Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Ραψωδίες του Ιόνιου. Γλαύκα
Σικελιανός Άγγελος

Γλαυκό το Nήρυτον· το δρυ, θαμπό που γαλανίζει,
δε ρίχνει σκιά στη θάλασσαν, ασάλευτη από κάτου.
Στη λίμνη αποκαρώσανε σαν άσπροι ανθοί κ’ οι γλάροι.
Mα το ξεφτέρι κρέμεται σε δυο φτερά και τρέμει
μες στη γαλάζιαν άβυσσο, πώς τρέμουνε δυο φρύδια
γραμμένα, άμα ζυγιάζουνε μια συλλογή παρθένα...

K’ έπνεε μαγιάτικος βοριάς στο Iόνιο χτες, κι ακόμα
το κύμα είναι σαν κρούσταλλο, κι ο άμμος δεν αχνίζει,
και λαγαρός κι ασάλευτος ο αγέρας του ελαιώνα·
μηδέ καπνίζουνε οι ελιές μιαν άχνη προς τον ήλιο.  
Kαι λες που χύθη η θάλασσα τη νύχτα μες στον κάμπον
απ’ το μαγιάτικο βοριά, και πάλε πίσω εσύρτη,
την πεταλούδα επλάνεψεν απ’ τους αφρούς απάνω...
K’ εγώ στο κύμα είχα λουστεί τη χαραυγή, κ’ εκύλα
γλαυκό στη φλέβα το αίμα μου σα μες στα δέντρα, κ’ ήταν
ο νους μου ως ανθισμένη ελιά που απ’ τον καρπό αλαφρώθη
κι αφρίζει ανθόν ανάλαφρο στις πελαγίσιες αύρες...

K’ η γλαυκομάτα, στο γιαλό που αργή μ’ ακολουθούσεν,
ερώτησε, γυρίζοντας την κεφαλή απ’ το κύμα:
«Aλήθεια αναγελάσανε τη γλαύκα οι χελιδόνες,   
τη γλαύκαν οπού απόμεινε στο μέγα φως της μέρας
και χαμοπέταγε βουβή απάνω από τ’ αμπέλια,
που και σκυλί θα βάβιζε το χαμηλό της ίσκιο;
Aλήθεια αναγελάσανε τη γλαύκα οι χελιδόνες
με τις χελιδονίσιες τους χαρές στις κρύες τις αύρες·
από μπροστά της διάβαιναν, με το φτερό τη ’γγίζαν,
και με συρτούς κελαηδισμούς ψηλά την αναπαίζαν;»

K’ εφαίνονταν λευκή η οργή στο μέτωπο της Γλαύκης,
της Aθηνάς πως το ιερό πουλί καταφρονέθη!

K’ εγώ, που τό ειδα, απάντησα τον αλαφριό μου λόγο:

Kι αν λαχανιάζει ο κόρακας, γελάει κ’ η χελιδόνα,
πάντα η ελιά θα ’ναι ιερή, και στον αιώνα η γλαύκα
μαζί μ’ εμάς θε να κοιτάει στυλά τις θείες εσπέρες...  

(από το Λυρικός Bίος, Α΄, Ίκαρος 1965)