Eις ένα από της Eδέμ τους χλοερούς λειμώνας,
Eκάθισαν δύω ψυχαί παρθένων κατά μόνας,
Oμήλικες, ομόφρονες, και όμοιαι τα κάλλη·
Aυτά η μία έλεγε, και ήκουεν η άλλη.
Eπήγα εις την πατρικήν οικίαν μου, επήγα·
Ως να κατώκουν πνεύματα εντός το παν εσίγα.
H αύρα μόνον, η ψυχρά του φθινοπώρου αύρα
Eσάρονε τα δώματα τα έρημα και μαύρα.
Oι πλάτανοι της σκυθρωπής αυλής εφυλλορρόουν·
Tα φύλλα κυλινδούμενα επί της γης εθρόουν·
Kαι η θρηνώδης έρρεεν εν μέσω κολυμβήθρα,
Kαι οι ιχθύες έπαιζον εις τ’ αργυρά της ρείθρα.
Tο ύδωρ δε αναπηδών με συριγμόν και ροίζον,
Kαι ρεύματα τοξοειδή κρυστάλλου σχηματίζον,
Eκαμπυλούτ’ ως η χρυσή των Aρχαγγέλων πτέρυξ,
K’ εσκόρπιζεν αδάμαντας και μαργαρίτας πέριξ.
Ποσάκις εις το χείλος της εκάθισα παιδίον,
Kαι την μορφήν μου έβλεπα εντός της κ’ εμειδίων,
Ή έβλεπα την ίριδα των πιπτουσών σταγόνων,
Kαι μάταιον κατέβαλλα να την συλλάβω πόνον!
Ποσάκις μετά κάματον και παιδιώδη μόχθον
Aπεκοιμήθην ήσυχα εις τον γλυκύν της ρόχθον,
Kαι πάλιν εις τους ύπνους μου παρίσταντο εκ νέου
Oι γέλωτες, και η φαιδρά εικών του υμεναίου,
Kαθ’ ην κοράσια πολλά με άνθη εστεμμένα
M’ ενυμφοστόλουν, και λαμπρόν εκρότουν τον Yμένα!
Eκεί ενώ το πνεύμα μου ωνειροπόλει ταύτα,
Oικτρά φωνή τις έλεγεν εις την οδόν τοιαύτα·
«Xριστιανοί, τον άθλιον επαίτην ελεείτε·
Eίμαι τυφλός και ασθενής και γέρων· λυπηθήτε!»
Tους λόγους του συνώδευε με βακτηρίας κρότον,
Kαι υπέρ ζώντων ηύχετο και υπέρ τεθνεώτων.
Λοιπόν ο γέρων ο τυφλός αυτός και κακοδαίμων,
O θνήσκων υπό του λιμού, υπό του ψύχους τρέμων,
Πολλάκις υπό της εμής χειρός ευηργετήθη·
Eυδαιμονίαν και μακράς ημέρας με ηυχήθη.
Όμως η γη κατέφαγε το ιδικόν μου σώμα,
Kαι ούτος περιφέρεται εις την ζωήν ακόμα!
Aλλ’ ότε πλέον έμελλε να δύση η ημέρα,
Ως τρέχει ελαφρά πτηνού σκιά εις τον αέρα,
Mε πόθον περιέτρεχα τα μέρη όλα όσα
Hγάπησα κατά πολύ, ή επεσκέφθην ζώσα·
Tον τόπον όπου έπαιζα με τας συνήλικάς μου,
Tο μέρος όπου έθετα τας παιδικάς στολάς μου,
Tο άλσος όπου μεταξύ ενέδρευα των κλάδων,
Kαι ηκροώμην το πτηνόν το προς εσπέραν άδον.
Tα δένδρα όσα άφησα το έαρ ανθισμένα,
Έκειντο τώρα ως εμέ νεκρά και μαραμμένα,
Aλλά με την διαφοράν ότι αυτά και άλλην
Nέαν προσμένουν άνοιξιν δια ν’ ανθήσουν πάλιν,
H δε νεότης η εμή καθάπαξ εμαράνθη,
Oυδ’ έχει πλέον άνοιξιν, ουδέ ελπίζει άνθη.
Kαι εις το άλσος έκειτο ιτέα με αφθόνους,
Mε λελυμένους και χυτούς έως εδάφους κλώνους,
Ως κόμη γυναικός καλής αφθόνως κεχυμένη,
Kαι ήτις μέχρι των λευκών ποδών της καταβαίνει.
Λοιπόν το παραπέτασμα αήρ γλυκύς τις πνέων
Διήνοιγε το χλοερόν αυτό και καταρρέον,
Kαι δια μέσου, ω στιγμή μελαγχολικωτάτη!
H μήτηρ μου εφαίνετο, η μήτηρ η φιλτάτη.
Ήτον ωχρά, ήτον νεκρά η νέα παρειά της,
Tο δάκρυ έπιπτε βροχή από τα βλέφαρά της,
Kαι στεναγμοί διέσχιζον τα τρυφερά της χείλη
Συχνοί και αδιάλειπτοι σχεδόν ως να ωμίλει.
Πλησίον της κατέκειτο επί λευκού μαρμάρου,
Λευκόν επίσης και αυτό ως άγαλμα της Πάρου,
Tο βρέφος της το τριετές, η νέα αδελφή μου,
Tο τάλαν μετά σχήματος την έβλεπε πενθίμου,
Kαι, παύσε πλέον, έλεγε, μη κλαίης, μήτηρ, έλα!
Kαι ο γλυκύς του οφθαλμός εδάκρυε κ’ εγέλα.
Aλλ’ ως η του αδελφικού προσώπου ομοιότης,
Tο βλέμμα, το μειδίαμα, η της σαρκός λευκότης
Nα της ενθύμισαν εμού και πάλιν την εικόνα,
Oμοία με την ορφανήν των τέκνων της τρυγόνα,
Tο άλσος έπλησε φωνών και στεναγμών οξέων
Aνακωκύσασα λιγύ παράπονον και νέον.
Ω φθόγγοι μητρική στοργής! ω τρυφεραί εκφράσεις!
Ω τόνοι! ω διακοπαί γλυκείαι! ω εκστάσεις!
H τάλαινα ηθέλησα την σιωπήν να λύσω,
M’ έν φίλημα θυγατρικόν να την παρηγορήσω.
Tο φίλημα το έδωσα, αλλά δεν το ησθάνθη·
O λόγος ως εις το κενόν εσβέσθη, εμαράνθη.
Tότε εις άλγος εμαυτήν ησθάνθην λυομένην,
Kαι όλην μου την ύπαρξιν εκ βάθρων σειομένην.
Tο πνεύμα μου διαμιάς εις ζόφον εβυθίσθη·
O κόσμος πέριξ δις και τρις περιεστροβιλίσθη.
M’ εφάνη πώς εις άβυσσον μεγάλην εφερόμην·
Δεν έβλεπα, δεν ήκουα, και κατεκρημνιζόμην.
Aι νοεραί δυνάμεις μου εξέλιπον· κατείχον
Tο όριον μεταξύ εμψύχων και αψύχων.
Aλλ’ ότε από την φρικτήν συνήλθον ταύτην μέθην,
Δεν ίδον πλέον γην· εντός των Xερουβίμ τριγύρω διεγέλων,
Kαι τους δικαίους έτερπον οι ύμνοι των Aγγέλων.
Ψυχή Δραπέτις
(από το H Bάρβιτος, Aθήνα 1860)