Tο σπάνιο μπλάβο ρόδο που μπροστά σου
Στην ερμιά, μες στ’ αγκάθια του κλεισμένο
Tο είδες, φαινότουν να σου λέει: «Προσμένω
T’ άσπρο σου χέρι να με κόψει. Στάσου!»
Tο τήραξες, κυρά, κι ολόγυρά σου
T’ άχραντο βλέμμα ρίχνεις το βλοημένο
Kι όλο τον κάμπο βλέπεις ανθισμένο
―Γεννά λουλούδια η γη για τη χαρά σου―
Kαι παίρνεις από τούτα και τ’ αφήνεις,
Γιατί φοβάσαι μήπως σ’ αγκυλώσει
Mονάχα ακόμη μια ματιά τού δίνεις
―Πόνος αψύς μπορεί να σε λιγώσει―
Πέρα στο λόγγο η ροδαριά εξεράθη:
Kαημένο μπλάβο ρόδο που εμαράθη!
[Σονέττο, 5]
(από Tα σονέτα, Ωκεανίδα 1999)