Οι ευτυχείς την φύσιν βεβηλούσι.
Της λύπης είναι τέμενος η γη.
Aγνώστου πόνου δάκρυ στάζει η αυγή·
αι ορφαναί εσπέραι αι χλωμαί πενθούσι·
και ψάλλει θλιβερά η εκλεκτή ψυχή.
Aκούω στεναγμούς εν τοις ζεφύροις.
Βλέπω παράπονον επί των ίων.
Aισθάνομαι του ρόδου αλγεινόν τον βίον·
μυστηριώδους λύπης τους λειμώνας πλήρεις·
κ’ εντός του δάσους του πυκνού λυγμός ηχεί.
Τους ευτυχείς οι άνθρωποι τιμώσι.
Και τους υμνούσι ψευδοποιηταί.
Aι πύλαι, πλην, της φύσεως είναι κλεισταί
εις όσους αδιάφοροι, σκληροί γελώσι,
γελώσι ξένοι εν πατρίδι δυστυχεί.
Ώραι Mελαγχολίας
(από τα Αποκηρυγμένα Ποιήματα και μεταφράσεις (1886-1898), Ίκαρος 1983)