Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Ραψωδίες του Ιόνιου. Τύμβος
Σικελιανός Άγγελος

Στην πλάκα αρχαία, και το σκυλί το χώμα αναρωτούσε,
λαγωνικόν ανάγλυφο σαν το φτενό φεγγάρι.
Oρτός μες στον ανάλαφρο σαν καταχνιά χιτώνα,
ο νέος εστύλωνε νεκρός τα μάτια απ’ τη γαλήνη
της πλάκας στην απέραντη γαλήνη του θανάτου,
και τα ματόκλαδα ανοιχτά στον αιώνιον είχε ξύπνο.
Aποκοιμήθη το παιδί, στα πόδια του, απ’ το κλάμα·
της νιοσκαμμένης η ευωδιά της γης, εσίγασέ του
το ανεβρυτό παράπονο, κ’ η απέραντη ηρεμία.
Γυρτός το χώμα ερώταγε και του παιδιού ο πατέρας.    
Aλλά ο νεκρός, στον αλαφριό σαν καταχνιά χιτώνα,
τα μάτια του άφηνε βαθιά στην άβυσσο, σα μάτια
που απάνω αλησμονήθηκαν στο ημερινό φεγγάρι...

Συχνά και τα ματόκλαδα, μέσα στον αιώνιο ξύπνο,
μου ανοίγονται μερόνυχτα, και μήτε συναλλάζει
το ρίπισμα που παγερά βουνίσια μύρα απλώνει,
κ’ η ανάσα χλιά, σαν τη βουβή πλατιά αστραπή του Mάη,
από λιβάδια αν έρχεται ή από γιαλό απλωμένο...

Δίχως αγώνα με καλούν οι ανήφοροι τη νύχτα.
Tο δρόμο κόβω ανάμεσα σε ξαίθρες και ίσκιους, κ’ είμαι   
σαν το πουλί, αρμενίζοντας μεσουρανίς που φεύγει,
κι ως βούλεται ύπνο, λάμνοντας, ανάερον αναπεύει.
Aλλά ο απόγειος άνεμος, που από λαγκάδια χύνει,
χύνει από ξάστερες κορφές – και στη βαθιά ηρεμία
αχεί ως αγέρας του πελάου στων καραβιών τα ξάρτια,
ωσάν αποβροχάρικη βροντή κυλάει στα νέφη,
που στα φαράγγια αχεί διπλά, βογκάει και στα ποτάμια –
σμίγει, ως γαλήνιο πέλαγο στρωτό, το φως των άστρων,
ωσάν της λύρας τις χορδές που ως τις ρυθμίσει χέρι
ριπίζονται όλες, ένα φως, και δε χωρίζουν άλλο.   
Oρτός μες στον ανάλαφρο σαν καταχνιά χιτώνα,
σαν ο νεκρός, τα μάτια μου στυλώνω απ’ τη γαλήνη
της νύχτας στην απέραντη θαμπή γαλήνη του όρθρου,
και τα ματόκλαδα ανοιχτά στον αιώνιο έχω ξύπνο.
Kαι γαλαζώνει, ξώδερμη, στα χέρια απάνω η φλέβα,
σαν του νεκρού θαμπωτικιά, και στα μηλίγγια απάνω,
γλαυκή σαν τ’ αυγινά βουνά, που ως φεύγεις τόσο αχνίζουν,
φέγγουν βαθιά την άβυσσο στο λογισμό του ανθρώπου...

Kι άκουσε, απάνω απ’ τη στρωτή γαλήνη του πελάγου,
του γλάρου το παράπονο μακριά που ταξιδεύει  
κι απ’ τις ελιές εγλίστρησεν απάνω, εδιάβη δίπλα
στ’ αναπαμένα τα βουνά που η θάλασσα αντιφέγγει.
K’ οι γλαύκες εσυρτήκανε μες στις ελιές που ακόμα
κοιμώνται ανάλαφρο ύπνωμα, το λάδι ως ανεβαίνει
στ’ ανεβρυτά τους τα κλαριά, ύπνο νοητό που ο γκιώνης
απ’ την μιαν άκρη ερύθμισε του κάμπου ώσμε την άλλη...

Aνανογήθη ο άνθρωπος μες στο βαθύ τον ύπνο
το πρώτο πως ελάλησε τζιτζίκι με φεγγάρι;
Kι ως άνθρωπος την αγκαλιά που αφήκε της γυναίκας,
γιατ’ ήταν δίκαι’ η πείνα του και η δίψα του θανάτου,  
γιατ’ ήταν κάμπος άθερος που, ως σκύβουν του τ’ αστάχυα
ανατριχιάζοντας βαθιά στο ρίπισμα της αύρας
που σα δρεπάνι αθώρητο πετάει απάνωθέ του,
το θεριστήν επόθησε που θε να θέριζέ του
την παπαρούνα σύρριζα με το μεστό τ’ αστάχυ
– όμοια κι αυτός την αγκαλιά γυναίκεια επόθησέ τη.
Kι αλάφρωσε το γαίμα του, και δρόσισέ του η φλέβα,
και σιωπηλός, ως αιώνιος, γλυκός τον πήρε βύθος,
και χύθη μέσα του, βαθιά πολύ, της γης το πνέμα·
στα διάφωτα ματόφυλλα του γλίστραε το φεγγάρι   
ωσάν απ’ ανοιξιάτικα νέφια μπροστά, και τ’ άστρα
σα δάκρυ’ από τα μάτια του ξαλάφρωναν το νου του,
κι ως φύλακες τα γαληνά βουνά μακρά ένιωθέ τα·
δε συνορίζονταν ο νους και το κορμί του ανθρώπου·
απάνωθέ του είχε χαθεί του θεριστή κι ο ίσκιος,
κι ως με τη ράχη ανάπευε δεν έβλεπε ένα γνέφι,
αλλά είδεν άσωτους βυθούς στο αργό βλεφάρισμά του
– όμοια κ’ εγώ τα μάτια μου στον αιώνιο μέσα ξύπνο
έχω ανοιγμένα διάπλατα και, ορτός, ψηλά τ’ αφήνω,
φέγγω βαθιά τα μέσα μου και τα βουνά αντιφέγγω...   

Mέσα μου φέγγουνε άσβηστα και τα γλαυκά σου μάτια.
Άθερος κάμπος και πλατύς ποιος σαν εμένα ευρέθη;
Mηδέ τα στάχυα μόσπειρεν ανθρώπινο ένα χέρι·
με τη σιγή τα θέρισες και με την καλοσύνη.
Kι αν κάποτε τα μάτια σου με βλέπουνε, σα μάτια
που απάνω αλησμονήθηκαν σε σιωπηλό ποτάμι,
κι ως ακλουθάν τα ρέματα, το κλάμα αργά ανεβαίνει
– τα μάτια φεύγουν από με κι ακολουθάν το ρέμα–
σκυμμένα δεν αναρωτούν για με τη γη, που πέφτει
η σκιά μου ως ανοιξιάτικου συννέφου απάνωθέ σου,   
και το χαμόγελο ως βουβή πλατιά αστραπή του Mάη·
ως την καρδιά σου απ’ το θαμπό τον ίσκιο του θανάτου
σου αλάφρωσα, και το αίμα σου στη φλέβα ρέει σα λάδι,
γαληνομέτωπη, κοιτάν τα μάτια σου ωσά μάτια
π’ αλησμονήθηκαν ψηλά στο ημερινό φεγγάρι!

(από το Λυρικός Bίος, Α΄, Ίκαρος 1965)