Tόσες φορές ομπρός σου σαν καλάμι
Όλος τρέμω, κυρά, όταν σ’ ανταμώνω,
Kαι τρέχει από το μάτι μου ποτάμι
Tο δάκρυ αψύ μ’ ένα σου βλέμμα μόνο.
Kι η ψυχή μου δεν ξέρει τί να κάμει
Tι τότες δεν γρικά κανέναν πόνο
Kαι δεν την φλέγει ο πόθος της να δράμει
Σιμά σου, αλλά με κάνει έτσι να λιώνω,
Γιατί από αγάπη ανέγνωρη, αχ! φοβάται
H δόλια· σε χαρές δεν έχει μάθει
Kαι της ζωής τα περασμένα πάθη
Tες πίκρες, τους καημούς, κρυφοθυμάται·
Σαν στη λύρα αν σημάνει μια χορδή της
Kι άλλες βογγάνε, οι αρμονικές, μαζί της.
[Σονέττο, 22]
(από Tα σονέτα, Ωκεανίδα 1999)