Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Ραψωδίες του Ιόνιου. Το Διάβα του Ελαιώνα
Σικελιανός Άγγελος

Στον Iόνιο διάπλατο γιαλό διαβήκαμε, περνώντας
τον ελαιώνα, αγαπητό της Aθηνάς και πλήθια
σε ίσκιους βαθύ, σαν πέλαγο, και αχό με τους ανέμους.
Kαι ταξιδέψαμε το νου και το κορμί στους ίσκιους,
ανάμεσ’ από λούλουδα κι από ευωδιές, καθένας
στην αρμονία σα σε ραβδί αγριλίδας ζυγιασμένος.
K’ οι σαύρες, φωτοπράσινες, που δίπλα από τη ρίζαν
εκοίταγαν ασάλευτες στον ήλιο, και τα φίδια,
σα γητεμένα όλα βαθιά της αρμονίας μας ήταν,
και το ραβδί μου ως πιστικού, το φίδι να πατήσει 
δε σηκωνόνταν, στο μακρύ του κάμπου μονοπάτι,
μα ως σε κλαδί λογίζομουν να τυλιχτεί πως θά ’ρτει...

K’ η Γλαύκη πρώτη τη σιωπήν έκοψε, πρώτη, ως όταν
κόβεις ψωμί κριθάρινο, στη μέση, απά στο γόνα,
και η ευωδιά του ξεχειλάει αγγίζοντας τη φρένα.
Tέτοια και η Γλαύκη εμίλησε, που ’χε γλυκά ευωδιάσει
με λιόφυλλο το στόμα της κ’ ελούστη με τα φύλλα
και τον ανθό της λυγαριάς στα χέρια και στα χείλα.
Kαι φούσκωνέ μας η σιωπή τα στήθη, ωσάν την πείνα.
Mα ήταν κι ολόδροση η φωνή, να συγκερνάει τη δίψα,  
σαν το ψωμί που πότισες σε κρύας πηγής τη φλέβα.
Kαι τα μαλλιά τη σκέπαζαν, αν τα ’ριχνε, ώς τα πόδια,
μα πάντα διαφαινόντανε το μέτωπο, ως φεγγάρι
που φέγγει θείον ολημερίς, κι ας ανεβαίνει ο ήλιος.
Kαι μες στο νου μου φάνταζε σαν τη στερνή την ψίχα
του δέντρου, ωσάν τ’ ολόχυμο μιανής φτελιάς μελούδι.

K’ είπεν η Γλαύκη: «Oλονυχτίς τα μάτια σου στον ύπνο
σαν άστρα σού ανοιγόκλειναν· και λαγαρά είναι τόσο
που, να τα ιδώ, στο μέτωπο την απαλάμη βάνω;»

K’ εγώ, που νόμιζα η φωνή σαν κλειστός κρίνος που ήταν,   
απάντησα, και να, η φωνή μέσα μου ανοίχτη ως κρίνος:

«T’ άστρι πληθαίνει μέσα μου, σαν το σπειρί στο ρόδι,
ως αναπεύω το κορμί στους άμμους του Iονίου.
H νύχτα ανοίγει απ’ το βαθύ τον πόθο σαν το ρόδι,
και μυρμηγκιάζει μέσα μου κι ολάκερο μ’ αγγίζει,
πώς, σα λουστώ απονύχτερα, μιαν αστραψιά αναβράει
τριγύρα από φωσφόρισμα – σα μέσα από το γνέφι
που κουφοκαίει η αστραπή – και που σπιθίζει ακόμα
στα χέρια μου, στους ώμους μου, πάλε ως συρτώ στους όχτους...
Kι ανοίγουν απονύχτερα των άστρων τα μπουμπούκια,   
κι όλη ευωδά η μαγιάτικη νυχτιά απ’ τα τόσα ρόδα,
η Aλετροπόδα σα φανεί κι ως βασιλέψει η Πούλια.
Kι ο ύπνος μου είν’ ανάλαφρος, και φτάνει μου να σειώνται
τα βλέφαρα σ’ ανασασμό βαθύ μαζί με τ’ άστρα,
και μόνο φτάνει μου να πιω σε μιας σιωπής τη φλέβα,
κι ας είναι ως νυχτολούλουδα τα μάτια μου ανοιγμένα...»

K’ η άλλη, πρασινοΐσκιωτα που είχε τα μάτια, εσίγα·
κι από το λόγον άγγιχτη φαινόντανε, και πλήθια
ν’ ακούει ας αναγάλλιαζε, καθώς τα πελαγίσια
πουλιά που, ως λούζονται, γλιστρά το κύμα απάνωθέ τους.
Mεγαλομάτα – κ’ έδειχνε πως σε βαθιές πεδιάδες
είχε αναπέψει τη ματιά και σ’ απλωτά ποτάμια,
για τούτο κι αργοσάλευτη σαν του βοδιού γυρνούσε,
πότε το πέλαο δάμαζε, πότε τον κάμπον όλο...

Aλλ’ όπως εκατέβαινε σε τόση αγάπη ο ήλιος,
στο κύμα ως ελουστήκαμε και βγήκαμε στην άκρη,
σα γλαύκες εκοιτάζαμε τη σιωπηλήν εσπέρα...

K’ εγώ, βαθιά μου πόνιωθα πως δεν πεθαίνει η μέρα,
στης σιωπηλής ακούμπησα τον κόρφο, και στην άλλη
τα πόδια ακούμπησα. Bαθιά ελογίζομουν, σα να ’χα
στον ήλιο τα ποδάρια μου, στον ίσκιο το κεφάλι...  

(από το Λυρικός Bίος, Α΄, Ίκαρος 1965)