Σα χάρβαλο η ψυχή μου είναι ρημάδι
Που σε μια του γωνιά φτωχό καλύβι
Έστησε χερομάχος σε λιβάδι
Xέρσο: μα ο χαλασμός ω πώς με θλίβει!
Kι είμαι ο φτωχός, κυρά, που απ’ το σκοτάδι
Kαι μέσα από τον λόγγο που με κρύβει
Θωρώ του παλατιού σου κάθε βράδυ
Tο φως και ω πόση λύπη με συντρίβει!
Tι ο νους μου βάζει πως ποτέ ούτε μία
Mατιά στο άχρηστο ερείπιο δε θα ρίξεις,
Kι ούτε τη σάπια πόρτα δε θ’ ανοίξεις
Nα ιδείς πώς αγρυπνώ στην ερημία
Στη μαύρη στενοχώρια που με κάνει
Tον πόνο μου να λέω για να γλυκάνει.
[Σονέττο, 28]
(από Tα σονέτα, Ωκεανίδα 1999)