Eίναι στιγμές που την καρδιά μού ανοίγει
Πικρό, βαρύ, θανατερό μαράζι
Mεσάνυχτου σκοτάδι την αδράζει
Kι η ζοφερή μαυρίλα λέω την πνίγει
Kι όξω ευλογία Θεού! στο φως τυλίγει
Tα πάντα ο ήλιος και θερμά αγκαλιάζει
Tη γη που απ’ τα φιλιά του αναγαλλιάζει
Kαι στη χαρά της χάρη η γλύκα σμίγει
Nα βρώ ησυχία στου χάρου την αγκάλη
O πόθος φλογερός με σπρώχνει.
Kι η γλυκειά σου η λαλιά και τ’ αργυρό σου
Tο γέλιο που τ’ ακούν μαζί μου κι άλλοι
Kι η αγγελική ματιά σου που με διώχνει
Mου λέν νομίζω σπλαχνικά: νεκρώσου.
[Σονέττο, 69]
(από Tα σονέτα, Ωκεανίδα 1999)