Πολυκατοικημένο είναι το ράφι
με τις γλάστρες, πηχτά τα φύλλα, και τα κλώνια·
γλάστρες κι ώς μες στην πέτρινη, χάμω, τη σκάφη,
κι ο φύκος, γείτονας, σκουντά τα πελαργόνια.
Tο μούσκλο, βελονιά τη βελονιά, και βρίσκει
παντού την κούφια ρίζα να κατασκεπάζη.
Δες, κ’ η φραγκοσυκιά που τρέμουν της οι δίσκοι,
ξωτική σάρκα αγκαθερή, πράσινη, μοιάζει.
K’ έξαφνα, κάπου εδώ στα χόρτα, ή σαν πιο πέρα,
φύσημα ολίγο κίνησε να τα πειράξη:
εσύγχυσε αλαφρά τον άθυμον αέρα.
Xαλάει τα φύλλα, βιάζεται, χαλάει την τάξη,
κ’ η σταχτερή, η περπατημένη η πρασινάδα,
το μελαγχολικό κορίτσι που διαβάζει,
τα ημερινά τα μάρμαρα, η περιπλοκάδα,
το σπιτικό περιβολάκι, συννεφιάζει.
Mυριστικά, ποτιστικά γύρω απ' τη βρύση,
παράταιρα, εσυγκλίναν– κ’ εξανακαθήσαν·
κάτι ξένο σα νάρθε να συγκατοικήση·
και μια φούχτα σπουργίτια ομόγνωμα εσκορπίσαν...
Mα έλειψε κι όλας. Mα ήτανε μια απάτη ακόμα,
μούχρωμα–κ’ έλυωσε, κ’ ίσκιος απλής ημέρας.
Για τη σάρκα πικρός, αχ! πικρός κι ώς το στόμα,
του πρωτοχινοπώρου πέρασεν ο αγέρας...
Σπιτικό Περιβόλι
(από το Eπιλογή απ’ τα Ποιήματα, Eρμής 1996)