδητα παραγεμισμένη με όλη την απογοήτευση και την αμφιβολία της βίβλου του Ιώβ. Αλλ’ εσυνήρθεν αμέσως σ’ ένα βλέμμα του παπά κι εχαμήλωσε κάτω το κεφάλι κλωτσώντας με το πόδι του τη γη.
     Ο ανακριτής όμως, δυσκολόπιστος, όπως απαιτεί η θέσις του, ερώτησε με αυστηρή φωνή τον Τζιριτόκωστα, αν είχε πιστοποιητικά.
     – Α, ναι! έκαμεν εκείνος ξεχασμένος δήθεν.
     Είχε και παράειχε. Ημπορούσε να έβγη στο ταξίδι δίχως πιστοποιητικά! Έσυρεν από την τσέπη του γρήγορα ένα έγγραφο, διπλωμένο σε στρατσόχαρτο. Από την πολυκαιρία και τα τόσα χέρια που το επασπάτεψαν, είχε καταντήση κουρέλι. Το ξώφυλλό του ήταν μισοτριμμένο, χωρισμένο σταυρωτά· και το εσωτερικό ξεφτισμένο κι εκείνο, έτοιμο να σκορπίση, σαν φύλλο τέφρας στο πρώτο ανεμοφύσημα. Τα περισσότερα γράμματά του ήσαν σβυσμένα και δυσκολοδιάβαστα· ο τίτλος του καταστρεμμένος· η υπογραφή μισοτριμμένη· μουτζουρωμένη η σφραγίδα. Αλλ’ ο ανακριτής έβαλε πείσμα να διαβάση το πιστοποιητικό και τέλος το κατόρθωσε. Είδε πως ο Χατζής Μπάκας από το χωριό Λειψοκουτάλα, του δήμου Λειψοκουτάλας, της επαρχίας Λειψοκουτάλας, το επάγγελμα πλοίαρχος, κάτοχος ποτέ μπάρκου χιλίων τόνων, άνθρωπος τίμιος, εργατικός, εγκρατής, καλός χριστιανός και καλός φίλος (ανάμεσα στο καλός και το φίλος ήταν μία λέξις που έλεγε «πολιτικός», αλλ’ ήταν σβυσμένη και την επήδησεν ο ανακριτής) έπαθε μέγα συστύχημα και ανεπανόρθωτον· έχασε κατά τη νύκτα του αγίου Νικολάου –φοβερή νύχτα, που την θυμούνται όλοι οι θαλασσινοί– το μπάρκο του, ναυαγισμένο μεταξύ Μπέρκου και Μπερίστας, ανάμεσα σε άγρια κύματα και φοβερούς σκοπέλους.
     – Μπέρκου και Μπερίστας! έκοψε το διάβασμα του ανακριτή ο αρχηγός, ψηλαφώντας το μέτωπό του για να συλλάβη τις ιδέες· κάπου τ’ άκουσα, Μπέρκου και Μπερίστα· νομίζω πως είνε ορεινά χωριά της Ρούμελης.
     – Α, μπα· αντίκρουσεν ατάραχος ο Τζιριτόκωστας· είνε βράχοι της Mαύρης θάλασσας· είνε φόβος και τρόμος των καραβιών εκεί!...
     – Βέβαια, είπεν ο νομάρχης· εγώ εγύρισα στα νιάτα μου όλη τη Ρούμελη· πουθενά δεν άκουσα τέτοια ονόματα.
     – Έχεις φαμίλια, γέροντα; Ερώτησεν απότομα ο αρχηγός.
     – Έχω, καπετάνιε μ’, έχω και παράχω· αποκρίθηκεν εκείνος, πλαγιάζοντας στον δεξιόν ώμο το κεφάλι, για να δώση περισσότερη θλίψη στη στάση του· έχω τη γριά μου.
     – Παιδιά δεν έχεις;
     – Έχω τρία με συμπάθειο.
     Ο αρχηγός εσυγκινήθηκεν· έβαλε το χέρι στην τσέπη και του έδωσε λίγες δεκάρες. Αμέσως η ευσπλαχνία εκυρίεψεν όλον τον σεβαστόν όμιλο.
     – Έλα κι από δω!...
     – Κι αποδώ!...
     Ένας με τον άλλον και ο νομάρχης και ο μοίραρχος και ο ανακριτής, ο πρόξενος και ο Ντεμίς αγάς, όλοι τον έκραξαν κοντά τους και τον ελέησαν.
     – Να, πάρε τα χαρτιά σου και σύρε στο καλό, γέροντά μου· είπεν ο ανακριτής συγκινημένος.
     Αλλ’ ενώ ο Τζιριτόκωστας με αξιοπρέπεια ναυτικού, που η συμπάθεια και η ελεημοσύνη των άλλων τον συγκινούν, αλλά δεν τον ταπεινώνουν, εδίπλωνε το χαρτί του κι ετοιμαζόταν να φύγη, ένας λοχίας επαρουσιάσθηκεν εκεί και ανέφερε πως σε κάποιο σπίτι ανακάλυψαν δύο νεκρούς.
     – Νεκρούς! είπαν όλοι έκπληχτοι.
     – Έκαμαν και φόνους ακόμη! εψιθύρισεν αγριοκοιτάζοντας τους Καραγκούνηδες ο ανακριτής.
     – Ο βρυκόλακας! Είνε ο βρυκόλακας!... έκραξαν ομόγνωμοι εκείνοι.
     – Ποιος βρυκόλακας, βρε ζωντόβολα! αγριοφώναξεν ο μοίραρχος. Ακόμα επιμένετε να μας γελάτε!...
     – Όχι, καπτάνε μ’, είπεν ο Παπαρρίζος χλωμός. Αληθινά· σ’ εκείνο το σπίτι ήταν ο βρυκόλακας.
     Κι έδειξε με κίνημα του κεφαλιού το σπίτι του Βαλαχά. Έστεκεν ολόρθο, απείραχτο εκείνο στη θέση του. Οι Καραγκούνηδες από τον τρόμο τους έρριξαν μακρύτερα τα δαυλιά και κανένα δεν κατώρθωσε να σκαλώση επάνω του. Μόνον τα δαυλιά, που ετίναξε το άτρεμο χέρι του Τζιριτόκωστα, είχαν φθάση στον σκοπό τους. Αλλά κι εκείνα έπεσαν επάνω στη σκεπή και αποκαρβουνώθηκαν χωρίς να μεταδώσουν στα κρύα κεραμίδια τη φωτιά τους.
     Όταν οι στρατιώτες εκατέβασαν από το σπίτι τον Μουτζούρη και τον Βαλαχά, όλος ο ανθρώπινος όμιλος, ανεξαιρέτως κοινωνικής θέσεως και θρησκείας, εκυριεύθησαν από φρίκη και ανησυχία. Ο Μουτζούρης, τυλιγμένος στα κουρέλια του, αλύγιστος, με την ηρεμία του θανάτου παγερή επάνω του, με την τσαγγή αποφορά της νεκρής σάρκας χυμένη τριγύρω του, επροξενούσε θλίψη και σιγή επίσημη. Ο Βαλαχάς όμως επαρουσίαζε το οικτρό θέαμα ανθρώπου, που δεν έχει ακόμη νεκρό το σώμα, αλλά και δεν έχει πλέον το πνεύμα ζωντανό. Το βλέμμα του κατάκρυο, πηχτό, ήταν προσηλωμένο πάντοτε κάπου, σε ορισμένο σημείο και ατένιζε χωρίς να βλέπη καθόλου. Οι προσωπικοί μύες, τα χείλη, τα ματόφυλλά του έπεφταν χλωμά, παραλυμένα, εντελώς ακυβέρνητα από τα νεύρα τους κι έκαναν της ψυχής τον άψεγο καθρέφτη κατάθαμπον και τριμματισμένον και μ’ αηδία περιττόν. Τ’ άκρα του σώματος, τα πόδια λυγισμένα στο γονάτισμα, τα χέρια με τις παλάμες ανοιχτές εμπρός, εδιατηρούσαν ακόμη τη στάση της φρίκης και αποστροφής εκείνη, που έλαβεν ο τελωνοφύλακας, όταν έξαφνα ευρέθηκεν εμπρός στον νεκρό κι εδέχθηκε κατακέφαλα το βαρύ χτύπημα της αρρώστιας του.
     Οι Καραγκούνηδες, τρέμοντας ολόκορμοι, εδιηγήθηκαν στον ανακριτή του Μουτζούρη το φθάσιμο εκεί, τον θάνατό του, το απίθωμά του στο σπίτι εκείνο. Για τον Βαλαχά είπαν μόνον πως ήταν τελωνοφύλακας, πως εφύλαγε πάντα στις εκβολές του Ποταμού. Πώς όμως ευρέθηκεν εκεί και σε τέτοια κατάσταση, κανείς δεν ήξευρε να εξηγήση.
     – Ο βρυκόλακας θα τον έκαμ’ έτσι· εψιθύρισεν ο Παπαρρίζος.
     Βέβαια· το συνηθίζουν αυτό τα κακούργα πνεύματα. Άμα τύχη και τους χαλάση την ησυχία ζωντανό πλάσμα, άνθρωπος είτε χτήνος, και τη φωνή τού παίρνουν και του στρεβλώνουν το σώμα και τον νου. Πόσα και πόσα παραδείγματα δεν έχουμε στον κόσμο! Μόνον τα γίδια φοβούνται. Ίσως γιατί τα γίδια έχουν στη φυσιογνωμία και τα καμώματά τους κάτι, που δείχνει στενή τη συγγένειά τους με τον Οξαποδώ. Ο τελωνοφύλακας, φαίνεται, έφθασεν απαρατήρητος στο σπίτι την ώρα που οι Καραγκούνηδες εστενοχωρούσαν τον βρυκόλακα με τους εξορκισμούς και τις φωνές τους. Κι εκείνος, ερεθισμένος, ερρίχθηκε στον άμοιρο Βαλαχά να εκδικηθή. Πώς όμως δεν τον είδαν αυτοί τον τελωνοφύλακα;
     – Ξέρω κι εγώ!... είπεν ένας στον άλλον με απορία.
     Αλλ’ ο Τζιριτόκωστας, που έμενεν ακόμη παράμερα κι έβλεπε την έκπληξη των άλλων, επλησίασε και τους εξήγησε το πάθημα. Εγνώριζεν αυτός· είχεν ιδή πολλά τέτοια! Καταπληξία έπαθεν ο άνθρωπος. Και το έπαθε από υπερβολικό φόβο. Πολλοί ναυτικοί το παθαίνουν εμπρός σε μεγάλη θαλασσοφουρτούνα. Κι ένα κορίτσι, που χάνει αναγκαστικά την τιμή του, μπορεί να πάθη.
     – Ταμπλάς τον βάρεσε· είπε μ’ επιβλητική φωνή.
     Επλησίασε στον Βαλαχά, τον έσεισεν από τον ώμο δυνατά και τον εβίαζε να κινηθή. Αλλ’ εκείνος έμενε ξύλο ξερό, χωρίς να γυρίζη το βλέμμα, χωρίς να προσέχη σε τίποτε. Ο ζητιάνος όμως επίμενε σώνει και καλά να τον αναγκάση να κινηθή. Κι έξαφνα βαθύ κοκκινάδι εχύθηκε στο κατάχλωμο πρόσωπό του έως τα μάτια κι έδειξε σημάδια ζωηρότητος.
     – Να τος· συνέρχεται! είπε με ανακουφιστικόν στεναγμό ο αρχηγός.
     – Α!... εστέναξαν και οι άλλοι όλοι.
     – Μπα· έκαμεν ο ζητιάνος δυσκολόπιστος. Κάνει πείσματα· το ξέρω ’γώ. Για ιδές· το σώμα του είνε σαν κερί· όπως θέλω το κάνω... Ε, μωρέ πράμμα για...
     Αλλ’ αμέσως έκοψε τα λόγια του, εχαμήλωσε το κεφάλι κι έμεινε συλλογισμένος.
     Ως τόσο το κοντόβραδο άρχισε να πλακώνη. Ο ήλιος έτρεχε γοργός στη δύση του. Απογεματινό αεράκι ερχόταν επάνω από τη θάλασσα και τα χωράφια, τα δάση των καστανιών και των ιτιών, με την άρμη του αφρού και το μοσκοβόλημα των χόρτων μέσα στο χωριό. Αλλ’ ούτε το μέστωμα της ατμοσφαίρας, ούτε τη μυρωδιά της καϊμένης ύλης ήταν ικανό να σκορπίση. Ο καπνός του κονακιού εκαθόταν τώρα σύγνεφο σταχτόμαυρο και βαρύ επάνω στην έκταση όλη, από άκρη σ’ άκρη. Της βλαστήσεως τα πρόσχαρα χρώματα, τα νερά του ποταμού, τα οργωμένα χωράφια, των κοιλάδων τ’ άδυτα και τα ξέφωτα των λόφων, των χωριών τα χτίρια και κάτω των κυμάτων τ’ ανήσυχα νώτα, έβγαζαν μιαν άχνα θαμπή και νεκρήν αναλαμπή, που έλεγες η πλάσις όλη πως ήταν βυθισμένη στο πένθος. Πουλιού ευτυχισμένου κελάδημα δεν αντιλαλούσε πουθενά· δειλό ζωύφιο κανένα δεν επρόβαλλε μέσ’ από τα χόρτα· πετούμενου γοργό φτεροκόπημα δεν ετάραζε τον αιθέρα. Μόνον κάποτε ολότρεμος ίσκιος ιχνογραφούσε ψηλά το εχθρικό πέταγμα του όρνιου και πάλιν έφευγε μακράν, σαν να ετρόμαζε την κακή ενέργεια τέτοιας ατμοσφαίρας· και κάτω από μακρινόν ξέρακα έβγαινε κραυγή άγρια και ξαφνική, του πελαργού η φωνή, σαν να έκραζε στη φύση όλη: «Φυλάξου! Φύγε του ανθρώπου την αδικία και την επιβουλή!».
     Όλα τα ζωντανά περίγυρα, χτήνη, δέντρα και άνθρωποι, έπλεκαν ακυβέρνητα μέσα στην αποθάρρυνση και την ανία. Μέσα τους είχαν κάτι τι ανήσυχο· επίβουλο κάτι επεριπετούσεν ολόγυρά τους· ο εφιάλτης αδάμαστος εκαθόταν στην ψυχή και την ανάγκαζε να ποθή αόριστα και όμως ασυμβίβαστα με τη ζωή και την αποστολή της. Τα χτήνη με τη μύτη ακουμπισμένη στη γη, τ’ αυτιά κάτω ριγμένα, την ουρά αργοκίνητη, βασιλεμένα τα μάτια εφρύμαζαν και αναχαράζονταν κι ετρεμούλιαζαν το σώμα, λες κι επάσχιζαν να διώξουν την ασφυξία που θανατική τα ετριγύριζε. Τα δέντρα, με τα φύλλα κρεμασμένα στα κλωνάρια τους, άψυχα μόλις εκινούνταν με φρικίαση στο λαβρόκαφτο φύσημα. Και οι άνθρωποι, Καραγκούνηδες και στρατιώτες, Τούρκοι και βαθμοφόροι Έλληνες, όλοι με χαύνα πρόσωπα, έδειχναν πως είχαν αποκάμει και συχαθή πλέον την εντολή και τη μοίρα τους.
     – Ουφ!... Θα μείνουμε πολύ ακόμη; ερώτησε βαρύψυχος ο αρχηγός.
     – Α, μπα· να φύγουμε· είπεν ο ανακριτής.
     Δεν είχαν πλέον τίποτε να κάμουν. Το κακούργημα ήταν ολοφάνερο· οι ένοχοι είχαν συλληφθή. Δεν ήθελε ψιλοκοσκίνισμα το πράγμα. Ποιος λίγο-ποιος πολύ, όλοι εργάσθηκαν για το κάψιμο του κονακιού. Αληθινά εφαινόταν ανακατεμένος και κάποιος ζητιάνος· αλλά δεν είχε σημασία. Αν τον εσυλλάβαιναν, καλός ήταν για τον θρίαμβό τους· αλλ’ αφού δεν ευρέθηκε, δεν πειράζει. Τι ημπορούσε να κάμη ένας ζητιάνος; Όσα έλεγαν γι’ αυτόν οι Καραγκούνηδες τα έλεγαν ελπίζοντας πως θα ελαφρώσουν τη θέση τους. Ηύραν ανθρώπους να γελάσουν! Ηύραν εικόνισμα να κάμουν το σταυρό τους! Θα τους έπαιρναν τώρα ληταρωμένους στη Λάρισα και θα τους κάθιζαν στο σκαμνί. Αν δεν ήσαν και τώρα ευχαριστημένοι οι Τούρκοι, θα ειπή πως είνε αγνώμονες, μα τον Θεό! Και οι έξω αλλόθρησκοι, μόλις το μάθουν, πρέπει να θερμοπαρακαλέσουν τον Αλλάχ να τους κάμη γρήγορα Έλληνες υπηκόους! Δεν είν’ έτσι;
     Αποφάσισαν όμως ν’ απολύσουν τις γυναίκες. Εκείνες ακολούθησαν τυφλά τους άντρες τους· δεν έφταιγαν καθόλου. Ερώτησαν τους Τούρκους μήπως είχαν αντιλογία· αλλά παραδόξως κι εκείνοι εσυμφώνησαν. Ήθελαν να πάρουν μαζί τους τον τελωνοφύλακα. Υπάλληλος ήταν· ποιος ηξεύρει από τι καταχρήσεις έσωσε το δημόσιον ταμείον ο ατυχής! Και όμως τώρα που κατάντησεν έτσι να ιδής πως κανένας δεν θα τον συλλογισθή. Να κράτος για να δουλέψης πιστά.
     Υπάλληλοι και αυτοί του κράτους, φαρμακοποτισμένοι από την αχαριστία της πατρίδας, ενόμισαν καθήκον τους να ταλανίσουν την τύχη του συναδέλφου. Αλλά συγχρόνως εσυλλογίσθηκαν πως το αμάξι δεν θα τους χωρέση. Ημπορούσε να τον βάλουν σ’ ένα άλογο των Καραγκούνηδων· αλλ’ αυτό θα ήταν καταναγκασμός. Φτάνει που παίρνουν τους χωριάτες από τα έργα τους· δεν έπρεπε να πάρουν και τα ζώα τους. Δεν ήσαν βασιβουζούκοι να κάνουν ό,τι θέλουν!
     Έξαφνα εσυλλογίσθηκαν το γαϊδουράκι του Τζιριτόκωστα. Άμα τον επλήρωναν καλά, δεν θα εδυσκολευόταν να πάγη έως τη Λάρισα ο καραβοτσακισμένος.
     – Τι λες, γέροντα· πάμε; τον ερώτησεν ο ανακριτής.
     Αλλ’ ο Τζιριτόκωστας δεν αποκρίθηκεν. Έμενεν ακόμη βυθισμένος στους συλλογισμούς του. Το πρόσωπό του άλλαζε χρώμα κι έκφραση κάθε στιγμή. Η φράσις εκείνη, που μόλις κατώρθωσε να κρατήση στα χείλη του, έκρυβεν ολόκληρη τη σκοτεινή σκέψη, που εδαιμόνιζε το πνεύμα του. Η κατάστασις του Βαλαχά είχε κεντήση πολύ τα ζητιανικά ένστικτα του Τζιριτόκωστα. Ε, μωρέ πράμμα για ζητιανιά!... Ας κατώρθωνε να τον πάρη μαζί του ένα και μόνον μήνα κι έβλεπες πώς θα έκανε καλά την τύχη του. Τα μέλη του τελωνοφύλακα ήσαν ευκολόπλαστα σαν κέρινα. Κάθε στιγμή θα τους άλλαζε τη θέση. Κάθε ημέρα θα τους έδινε νέο σχήμα και νέα έκφραση στο πρόσωπό του. Εμπρός σ’ εκείνον μούτζες νάχουν όλα τα παραλλάγματα του κόσμου. Θα τον έβλεπαν οι άνθρωποι και θα ερράγιζε η καρδιά τους. Αμέσως ο Μουτζούρης θα εύρισκεν αντικαταστάτη. Και αντικαταστάτη πλέον επιτήδειο και περισσότερον ακίνδυνο, μα το Θεό!
     Αλλά πώς να τον βάλη στο χέρι;...
     – Ε, γέροντα, τι λες; εξαναρώτησεν ο ανακριτής, κουνώντας από τον ώμο τον Τζιριτόκωστα.
     – Α, ναι... μακάρι! εψιθύρισεν εκείνος αφαιρεμένος.
     – Έλα, πάρ’ τονε· κάμε γρήγορα να φεύγουμε...
     Ο ζητιάνος εσυνήρθε κι εκοίταξε με απορία τον όμιλο. Υποψία φριχτή επέρασε στον νου και του έδεσεν αμέσως τη γλώσσα. Βέβαια ο ανακριτής εμάντεψε τη σκέψη του και του παράδινε τον τελωνοφύλακα για να τον αναγκάση να εκτεθή ακόμη περισσότερο. Αλλ’ ο Τζιριτόκωστας δεν ήταν από κείνους, που έτσι εύκολα προδίδονται. Αμέσως έχυσε στο πρόσωπό του άφθονη την αφηρημάδα και την ταπείνωση και χαμηλοθώρης εψιθύρισε με κλαψάρικη φωνή:
     – Άφσε με, άρχοντά μου, και μη με πειράζης. Τι να τον κάμω εγώ τον άρρωστο!...
     – Να τον πας στη Λάρισα· θα πληρωθής καλά, μη φοβείσαι· είπεν ο ανακριτής.
     Ο Τζιριτόκωστας ενόησε τώρα. Εσήκωσε πρόθυμος τον Βαλαχά, τον εκαλοκάθισε στο σαμάρι του μονόπλευρα, τον έδεσε με τα σχοινιά να μην πέση. Έπειτα, δήθεν αστειευόμενος, εστρέβλωσε τα πόδια του εμπρός, εγύρισε το ένα χέρι επάνω στο κεφάλι του, άπλωσε το άλλο με γουβωτή παλάμη και με χασκογέλασμα.
     – Να ο νεραϊδοπαρμένος! είπεν επιδειχτικά. Να τον είχε κανείς Κραβαρίτης, τι παρά θα μάζωνε!...
     Εγέλασαν δυνατά όλοι με την εξυπνάδα του ζητιάνου. Αληθινά πρώτοι εκείνοι θα τον ελεούσαν. Μωρέ, αυτός είνε θαλασσινός από κείνους που εβούλωσαν τον διάβολο!...
     Αλλ’ εκείνη τη στιγμή φωνές γοερές ακούσθηκαν στο χωριό κι επάγωσαν τα γέλοια στα χείλη τους. Εμπρός στο χαμόσπιτο του Μαγουλά οι γυναίκες εφώναζαν με σύγχυση και θόρυβο, σαν χήνες που προαισθάνονται τη βροχή. Κι εμπρός απ’ όλες η γριά Σταμάτω ετραβούσε τα μαραμένα μάγουλά της, έδερνε τα στήθη της κι εφώναζεν έξω φρενών:
     – Πωπώ!... Κακό που μας ηύρε· πωπωπώ!...
     Έτρεξαν εκεί όλοι, ο ανακριτής, ο αρχηγός, ο μοίραρχος και οι Τούρκοι ανάκατα. Μόλις όμως έφθασαν στην πόρτα, φριχτό θέαμα τους ανάγκασε να πισωδρομήσουν αθέλητα. Ανάμεσα στο σπίτι, στη θέση που εκρεμόταν πριν η μαλάθα του ψωμιού, η Κρουστάλλω, του Μαγουλά η γυναίκα, εκρεμόταν άψυχη με το σχοινί στο λαιμό. Οι σκόνες του Τζιριτόκωστα, παρμένες ασυλλόγιστα, ωδήγησαν τη χωριάτισσα στο φριχτό τέλος της. Η Κρουστάλλω, έπειτ’ από την ανάκριση έφυγεν απαρατήρητη κι εκλείσθηκε πάλι στο σπίτι της. Της βρίζας η ενέργεια εγινόταν από στιγμή σε στιγμή ισχυρότερη· τα συμπτώματα έρχονταν πλέον φοβερά και ακράτητα. Οι σπίθες κατάντησαν αμέτρητες και κουραστικές εμπρός στα μάτια της. Το σπίτι ολόκληρο έμοιαζε πύρινο καμίνι, ερεθισμένο από χίλια φυσερά. Η βουή των αυτιών της αγριώτερη και πλέον ενοχλητική κι επίμονη κατέβαινε στις αισθήσεις της. Οι πόνοι του κορμιού, των σκελών και του κεφαλιού τα τριβελίσματα, του δερμάτου η φαγούρα, την έφεραν σε απελπισία. Τρελλή έτρεχεν εδώ κι εκεί, εδερνόταν με τα χέρια της ζερβόδεξα, εκινούσε τα ράθυμα πόδια της· αλλά δεν ημπορούσε ν’ απαλλαγή από τα τόσα δεινά. Κι έξαφνα, σε στιγμή μανίας και απελπισίας μεγάλης, εκατέβασε τη μαλάθα, έκαμε βρόχο το σχοινί, το επέρασε στον λαιμό κι επαραδόθηκε τυφλή στον θάνατο.
     – Χα!... έβγαλεν μόνον από τον στενό λάρυγγά της.
     Και ο απαίσιος ήχος δεν είχε καμμία διαφορά με τον άλλον εκείνον, που έβγαλεν όταν επήρε τις σκόνες του ζητιάνου. Είχε την ίδια έκφραση της απολαύσεως και της χαράς.
     Τώρα η μαλάθα ήταν απιστομισμένη μακράν με τα μαύρα ξεροκόμματα του ψωμιού έξω χυμένα, θλιβερό σύμβολο της χωριάτικης ζωής, που με τόσην αγανάχτηση και αηδία εκλώτσησεν η Κρουστάλλω. Τα χέρια της σταυρωμένα ζερβόδεξα στο στήθος, με τα δάχτυλα συμμαζωμένα σφιχτά στις χούφτες, εμαρτυρούσαν την αλύγιστη απόφαση, που έλαβε για τον θάνατο. Ο βρόχος, περασμένος καλά στον λαιμό, έφερε γρηγορώτερα το τέλος. Με πρόσωπο πρησμένο και κατάχλωμο· με γλώσσα μελανιασμένη έξω από το στόμα· τους μυς όλους διαστρεμμένους άγρια και με μάτια ορθάνοιχτα, φριχτά πεταγμένα έξω από τις κόχες τους, εκοίταζε το έδαφος, το χώμα, που θα φάγη ανήλεο το σώμα της με μίσος και θανάσιμο φοβέρισμα. Και κοντά στα ξυλιασμένα πόδια της νεκρής η Ασημώ, ακόμη τρομασμένη από τα παράδοξα θεάματα, έσκουζε κι ετραβούσε κάτω τα φουστάνια της κι ίσως ετάχυνεν αθέλητα τον θάνατο της μάννας της.
     – Τι τόπος!... εψιθύρισεν ο νομάρχης με φρίκη.
     – Να φύγουμε· είπεν ο αρχηγός.
     Ο Τζιριτόκωστας όμως, με τον ελεεινό σύντροφό του, είχε φύγει απαρατήρητος από το Νυχτερέμι. Όταν εμάκρυνεν αρκετά, εστάθηκε μια στιγμή συλλογισμένος και αναποφάσιστος. Γύρω του εβασίλευεν ερημία και σιωπή. Στον κάμπο κάτω οι καπνοί του κονακιού ανέβαιναν ακόμη και απλώνονταν μαύροι και βαρείς. Του ήλιου οι αχτίνες μόλις κατώρθωναν να βάψουν χρυσοκόκκινα τα πλατειά νώτα τους και η αναλαμπή ετιναζόταν πέρα, στις κορφές των βουνών και τα φυλλώματα των δένδρων και στ’ ουρανού τα γαλανά κύματα, λες κι ήθελε να ζωγραφίση ονειροφάνταστη στον αέρα την άγρια πραγματικότητα της γης. Πίσω η κοιλάδα των Τεμπών, με την αντρειωμένη βλάστηση, τις καταπράσινες σπηλιές και τον ήσυχο ποταμό, σκοτεινή έχασκε μ’ έκφραση μακαριότητος κι εμπιστοσύνης ακλόνητης. Ο ζητιάνος το αποφάσισεν αμέσως. Αντί να περάση τη γέφυρα και να πάρη τον αμαξιτό δρόμο, που γρήγορα θα έπαιρναν οι Αρχές, εσκέφθηκε να χωθή με τον σύντροφό του εκεί σε μία κρυψώνα. Άμα επροσπερνούσαν εκείνοι, έπιανεν άλλον δρόμο αυτός. Και τότε τ’ όνειρό του επιτύχαινε. Θα είχεν όχι μήνα, αλλ’ όσον ήθελε τον αντικαταστάτη του Μουτζούρη!...
     – Έτσι· είπε σαν ν’ απαντούσε σε καμμία εσωτερική του ερώτηση.
     Και γοργός εκέντησε το γαϊδουράκι του να χωθή εκεί. Μόλις όμως έκαμε λίγα βήματα, τριποδισμός αλόγων και κύλημα τροχών ακούσθηκε. Ο Τζιριτόκωστας κατατρομαγμένος εχώθηκε στα πρώτα φυλλώματα της κοιλάδας. Η άμαξα μέσα σε σύγνεφο σκόνης επέρασε τη γέφυρα κι επήρε τον αντικρυνό δρόμο στις ρίζες του Κισσάβου. Ήταν μέσα οι Τούρκοι, ο αρχηγός, ο νομάρχης και ο ανακριτής. Πίσω επήγαινε τριποδίζοντας το άλογό του ο μοίραρχος. Και πάρα πίσω ληταρωμένοι, ελεεινοί, εβάδιζαν οι Καραγκούνηδες όλοι: ο Παπαρρίζος και ο πάρεδρος, ο Μαγουλάς και ο Τρίκας και λοιποί με απάθεια θαυμαστή στο πρόσωπο, σαν να επήγαιναν στο πεπρωμένον. Και πάρα πίσω, με κλαγγή σπαθιών και τριποδισμό αλόγων, οι στρατιώτες ακολουθούσαν βιαστικοί με τη βάναυση αδιαφορία τους.
     Ο Τζιριτόκωστας εσήκωσε το κεφάλι μέσ’ από τα φυλλώματα κι εκοίταζε ζερβόδεξα, εμπρός τη μεγάλη και πολυφάνταχτη συνοδεία και κάτω το κατακαπνισμένο χωριό· και χασκογέλασμα ετάραξε τα χείλη του.
     – Μωρέ, κοσμάκης!... είπε κουνώντας το κεφάλι.
     Και δεν ήθελεν ούτε αυτός να ορίση, αν το έλεγε για εκείνους, που επήγαιναν εμπρός στον θρίαμβο, είτε για εκείνους που έμεναν πίσω στην απελπισία και την αποχτήνωση.
     Ο Τζιριτόκωστας, ήσυχος τώρα, επροχώρησε βαθύτερα. Είχεν εξασφαλίση το παράλλαγμα και δεν εσυλλογιζόταν πλέον παρά νέο ταξίδι και νέα τρόπαια. Τα κλαριά των πλατάνων μ’ ένα φύσημα του ανέμου έρριξαν καταπέτασμα πράσινο και πυκνό πίσω του, λες κι εφρόντιζαν να τον ασφαλίσουν από κάθε κυνήγημα. Η κοιλάδα πρόθυμη εδέχθηκε τον ζητιάνο στους υγρούς και μαλθακούς κρυψώνες της, όπως δέχεται τόσα κακούργα ερπετά και παράσιτα.
     Ο άνθρωπος πολλές φορές δεν βρίσκει της υπάρξεώς τους τον σκοπό. Και όμως τα κρατεί στους κόρφους της η Φύσις, θεότης αδιάφορη, ανεπηρέαστη, ίση δείχνοντας αγάπη και στου Κάη τους καρπούς και στα πρωτοτόκια του Άβελ.

(από το O ζητιάνος, Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα 2006)