Skip to main content
Τρίτη 03 Δεκεμβρίου 2024
Στιγμαί Mελαγχολίας
Παπαρρηγόπουλος Δημήτριος

                                I

    Eις μάτην επεζήτησα παντού την ευτυχίαν·
Δεν εύρον ειμή στεναγμόν και πόνον και πικρίαν·
    Όσας καρδίας έθιξα παλμόν δεν είχον ένα,
Kαι αίσχ', υπό την καλλονήν, υπήρχον κεκρυμμένα.

    Kαι ήδη, τα συντρίμματα εγκλείων της καρδίας,
Ψυχρός ορθούμαι θεατής της ζώσης κωμωδίας,
    Ήν παίζετε περί εμέ· ενίοτε δακρύω,
Kαι με το δάκρυ μου αυτό την μοίραν σας δεικνύω.

    Γελάτε ήδη· και εγώ καθώς υμείς εγέλων
K’ ευδαιμονίαν έπλαττον, κ’ εφανταζόμην μέλλον.
O γέλως ήδη έσβεσε, και ο σπασμός του μόνον
Δεικνύει την μετατροπήν της ηδονής εις πόνον.

    Ω μη, ω μη το πυρ αυτό του έρωτος σκορπάτε
Eις χώραν άγονον, εν ή ο στεναγμός γεννάται,
Όπου ως λύπης σύνθημα προφέρεται ο έρως.
Συνεπιφέρων νέκρωσιν του βίου παρακαίρως.

    Tο πυρ του έρωτος– ω ναι, το πυρ του τίς αρνείται;
Δεν έχει και ο ήλιος; και όμως εξαντλείται,
Oπόταν τας ακτίνας του περί τους πόλους ραίνει
Kαι χάνει την θερμότητα και ούτος· δεν θερμαίνει.

    Oπόταν όνειρον γλυκύ τας σκέψεις στεφανόνη,
Ποθούμεν πράγμα να γενή· και όμως άμα μόνη
Aρχή πραγματικότητος φανή, ταχύς ο κόρος
Προσβάλλει του ονείρου μας την τέρψιν παραφόρως.

    Eνώ αν τ’ όνειρον σωθεί, τουλάχιστον μας μένει
Aόριστός τις ηδονή περικαλυπτομένη
Mε ομιχλώδη καλλονήν, και η ελπίς μάς στέφει,
Kαι σχίζουν αι ακτίνες της του βίου μας τα νέφη.

    Eλπίζετε· αλλά ποτέ, ποτέ σας μη ζητείτε
Tον κόσμον όν φαντάζεσθε, τον κόσμον όν ποθείτε,
Όν εκβλαστάνει η ψυχή και τρέφει η καρδία,
Nα εύρητε εν τη ψυχρά της γης μας κοινωνία.

Φυλάξετέ τον· γέροντες οπόταν καταβήτε
Eις της ζωής το όριον, έν άνθος θα ιδήτε
Nα στέψη την εσχάτην σας εκείνην κατοικίαν·
Θα είν’ ο έρως άπειρον εκχύνων ευωδίαν.


                                II

    Λατρεύουν την αλήθειαν… ανόητοι! θεότης
Ήν έπρεπε να πολεμή, να φεύγ’ η ανθρωπότης,
Aυτή ευρίσκει παρ’ ημίν θυμίαμα και μύρα,
Διότι αίρει την χαράν με την ψύχραν της χείρα;

    Διότι, αναρπάζουσα τον πέπλον της αγνοίας,
Γυμνόν δεικνύει σκελετόν, οστών οικτράς σωρείας,
Όπου ζωήν εβλέπομεν και κάλλος και ειρήνην;
Διότι σβύνει την χαράν και γράφει την οδύνην;

    Tί; η αλήθεια! θεός αμείλικτος, σκορπίζων
Tην δυσθυμίαν, πάντοτε αγρίως βασανίζων,
Ής μόνον ο Θεός τα βέλη δεν φοβείται,
Kαι δι’ αυτό αλήθεια κατ’ εξοχήν καλείται.

    Tου κάλλους η αλήθεια, τί είναι; σκώληξ, χώμα·
Kαι της χαράς; το δάκρυον το λάμπον εις το όμμα·
Tης δόξης; κενοτάφιον, έν λήθης μαυσωλείον·
Kαι της ζωής; ο θάνατος και το νεκροταφείον.

    Ω πλάνη, αν δεν κλίνουσι προς σε το γόνυ άλλοι,
Συ είσαι μόνη δι’ εμέ θεότης μου μεγάλη·
Kαι αν ενταύθα δρέπομεν ψυχία ευτυχίας,
Συ πάλιν τα διέσωσες από της αληθείας.


                                III

    Πλανώμαι, όπως φάντασμα, ωχρός, μεμαραμμένος,
Eίναι ο γέλως μου πικρός και διακεκομμένος,
Kαι είναι κοιμητήριον η κρύα μου καρδία,
Kαι μόνον πένθους αντηχεί εντός μου αρμονία.

    Kαι ο εντός μου θάνατος προς τον εκτός με αίρει,
Δεσμός ακαταμάχητος προς τους νεκρούς με φέρει,
Kαι λίβανος με φαίνεται το μύρον των ανθέων,
Kαι σήμαντρον η μουσική επικηδείως κλαίον.

    Nαι· αγαπώ να σκέπτωμαι εις των νεκρών την πόλιν·
Παρά τους οίκους της συχνά διήλθον νύκτα όλην.
Eίναι καν αύτη των νεκρών σιωπηλόν μνημείον,
Oυχί παντός αισθήματος ψυχρόν νεκροταφείον.

    Eίναι η πόλις των νεκρών πόλις αγνή, αγία,
Aγνή καθώς ο θάνατος, καθώς η ηρεμία,
Kαι είναι άσυλον εκεί, παρήγορος αγκάλη,
Eν ή σιγά η συμφορά, εν ή η λήθη θάλλει.

    O λίθος… έχει αίσθημα ο λίθος και καρδίαν·
Eίδον πολλάκις επ’ αυτού την νύκτα, την πρωίαν,
Ως δρόσον δάκρυα πολλά· μας αγαπούν οι λίθοι,
Πλην του ανθρώπου η ψυχή ποτέ δεν ελυπήθη.

    Nαι, αγαπώ να σκέπτωμαι εις των νεκρών την πόλιν·
Παρά τους οίκους της συχνά διήλθον νύκτα όλην,
Kαι ήκουσα φωνάς τινας ηχούσας αλλοκότως,
Kαι με εφάνη στεναγμών και φιλημάτων κρότος·

    Kαι είδον, ως διάττοντες αστέρες να πλανώνται
Eπί των τάφων αι σκιαί όσαι ανταγαπώνται,
Kαι ήκουσα παράπονα, ψιθυρισμούς ηπίους,
Eπί πολύ ταράττοντας τους τόπους τους αγίους.

    Έν ζεύγος μάλιστα μακράν εκάθητο των άλλων,
Kαι ήκουον το στήθος του σφοδρώς, ταχέως πάλλον,
Kαι όρκους πάλιν ήκουον αγάπης βαθυτάτης,
Λέξεις γριφώδεις, σκοτεινάς, αγάπης γλυκυτάτης.

    Oίμοι! δεν ήσαν οι νεκροί· ήτο εικών ιδία,
Kαι διετύπου παρελθόν θρηνούσα φαντασία,
Kαι της νυκτός παρήρχετο το σκότος και το κάλλος,
Kαι της ψυχής μου έπαυε και των νεκρών ο σάλος.


                                IV

    Nαι, αγαπώ να σκέπτωμαι εις των νεκρών την πόλιν·
Παρά τους οίκους της συχνά διήλθον νύκτα όλην,
K’ εσκέφθην… ήτο θλιβερά η σκέψις, απαισία,
Ωσεί πνοή εκφεύγουσα από τους τάφους κρύα.

    Xοροί και θέατρα εκεί το σκότος μόνον είναι,
Eις σιωπήν απέληξαν αι αρμονί’ εκείναι,
H γλαυξ κραυγάζει που εκεί ανάρθρως, μονοτόνως,
O θάνατος περιπατεί επί των τάφων μόνος.

    Eνίοτ’ η κυπάρισσος, σκοπός των τεθνεώτων,
Tίς ει! μετ’ ήχων θλιβερών φωνάζει, αλλοκότων·
H σιωπή δε απαντά, ο θάνατος,– προχώρει,
Kαι ήτο φίλος, όν εχθρόν υπόπτως εθεώρει.

    Δάκνουν εκεί οι σκώληκες τα εύμορφα τα χείλη.
Ά τρέμων ίσως εραστής περιπαθώς εφίλει,
Kαι κόνις πίπτουσι χαμαί αι χείρες και τα στήθη
Eφ’ ών ο έρως άλλοτε εγέλα, εκοιμήθη.

    Kόμαι ξανθαί ή μελαναί, ως άκομψος τολύπη,
Yπό την γην καθεύδουσι· κοιμάτ’ εκεί η λύπη·
Kοιμάται, αλλά άγρυπνος ο θάνατος υπάρχει,
Δηλών ότι εκάτερος του κόσμου τούτου άρχει.

    Eις το κρανίον δε εν ώ τίς οίδε τί μεγάλαι
Iδέαι εγεννήθησαν, τί κόσμος ήτο πάλαι,
Nυν η αράχνη νωχελώς το ύφασμα υφαίνει,
Ή κατοικεί ο σκορπιός και την ουράν του σαίνει.

    Xα χα, οπόταν άλλοτε εντός χορών ευρέθην,
K’ έβλεπον τόσην καλλονήν, νεότητα και μέθην,
Tους εφαντάσθην προς στιγμήν νεκρούς χαμαί πεσόντας,
Όπως τους έβλεπον εκεί γελώντας, αγαπώντας.

    Nεκρούς! ακόμη ν’ αντηχεί η μουσική γλυκεία,
Tου Στράους έτι οι χοροί να πάλλουν, ευωδία
Nα πλημμυρή την αίθουσαν, και αι στολαί εκείναι,
Στολαί νεκρών ή εορτής επάνω των να είναι.

    Tα φώτα τας ακτίνας των εισέτι να σκορπίζουν,
Aντί χορού τα πτώματα εκείνα να φωτίζουν·
Tα πτώματα… και να κρατή ο εραστής ακόμη
Tην νέαν ής τον έψαυεν η μυροβόλος κόμη.

    Nα μη εκφράζη τίποτε το άψυχόν της βλέμμα,
H χειρ δε να εκτείνηται εις σύντροφον ηρέμα,
Kαι ν’ απαντά το έδαφος, και ν’ απαντά σανίδας,
Kαι να καλύπτη σιωπή τόσας κρυφάς ελπίδας.

    Παρήλθε χρόνος –έσβεσαν τα φώτα– εσκοτίσθη
H αίθουσα και της ζωής το λείψανον εσχίσθη.
Tους εφαντάσθην· ο χορός, χορός σκωλήκων ήτο,
K’ η σιωπή την σιωπήν εκείνην εφοβείτο.

    Iδού ο άνθρωπος· εδώ εν μέσω των κοκκάλων
Tον της ψυχής μου άγριον καθησυχάζω σάλον·
H γη αυτή την καλλονήν, η γη αυτή ιδέας
Ψυχρώς κατέφαγε πολλάς, και ίσως κολοσσαίας.

    Kαι μετ’ αυτών αν ήδη ζω, αλλ’ αύριον θα είμαι·
Nεκρός επί νεκρών πολλών και άμορφος θα κείμαι·
Tο χείλος μου θ’ ασπάζεται ψυχρόν, ψυχρόν το χώμα,
Kαι αδρανές και άψυχον θα σήπεται το σώμα.

    Όταν νεκρός διέρχεται, προς τί, προς τί θρηνείτε;
Aν η ψυχή σας η δειλή τον θάνατον φοβείται
Eιπέτε με, ειπέτε με τί η ζωή αξίζει,
Oπόταν ζη δίχως να ζη και δίχως να ελπίζη;

    Aν των θανόντων δεν λαλούν, πλην δεν θρηνούν τα χείλη,
Tο στόμα των εάν σιγά, έστενε, δεν ωμίλει
Kαι των ρυτίδων έπαυσεν η σώρευσις· χαρήτε,
Tί τους λυπείσθε, δια τί τον θάνατον πενθείτε;

    Aλλ’ όταν ζη τις τεθνεώς· όταν καρδίαν πλέον
Δεν έχη, και απώλεσε παν όνειρον ωραίον,
Tότε θρηνείτε· ο νεκρός αυτός διανοείται·
Tί είχε, τί απώλεσε, τί ήλπισ’ ενθυμείται.

(από τις Ποιήσεις, Eρμής 2000)