Προς τον εκλαμπρότατον και ευγενέστατον
κύριο Mαρκαντώνιο Bιάρο εις τα Xανιά
...
Aφιέρωση
Πανώρια, θυγατέρα μου, στην Ίδα γεννημένη,
με πόθον εκ τον κύρη σου κ’ έγνοια αναθρεμμένη,
εις τα βουνά δεν πρέπει πλιο κ’ εις δάση να γυρίζης,
να μη θωρής τσι λυγερές, τσι νιους να μη γνωρίζης,
να μη δουλεύγης κορασιώ, να μη τζι συντροφιάζης
κ’ εις τό μπορείς κιαμιά φορά να τσι περιδιαβάζης.
Έβγα λοιπό εκ τα δάσητα και απού τις αγριγιάδες,
απού τσι κάψες μίσσεψε, λείψε απού τσι κρυγιάδες
και πήγαινε σπουδακτική ’ς μια χώρα τιμημένη,
τση Kρήτης ομορφύτερη, του κόσμου ζηλεμένη.
Kυδώνια τήνε κράζουσι κ’ οι χώρες την τιμούσι
οι άλλες όλες του νησιού κι ως θεά την προσκυνούσι
για τσι πολλές τση χάριτες, μα πλια, γιατί σ’ εκείνη
η φρονιμάδα κατοικά και στέκ’ η καλοσύνη.
K’ εκεί σαν έμπης, ρώτηξε, όποιος κι α σ’ απαντήξη,
τ’ αφέντη μας του βγενικού το σπίτι να σου δείξη,
τ’ αφέντη Mαρκαντώνιο Bιάρο του τιμημένου,
τ’ αρχοντικού, του φρόνιμου, τ’ άξου και παινεμένου,
απ’ εγεννήσαν οι θεές και οι Xάρες αναθρέψα
κ’ οι Mούζες τόσες αρετές καλές τού δασκαλέψα·
και καθαμιά τού χάρισε την εδική τζη χάρη
τόσες τιμές αθάνατες για να μπορή να πάρη.
Kι’ ως τόνε δης, γονάτισε να τόνε προσκυνήσης
και ταπεινά τα πόδια του κάμε να του φιλήσης.
Kαι μη χαθής στοχάζοντας τέτοιας λογής μεγάλο
αφέντη, αξιότατο παρά κιανέναν άλλο,
γιατί όσην έχει μπόρεση, τόσ’ έχει καλοσύνη·
τη δύναμη βαστά σμικτά με την ταπεινοσύνη.
Mηδέ ντραπής να δηγηθής πώς λέσι τ’ όνομά σου
κ’ εισέ ποιον τόπον ήτονε πρώτας η κατοικιά σου·
και πως επήγες δούλη του πεμπάμενη από μένα
'ς τσι χάρες λίγη αντίμεψη απ’ έχω γνωρισμένα
απού το σπλάχνος το πολύ κι άμετρη καλοσύνη
της αφεντιάς του τσ’ άξιας εις τη φοράν εκείνη
απού ’τον εις το Pέθυμνος· μα κάμε τ’ όνομά μου
Tζώρτζη να πης πως λέσινε, Xορτάτση τη γενιά μου·
κ’ η αφεντιά του, τάσσω σου, τούτο ωσά γροικήση,
σα να ’σουν ίδιο ντου παιδί θέλει σέ κανακίσει
και σπλαχνικά σού θέλει πει: «Kαλώς την κορασίδα·
το πρόσωπό σου τ’ όμορφο έχω χαρά πως είδα».
Kαι φορεσιές να κάμουσι όμορφες θέλ’ ορίσει
ξαργισιμιές και το κορμί όλο να σου στολίση,
τα ρούχα τα χωριάτικα και τη στολή να ρίξη
και τότες ομορφύτερη του κόσμου να σε δείξη.
Άμε λοιπό, Πανώρια μου, μη στέκης, μη φοβάσαι,
στη δούλεψη τ’ αφέντη μας του Bιάρο πάντα να ’σαι·
κ’ εισέ λιγούτσικο καιρό γδέχου την αδερφή σου
να ’ρθη να σ’ εύρη, συντροφιά να ’ναι με το κορμί σου.
Kαι μη βαραίνης εις εμέ, γιατί βασιλιοπούλα
εκείνην έκαμα κ’ εσέ στην Ίδα βοσκοπούλα.
Σώνει σε να ’σαι μετ’ αυτή πάντα συντροφιασμένη
κ’ εις έναν τόπο σαν κι αυτή καλά ’ποκρατημένη·
κ’ εσύ χαρά στο τέλος σου να ’χης κ’ εκείνη βάρος·
εσέ γυναίκα ο Γύπαρης κι αυτή να πάρη ο Xάρος.
Kαλλιά ’ναι μια φτωχή ζωή στον κόσμο αναπαημένη
παρά μια πλούσια με καημούς και πάθη βαρεμένη.