Για περπάτησε, ακριβή μου,
να γελάσει η ψυχή μου
και να έβγει η θεραπεία
όθεν ήλθ’ η αρρωστία.
Nα που μοιάζει σαν λαγούτο
το περπάτημά σου τούτο,
μοιάζει ως εύμορφη φωνή
που εις κήπο ηχολογεί.
Για σταμάτησε, ακριβή μου,
φθάνει, φθάνει, ποθητή μου,
τον καημόν μου περισσεύεις,
όχι να τον λιγοστεύεις.
Άφησε, καλή θεά μου,
άφησε τα δάκρυά μου
σαν πυκνή βροχή να τρέξουν
και τον κόρφον σου να βρέξουν,
και με τα ξανθά μαλλιά σου
τα μακρυά και απλωτά σου
να σφογγίζω τα δάκρυά μου
εις τα δόλια μάγουλά μου.
Tούτη δα την δοκιμή
χάρισέ μου, ω ποθητή,
με την φλόγα ξεθυμάνω
εις το δάκρυ μου επάνω.