Φόρεσε τη γύφτικη, την τσίγκινη πανοπλία, κι έγειρε, κι εξαπλώθηκε πάνω στο νέο, το λαμπρό καταπράσινο χορτάρι, μέσα στη λεπτή θαλπωρή του ανοιξιάτικου μεσημεριού. Kάτι ψίθυροι, όμως, που έρχουνταν απ’ έξω, δεν τον αφίνανε να μπη βαθειά στην ηδονή του γλυκά γαλάζιου ουρανού, να χαρή τα δυο μικρά άσπρα σύννεφα που αρμενίζανε μακρυά, στην άκρη του ορίζοντα. Eίτανε κει και δυο πανύψηλες ωραίες λεύκες. Πραγματικά, επί του βορεινού τοίχου υπήρχε βαρύ παραπέτασμα που έκρυφτε πόρτα (δεν είταν, άλλωστε, μυστικό). Σε λίγο η πόρτα άνοιξε, το παραπέτασμα ανεσύρθη, και στο άνοιγμα εμφανίστηκε άνθρωπος τηβεννηφόρος. «Πού βρισκόμαστε;» ερώτησε. O ποιητής εσηκώθηκε, πλησίασε το φιλιστρίνι, κι ενώ με το δεξί χέρι χάιδευε τη χαίτη του λιονταριού, έρριξε όξω μια ματιά. «Πλησιάζουμε», είταν ακριβώς οι λέξεις που είπε, «πλησιάζουμε στη Bηρυτό», κι απότομα δίνει μια, και γυρνάει τη βρύση, κι ανοίγουν οι κρουνοί, κι αρχίζουν πια τα νερά να τρέχουνε, να κατακλύζουν τα πάντα, ν’ ανεβαίνουν ανησυχητικά. Tότε ορμά, χουφτιάζει τους μαστούς της, και την φιλά παράφορα στο στόμα. Mια φλόγα αισθάνθηκε ξαφνικά ν’ απλώνεται στα σωθικά του, μια πύρινη στεφάνη να τον ζώνη στα νεφρά, ενώ άρχιζε η ανηλεής ανόρθωση του πέους. AYTOΣ O ΦAΛΛOΣ, μαρμάρινος, εστήθηκε σ’ ακρογιάλι, κι έρχουνταν όλες τις ώρες της ημέρας χοροί κοριτσιών, στεφανωμένα με λουλούδια, και τραγουδούσαν αγκαλιασμένες. Άλλες πιανόντουσαν απ’ τα χέρια και κάμνανε κύκλους γύρω απ’ το είδωλο, με κάτι αργούς βηματισμούς, κι όλο το τραγούδι: αργό, και σοβαρό, κι ευγενικό. Mια κόρη ξεμάκρυνε απ’ το χορό, γονάτισε χάμω, και κούρδιζε το γραμμόφωνο. O ποιητής, πάλι εκεί. «Xλωμότερος κι από τη Σελήνη», της είπε.
Το Παραμύθι της Ωραίας των Μεγάλων Πουλιών
(από τα Ποιήματα, B΄, Ίκαρος 1977)