Άλγος εν τη Ιλίω κ’ οιμωγή.
Η γη
της Τροίας εν απελπισμώ πικρώ και δέει
τον μέγαν Έκτορα τον Πριαμίδην κλαίει.
Ο θρήνος βοερός, βαρύς ηχεί.
Ψυχή
δεν μένει εν τη Τροία μη πενθούσα,
του Έκτορος την μνήμην αμελούσα.
Aλλ’ είναι μάταιος, ανωφελής
πολύς
θρήνος εν πόλει ταλαιπωρημένη·
η δυσμενής κωφεύει ειμαρμένη.
Τ’ ανωφελή ο Πρίαμος μισών,
χρυσόν
εξάγει εκ του θησαυρού· προσθέτει
λέβητας, τάπητας, και χλαίνας· κ’ έτι
χιτώνας, τρίποδας, πέπλων σωρόν
λαμπρόν,
και ό,τι άλλο πρόσφορον εικάζει,
κ’ επί του άρματός του τα στοιβάζει.
Θέλει με λύτρα, από τον τρομερόν
εχθρόν,
του τέκνου του το σώμα ν’ ανακτήση,
και με σεπτήν κηδείαν να τιμήση.
Φεύγει εν τη νυκτί τη σιγηλή.
Λαλεί
ολίγα. Μόνην σκέψιν τώρα έχει
ταχύ, ταχύ το άρμα του να τρέχη.
Εκτείνεται ο δρόμος ζοφερός.
Οικτρώς
ο άνεμος οδύρεται κ’ οιμώζει.
Κόραξ απαίσιος μακρόθεν κρώζει.
Εδώ, κυνός ακούετ’ υλακή·
εκεί,
ως ψίθυρος λαγώς περνά ταχύπους.
Ο βασιλεύς κεντά, κεντά τους ίππους.
Της πεδιάδος εξυπνούν σκιαί
λαιαί,
και απορούν προς τι εν τόση βία
πετά ο Δαρδανίδης προς τα πλοία
Aργείων φονικών, και Aχαιών
σκαιών.
Aλλά ο βασιλεύς αυτά δεν τα προσέχει·
φθάνει το άρμα του ταχύ, ταχύ να τρέχη.
Πριάμου Nυκτοπορία
(από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)