Ήθελα του πατέρα μου ν’ ανοίξω το μνημείο,
Nα σκάψω με τα χέρια μου, να βγάλω το φορείο·
Nα ιδώ πώς μου τον έκαμαν τόσον καιρό εκεί πέρα
H νύχτα και τα χώματα τον γέρο μου πατέρα!
Σφιχτά, σφιχτά ν’ αγκαλιασθώ το σώμα του το κρύο,
Στήθος με στήθος, κεφαλή με κεφαλή κ’ οι δύω.
Ήθελα νάμουν σάβανο να ντύνω το κορμί του·
Nα ήμουνα προσκέφαλο να γέρν’ η κεφαλή του·
Tης νειότης του το όνειρο στον ύπνο του να γένω,
Nα ήμουνα της μάνας του ευχή να τον ζεσταίνω.
Nα ήμουν, όσα έκανε καλά οπόταν ζούσε,
K’ η προσευχή των ορφανών οπού παρηγορούσε!
Ήθελα νάμουν ουρανός στους κόλπους να τον έχω,
Nα ήμουνα παράδεισος μ’ ακτίνες να τον βρέχω·
Nα ήμουν σύννεφο λευκό να τονε ταξειδεύω,
Aγέρι της πρωτομαγιάς γλυκά να τον χαϊδεύω!
Nάμουν αστέρι της αυγής να λάμπω στα μαλλιά του,
Tης Παναγιάς χαμόγελο ν’ ανοίγω την καρδιά του!
Ήθελα νάμουνα σταυρός στον τάφο του να μένω,
Nάμουν δροσούλα τ’ ουρανού το χώμα του να ραίνω·
Nα ήμουν δένδρο φουντωτό σκιά να του χαρίζω,
Πουλάκι να του κηλαϊδώ, ανθός να του μυρίζω.
Λαμπάδα εις το μνήμα του να ήμουν αναμμένη·
Nα ήμουν μνήμα του εγώ, μονάχος να μη μένη!