Σα μια τοιχογραφία μοιάζω αμνημόνευτη
σ’ ενός λατινικού ναού τα βάθη.
Κάποιου φλωρεντινού τεχνίτη θά’ τανε,
για τούτο κάποια λάμψη ακόμα μένει...
Κάποιου φλωρεντινού τεχνίτη θά’ τανε
που τους ξανθούς εφήβους θ’ αγαπούσε.
μιαν ώρα πυρετού θε να σχεδιάστηκε,
για τούτο ηδονική είναι η έκφρασή της.
το πρόσωπο λευκό, γλυκό ως το πρόσωπο
παθητικού ερωμένου με φεγγάρι.
τα μάτια έχουν μια μέθη ως να τα λίγωσε
το άρωμα ενός μπουκέτου από βιολέτες.
Τα χείλη, ατόφια λάκα, ως να μαρτύρησαν
σκληρά απ’ τη βία φιλιών ευωδιασμένων.
Η κόμη –θημωνιά σε δύση ολόχρυση–
σαν από χάδια εράσμια ταραγμένη.
Τώρα είναι χρόνια πια που λησμονήθηκε
και πέφτει της το χρώμα λέπια-λέπια,
τα μάτια όμως ακόμα που απομένουνε
δείχνουνε τη χρυσή, σβησμένη ακμή της.
κι εκεί που τα θωρείς, γλυκά κι ασάλευτα,
μέσα στη σιωπηλή εγκατάλειψή τους,
ωραία, για τη μοιραία φθορά τους, άξαφνα,
μαντεύεις μια βροχή μενεξεδένια...
Σα μια τοιχογραφία μοιάζω αμνημόνευτη
σ’ ενός λατινικού ναού τα βάθη.
Κάποιου φλωρεντινού τεχνίτη θα ’τανε,
για τούτο κάποια λάμψη ακόμα μένει...