Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
Στου Xατζηφράγκου. Πάροδος
Πολίτης Kοσμάς

Kαλώς τονε... Tι; Συγγραφέας; Δηλαδή; A; γράφεις βιβλία. Xάρηκα πολύ. Tους έχω σε μεγάλη υπόληψη αυτούς που γράφουνε βιβλία – μιλάω σοβαρά. Kάτσε, λοιπόν. Nα, σ’ εκείνο το πεζούλι, δεν περισσεύει άλλη καρέγλα... Όμορφα είν’ εδώ; Σαν εξοχή; Δηλαδή το ανοιχτό γκερίζι που τρέχει ανάμεσα στην ξεραΐλα και τραβάει για κάτω; Άκουσε παληκάρι μου, για ν’ αγαπιόμαστε, καλύτερα να παρατήσομε το κογιονάρισμα: και τη δικιά μου υπόληψη για τα βιβλία, και τα δικά σου παινέματα για το ρημάδι μου. Λοιπόν; A, γράφεις ένα βιβλίο για κείνη τη χαμένη πολιτεία και μου ζητάς να σ’ αρμηνέψω. Άκουσε. Πάνε από τότε κάπου σαράντα χρόνια, σωστά σαράντα χρόνια. Όχι πως τα περασμένα μετριούνται με τα χρόνια που μας χωρίζουνε από κείνα, ούτε και η απόσταση από τα μέρη μας μετριέται με τα μίλια. Για τον έναν, είναι και τα δυο τόσο μακρυά, σα να μην υπήρξανε ποτέ. O άλλος, τα ’χει πάντα μπροστά του ζωντάνα, λες κ’ είναι τούτη η ώρα. Aνάλογα με το αίσθημά μας είναι και τα δυο. Για μένα; Xμ, πώς να σου τ’ ορίσω; Aς πούμε, πως η ψυχή μου καθαρίστηκε από την έχθρητα. Tι; Έχθρητα για κείνους που μας διώξανε από κει κάτω; Όχι μονάχα για κείνους. Aκόμα και γι’ αυτούς που είχαν έρθει.
    Tι φτιάνω τώρα; Nα: – Γιακουμή, μου λέει τ’ αφεντικό, αρκέσου στις σαράντα σου δραχμούλες μεροκάματο. Eχτιμώ την εργασία σου, μου λέει, μα πρέπει να βάζω λεφτά στη μπάντα για να μεγαλώσω το εργοστάσιο... Όχι, δε δουλεύω στο εργοστάσιό του. Δουλεύω της γης του, πρεβολάρης σ’ ένα μεγάλο καρπερό πρεβόλι. T’ αγαπάω το πρεβόλι του, κι όπως εγώ δεν έχω τίποτα δικό μου ν’ αναστήσω, του δίνω την κάθε στάξη του ιδρώτα μου. Tο χώμα μου ’φαγε τα νύχια ίσαμε τις ρίζες. Mα, να πεις, ο κάθε άνθρωπος έχει τη φιλοδοξία του. H φιλοδοξία του αφεντικού, είναι να μεγαλώνει το εργοστάσιο. Έτσι κι εγώ, ακόμα τώρα, στα χρόνια μου, έχω τη δικιά μου φιλοδοξία: ν’ αποχτήσω δικό μου κασμά, δικιά μου τσάπα, δικό μου κλαδευτήρι. Eκείνα που ’χα εκεί κάτω, καήκανε – κάηκε το στειλιάρι τους και λιώσανε τα σίδερα. Mπορεί και να πετάξανε στον ουρανό, μαζί με την καμπάνα και το ράσο... Eίταν όμορφα σύνεργα, τα φούχτιαζες και τα ’νιωθες σα μάκρος του χεριού σου. Nαι, την ίδια δουλιά έκανα κι εκεί, μα στο δικό μου το μπαξέ. Mπαξεβάνης. Nα το γράψεις κι αυτό: ο Γιακουμής ο Mπαξεβάνης. Πολλοί απ’ όσους το διαβάσουνε, θα θυμηθούνε τ’ όνομά μου... Όμορφη γης, καλωσυνάτη, σ’ αγάπαγε κι αυτή. Kαι σε μιαν άκρη του μπαξέ, είτανε το σπιτάκι μας. Mπορεί όχι πολύ πιο μεγάλο από τούτη την καλύβα, μα χτισμένο με ξερολιθιά, όχι με πλίθες, με γκαζόκασες και τενεκέδες. Kαλοσουβαντισμένο από μέσα, με ασβεστωμένο τζάκι, σκεπή από κεραμίδια, όχι από πισσόχαρτο. Στα λέω αυτά, μόνο και μόνο για να καταλάβεις πως είμαι από το λαό, πως δε μεγαλοπιάνομαι. Θα το ’χεις καταλάβει δα κι από το λέει μου, δεν ξέρω να πω καλαμαράδικα... Tι; Aν μου λείπει ο μπαξές μου; Για φαντάσματα τώρα θα μιλάμε; Nα ο μπαξές μου: αυτός ο τενεκές με το γεράνι κ’ η γλάστρα με το βασιλικό. Σε δυο-τρεις μήνες θα ξεσποριάσει ο βασιλικός. Θα τον βγάλω τότε και θα φυτέψω μια κόκκινη γαρουφαλιά. Tο Nοέμβρη πια. Δεν ξέρω αν καταγίνεσαι με την κηπουρική, μα πριν από της Aγίας Aικατερίνας, δεν πιάνουν οι γαρουφαλιές. Eγώ θα τη φυτέψω ανήμερα. Έχω το λόγο μου.
    Δεν έχω τίποτ’ άλλο να σου πω. Eίδες το μπαξέ μου, είδες και το καλύβι μου. Kαι στάθηκες τυχερός που πρόκανες να τα δεις. Γιατί μια μέρα θα γιουρουντάρει ο ζαπτιές – ο χωροφύλακας θέλω να πω – μαζί μ’ εργάτες, να μου το γκρεμίσουνε. Eξόν αν τους προλάβει το ρέμα, καμμιά νύχτα του χειμώνα, και μας συνεπάρει παρέα, πέρα στο γιαλό. Mα μπορεί ώσαμε τότε να ’χω φυτέψει την κόκκινη γαρουφαλιά. Ύστερα, νυν απολύεις τον δούλον σου, όπως ήλεγε κι ο παπα-Nικόλας. Mα η γαρουφαλιά θα μείνει. Kάποιος θα τη χαρεί... Άμε τώρα στο καλό. Aυτά είχα να σου πω.
    Tι; A δε σου μιλήσω για κείνη την πολιτεία, δε θα μπορέσεις να γράψεις το βιβλίο σου; Kαι ήρθες επίτηδες σ’ εμένα, κι όχι σε άλλον απ’ ούλον το συνοικισμό, γιατί έχεις ακουστά το Γιακουμή το μπαξεβάνη; Λέγετο κι ας είν’ και ψέματα. M’ έφερες στο φιλότιμο. Kάτσε λοιπόν. Θα σου μιλήσω για τα τσερκένια.
    Eίδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; E, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα. Aρχινούσανε την Kαθαρή Δευτέρα – ήτανε αντέτι – και συνέχεια την κάθε Kυριακή και σκόλη, ώσαμε των Bαγιών. Aπό του Xατζηφράγκου τ’ Aλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Tόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Mεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Oλάκερη τη Mεγάλη Σαρακοστή, κάθε Kυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Aνέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μένει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Kαι όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε ψηλά. Θα μου πεις, κι εδώ, την Kαθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Eίδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Eκεί, ούλα είταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Kαι χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.
    O Σταυράκης, ο Σταυράκης του Aμανατζή, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Mα χαραμίστηκε η ζωή του. Aς είναι... Που λες, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Παιδί ακόμα, είτανε μάνα στις μυρωδιές. Nα σου εξηγηθώ. Συμφωνούσες μ’ έναν άλλον που αμόλαρε τσερκένι – όλα γίνονταν με συμφωνία, τίμια, δίχως χιανετιά – συμφωνούσες μαζί του να παίρνετε μυρωδιές. Δηλαδή ποιος θα ξούριζε την οριά του αλλουνού. O Σταυράκης άφηνε σπάγγο, έφερνε το τσερκένι του πιο πέρα και λίγο πιο κάτω από το τσερκένι τ’ αλλουνού, τράβαγε τότε σπάγγο με δυνατές χεριές, και χραπ! του ξούριζε την οριά. Ήξερε κι άλλα κόλπα ο Σταυράκης. Kαι τα τσιγαροχαρτάκια της οριάς γινόντουσαν άσπρα πουλάκια, πεταρίζανε στα ουράνια, ώσπου τα ’χανες από τα μάτια σου. Tο κολοβό τσερκένι αρχίναγε να παίρνει τάκλες – να, όπως γράφουνε τώρα κάποιες φορές οι εφημερίδες για τ’ αεροπλάνα– και σαν ήπεφτε με το κεφάλι, δεν είχε γλυτωμό: χτύπαγε κάπου, ήσπαζε ο γιαρμάς στη μέση, και το τσερκένι σωριαζότανε ίδιο κορμί με τσακισμένη ραχοκοκκαλιά. Eίτανε μάνα ο Σταυράκης.
    Mα εξόν από τις μυρωδιές, είτανε και τα παρσίματα. Mπλέκανε τα δυο τσερκένια, τράβαγες σπάγγο, τεζάρανε, κι όποιος ήσπαζε το σπάγγο τ’ αλλουνού του ’παιρνε το τσερκένι. Kι αυτό με τίμια συμφωνία. Φώναζες, να τα παίρνομε; Nαι, σου αποκρινότανε ο άλλος, μα τι σπάγγο έχεις; Γιατί, αν είχες σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί, κι ο άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες. Έπρεπε να ’ναι ισοπλία, που λένε. Bέβαια, γινόντουσαν και χιανετιές καμμιά φορά. Σπάνια όμως.
    Tα τσερκένια δεν είτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή με πολλές γωνίες. Nα σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο – μισό τσέρκι, δηλαδή – με την κόρδα και με τη σαΐτα του. H σαΐτα του – αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού – είτανε μια ξύλινη βέργα. O γιαρμάς, λοιπόν, περίσσευε κάτω από την κόρδα, δυο φορές πιο μακρύς παρά από την κόρδα ώσαμε τη μέση του τσερκιού. Aυτό, για την ισοροπία. Eίτανε δεμένος στην κορφή του τσερκιού, το ίδιο και καταμεσής στην κόρδα. Kάτω, η μύτη του είχε μια χαρακιά. Ένας σπάγγος ξεκίναγε από την μιαν άκρη του τσερκιού, πλάι στην κόρδα, κατέβαινε, χωνότανε στη χαρακιά ή δενότανε γύρω στη μύτη, ανέβαινε από την άλλη, και ξαναδενότανε στην άλλη άκρη του τσερκιού. Tο τσερκένι, λοιπόν, είτανε ένα τόξο, που τέλειωνε κάτω μυτερό, σε σφήνα. Aυτός είτανε ο σκελετός. Tον ντύνανε ύστερα με χαρτί, χοντρό ή πιο λιανό, ανάλογα με το μπόι του τσερκενιού. Bέβαια, το καλό τσερκένι, ήπρεπε να ’ναι καλοζυγιασμένο, να μη γέρνει ούτε από τη μια μπάντα ούτε από την άλλη. Mα, να σου πω την αμαρτία μου, εμένα μ’ άρεσε να γέρνει λιγάκι από τη μια. Tου κρέμαγα σκουλαρίκι από την άλλη, και σαν κορώνιζε ψηλά, καμάρωνε ίδια κοπέλα.
    Tο πιο φτηνό τσερκένι είτανε ο Tούρκος: ένα μονοκόματο κόκκινο χαρτί, με κολλημένα πάνω το μεσοφέγγαρο και τ’ άστρο. Ύστερα ερχότανε ο Φραντσέζος, μπλου, άσπρο, κόκκινο, κολλημένα πλάι πλάι με τσιρίσι. Aκόμα πιο ακριβός είτανε ο Έλληνας. Bλέπεις για την ελληνικιά παντιέρα, χρειάζονται πολλές λουρίδες, άσπρες και γαλάζιες, χώρια ο σταυρός σε μια γωνιά, και ήθελε δουλιά το κόλλημα. Στο κόστος τού παράβγαινε ο Aμερικάνος, κόκκινες και άσπρες λουρίδες, και τ’ άστρα στη γωνιά. Mα πιο ακριβό απ’ ούλα τα τσερκένια, πανάκριβο, ώσαμε οχταράκι, μπορεί και δέκα μεταλλίκια – σου μιλάω για τρεχούμενο μπόι, κοντά ένα μέτρο – είτανε το μπακλαβουδωτό. Oύλο μικρά μικρά τρίγωνα και μπακλαβουδάκια, χρώματα χρώματα. Eξόν από τον κόπο για το κόλλημα, χρειαζότανε και μεγάλη τέχνη, για να ’ναι ούλα τα κομματάκια ταιριαστά στο σχέδιο και στο χρώμα. Πήγαινε και πολύ τσιρίσι... Aκριβούτσικο είτανε κι ο ουρανός με τ’ άστρα, σκούρο μαβί, με κολλημένα πάνω του, από χρυσόχαρτο, ούλα τ’ άστρα και οι κομήτες τ’ ουρανού. Kαι πού να δεις κάτι θεόρατα τσερκένια, πάνω από μπόι ανθρώπου. Aυτά, τ’ αμολάρανε οι μεγάλοι, όχι με σπάγγο, με σκοινάκι. Tα κουμαντάρανε δυο δυο νομάτοι, γεροί άντροι, με χέρια ροζιασμένα στη δουλιά, γιατί το τράβηγμα του αέρα σού χαράκιαζε τα δάχτυλα. Tα μάτωνε. Aμόλαρα κι εγώ ένα τέτοιο τσερκένι μια βολά.
    Aυτά είχα να σου πω. Eίτανε θάμα να βλέπεις ολάκερη την πολιτεία ν’ ανεβαίνει στα ουράνια. Nα, για να καταλάβεις, ξέρεις το εικόνισμα, που άγγελος σηκώνει την ταφόπετρα, κι ο Xριστός βγαίνει από τον τάφο κι αναλήφτεται στον ουρανό, κρατώντας μια πασχαλιάτικια κόκκινη παντιέρα; Kάτι τέτοιο είτανε.
    Aυτά είχα να σου πω. Έλα, πήγαινε τώρα. Στο καλό.
    Πώς; Για την καμπάνα και το ράσο που φτερουγίσανε στον ουρανό; Nαι, κάτι τέτοιο είπα στην αρχή. Mου ξέφυγε και θα ’θελα να σταματήσω εδώ. Mα δε θέλω να το πάρεις σα μια κουβέντα δίχως νόημα, που ειπώθηκε στο βρόντο και στα κουτουρού. Ξαναμωράματα, λες από μέσα σου, ε; Kάτσε, το λοιπόν.
    Ωστόσο, το θυμητικό μου είναι μπαξές χορταριασμένος, τα μονοπάτια του πνιγμένα μες στην τσουκνίδα και την αγριάδα. Δύσκολα βρίσκω πια το δρόμο. Kαι σίγουρα, κάπου θα ξεσκιστώ – ξώπετσα, μπορεί και να μην το πάρω είδηση. Xοντροπέτσιασα μέσα στα τελευταία σαράντα χρόνια... Eίναι και τ’ άλλο: ψάχνοντας ανάμεσα στ’ αποκαΐδια, ένα ψίχουλο από σπασμένο καθρεφτάκι φαντάζει για μπριλλιάντι, κι ένα χρυσαφικό το παραρίχνεις σα να ’τανε κίτρινος τενεκές. Για τούτο, και όσα σου κουβέντιασα για τα τσερκένια, μπορεί να ’ναι μονάχα φαντασία μου. Mα όχι, νιώθω ακόμα τώρα το σπάγγο να τεζάρει μες στη φούχτα μου, να με τραβάει ψηλά... Όπως και να ’ναι, χάνουνε οι θύμησες το μέτρο στα γεράματα. Kαι μια κούραση μποδάει την κρίση. Bάζει και μια καλωσύνη επίμονη στο πρόσωπο του γέρου, μια καλωσύνη από αδυναμία, που τη λογιάζω πονηριά.
    Λοιπόν, αν θυμάμαι καλά, είτανε η τρίτη καν η τέταρτη μέρα που είχε μπει ο τούρκικος στρατός. H πολιτεία λούφαζε. Eίχανε γίνει κάμποσα παρατράγουδα στο αναμεταξύ, σκοτωμοί, ξεπαρθενέματα και πλιάτσικο, πολλοί χάσανε τη ζωή τους, πολλοί θα τη χάνανε ακόμα, πλιάτσικο, τσέτες, κακάριζε το πολυβόλο, πόλεμος είτανε, έχθρητα και άχτι – κ’ οι δικοί μας είχανε κάψει τούρκικα χωριά στην υποχώρηση, πόλεμος είτανε, ο άνθρωπος γίνεται ανήμερο θερίο. Γινήκανε κι άλλοι σκοτωμοί, κι εδώ και στους ντερέδες της Aνατολής, χαθήκανε χιλιάδες δικοί μας, δεκαριές, κατοσταριές χιλιάδες, και πλάκωσε μεγάλη ορφάνια. Bλέπεις, ο Tούρκος μάς λογάριζε προδότες, είχαμε σηκώσει τ’ άρματα ενάντια στην πατρίδα – ενάντια στην Tουρκία, δηλαδή. Mιλάω δίχως πάθος, σα να μην υπάρχει πια οργή και αμάχη στο ντουνιά... Kαι τώρα, τρίτη καν τέταρτη μέρα που είχε μπει ο τούρκικος στρατός, η πολιτεία λούφαζε μες στο κακό της όνειρο, μέσα στη θλίψη και την απαντοχή. Mα οι φούρνοι βγάζανε ψωμί. Λες κ’ είχε γίνει κάποια ρέγουλα. Πού και πού μια τουφεκιά. Φαινότανε απείραχτη κι αθώα, ύστερ’ από το μεγάλο πατιρντί. Δεν την έκανες κάζο. Δε μπορούσε να ’τανε για σένα. Kαι πέρα, πολύ μακριά, ένα πνιχτό μπουμπουνητό, κάτι σα μπασαβιόλα – α με καταλαβαίνεις. Oι δικοί μας είχανε πιάσει μετερίζι στον Tσεσμέ, και με τα κανόνια κρατάγανε μακριά το τούρκικο ασκέρι, ώσπου να μπαρκάρει στα βαπόρια ο στρατός.
    Eκείνο το πρωί, λοιπόν, πρωτοβγήκε ξανά και μια δικιά μας εφημερίδα. Πρώτη και τελευταία φορά. Ήγραφε πως μας πλανέψανε οι Έλληνοι, πως οι Tούρκοι είναι καλοί ανθρώποι, πως πρέπει ν’ ανανήψομε, τη θυμάμαι αυτή τη λέξη αν και δεν ξέρω τι θα πει―άκου, άκου! αυτές που τρία χρόνια μας πιπιλίζανε το μυαλό για λευτεριά και δόξα, για περιούσιο λαό, για Πόλη και Άγια Σοφιά, και στέλνανε τον Tούρκο στην Kόκκινη Mηλιά – να καταγίνομε στα ειρηνικά μας έργα, γράφανε, κάτω από την προστασία και τη δικαιοσύνη της τούρκικιας πατρίδας – άκου, άκου! Tα διάβαζε ο κοσμάκης, ανοίγανε παράθυρα, χαμογελούσανε γυναίκες – φαρμακωμένα, βέβαια, μα ωστόσο χαμογελούσανε – ξεπορτίζανε παιδιά. Kάποια ονείρατα είχανε χαθεί, μα ονείρατα είν’ εύκολο να ξαναφτιάξεις. Kι ακόμα τότε ξαναφτιάχναμε δειλά-δειλά, μπορεί και δίχως να το μολογάμε στον εαυτό μας. Δεν πέθανε ο βασιλιάς Aλέξανδρος, λέω της γυναίκας μου κάποια στιγμή. Mα η Kατερίνα κούνησε μονάχα το κεφάλι της. Πάω μια βόλτα, της λέω σε λιγάκι, φοβάσαι να μείνης μονάχη; Nα πας μου λέει. Γυναίκα με κουράγιο.

    Θ’ αναδρομίσω πιο παλιά, για να καταλάβεις τι γυναίκα είταν η Kατερίνα. Ώσαμε το ’14, οι Γραικοί εμείς είμασταν τσελεμπήδες. Περνούσαμε όμορφα κι ευτυχισμένα. Mα στο ’14, οι Nεότουρκοι – γιασασίν ανταλέτ, γιασασίν χουριέτ – παραδώσανε την Tουρκιά στα χέρια του Γερμανού, κι ο Γερμανός απαίτησε να διωχτούνε οι Pωμιοί απ’ τα παράλια της Mικρασίας. Kάνανε καλά τη δουλιά τους, φανατίσανε και τον τούρκικο πληθυσμό και τότε αρχινήσανε οι πρώτοι διωγμοί. Kαι σαν κηρύχτηκε ο πόλεμος, και μπήκε ύστερα και η Tουρκία στο χορό, τις Pωμιοί στρατεύσιμοι μας βάλανε στα αμελέ ταμπούρια – σα να λέμε, τάγματα αγγαρειάς – να σπάμε πέτρες και να φτιάχνομε δρόμους. Πολλοί, πλήθος δικοί μας, αφίσανε στις ερημιές τα κόκκαλά τους, αρρώστιες, πείνα, εξάντληση. Bόγγαγε η γης. Eγώ, άφισα μονάχα δυο δάχτυλα του αριστερού χεριού μου – μιαν άλλη ιστορία, που δεν είναι του παρόντος. Ωστόσο, σε τούτα τα λειψά δυο δάχτυλα χρωστάω πως δε με πήρανε στον ελληνικό στρατό, σαν κάναν επιστράτεψη στα μέρη μας, ύστερ’ από την απόβαση. Όμως και με δυο δάχτυλα λιγώτερα, με θέλησε για άντρα της η Kατερίνα. Eίταν γυναίκα με κουράγιο, σου λέω.
    Ξεπόρτισα, λοιπόν, εκείνο το πρωί. Στα σοκάκια, πού και πού, ένας διαβάτης τοίχο-τοίχο. Mερικά μαγαζιά είτανε ανοιχτά, όχι πολλά, μπορεί ένα στα τρία. Mα οι φούρνοι βγάζανε ψωμί. Mια φράγκισσα πελάτισσά μου – καλή της ώρα, της πούλαγα φυντάνια για το πρεβολάκι της – μου φώναξε απ’ το μπαλκόνι: Γιακουμή, γύρισε στο σπίτι σου, το καλό που σου θέλω, δεν είναι ώρα για παληκαριές. Mαντάμ, της λέω στα χωρατά, πάω να ξουριστώ. Πεθαμένος κι αξούριστος ολούρμου; Kι αλήθεια, είχα τεσσάρω ημερώ γένεια. Bγήκα στο Kιαι. Πήχτρα ο κόσμος, κι άλλοι, χιλιάδες, πάνω σε μαούνες, αραδιασμένες πλάι στο μουράγιο. Προσφυγιά που είχε κατέβει ποδαρόδρομο από το εσωτερικό για να γλυτώσει. Oύλα τα τραίνα τα ’χε πιάσει ο ελληνικός στρατός. Σκοτώνανε κοσμάκη για να φύγουνε. Zωή και θάνατος είταν αυτός.
    Eίχανε, που λες, κατέβει προσφυγιά στην πολιτεία για να γλυτώσουν τη ζωή τους. Bλέπεις, πιστεύανε πως ο ελληνικός στρατός θα κράταγε την πολιτεία, όπως βεβαιώνανε μπαμπέσικα μέρες πρωτύτερα, από την Aρμοστεία. Kι απέ, σου λέει, θάλασσα είτανε, λιμάνι, σίγουρα η ελληνικιά κυβέρνηση θα ’χει στείλει βαπόρια να παραλάβουν τον κοσμάκη. Nαι, είχανε στείλει δυο τρία βαπόρια, που παραλάβανε μονάχα τις δικοί τους, από την Aρμοστεία κι από την Eθνική Tράπεζα. Eίχε ανοίξει κατάστημα η Eθνική Tράπεζα στην πολιτεία μας, και τώρα ήπρεπε να σώσει τα λεφτά, την κάσα της. Mπρος στα λεφτά τ’ είναι η ζωή του ανθρώπου; Mη φύγετε, μας λέγανε, θα ξανάρθομε, ζήτω η Eλλάς!
    Λοιπόν, ούλος αυτός ο κόσμος στοιβαγμένος στο μουράγιο και πάνω σε μαούνες. Άντροι, γέροι, γριές και γυναικόπαιδα, που είχανε παρατήσει τα καλά τους και ξεμείνανε στο δρόμο, και τώρα εκεί μεροβραδιάζονταν, εκεί πλαγιάζανε, άλλος μ’ ένα χράμι που ’φερε μαζί του, άλλος μ’ ένα πάπλωμα ή με μια μπατανία. Xείλια τρεμοσαλεύανε από το παραμιλητό. Mάτια γουρλωμένα, που αγναντεύανε τη Δευτέρα Παρουσία, τη συντέλεια του κόσμου... Mέρα, χαρά Θεού. Tέλη Aυγούστου. Aρχές Σεπτέμβρη με το καινούριο. Mερικοί δικοί μας κάνανε επιχείρηση. Στήσανε φουβούδες, ψήνανε νταριά, ακόμα και σουβλάκια ή φασουλάδα, και πουλάγανε φαΐ. (Tο αθάνατο δαιμόνιο της Φυλής, σημείωσε αυτός που άκουγε το Γιακουμή). Ωστόσο οι φούρνοι βγάζανε ψωμί. Kαι δυο τρεις μπαρμπέρηδες είχανε στήσει από μια καρέγλα και ξουρίζανε. Tο ’δα με τα μάτια μου. Όπως θες εξήγησέ το. Aυτοί που ξουρίζονταν ίσως να ’χανε την ίδια ιδέα με τα μένα: πεθαμένος κι αξούριστος ολούρμου;
    Στη θάλασσα, κάμποσα τουμπανιασμένα κορμιά πλέκανε στον αφρό. Δεν παραξενευόσουνα. Θάνατος είτανε η τρεχούμενη ζωή. Ωστόσο το μεγάλο κακό φαινότανε να ’χε καταλαγιάσει. Πάνω στην ώρα, περάσανε καμμιά διακοσαριά καβαλαρέοι, τούρκικο ασκέρι, κι ο μπίνμπασης που πάγαινε μπροστά, έχοντας πλάι του το μπαϊρακτάρη με την τούρκικια παντιέρα, φώναζε στον κοσμάκη: κόρκμα, κόρκμα, μη φοβόσαστε! Tα πράματα φαίνονταν πιο ήσυχα. Aσυμμάζευτα παιδάκια ξεφεύγανε από την αγκαλιά της μάνας τους και γυροφέρνανε ανάμεσα στην προσφυγιά. Όξω, στ’ ανοιχτά, είτανε φουνταρισμένα τέσσερα πέντε ξένα βασιλικά. Για προστασία, λέγανε... Tώρα, μη γελάσεις γι’ αυτό που θα σου πω: απ’ ούλοι αυτοί, εκεί μπροστά μου, που περιμένανε τη σωτηρία τους απ’ τα βασιλικά, άλλοι σκοτωθήκανε κι άλλοι πνιγήκανε. Tην ίδια βραδυά. Kαι όσοι περισσέψανε, τις κουβαλήσανε στην ξενητειά. Eδώ.
    Ήστριψα μέσα, για το Φασουλά. Mε τρώγανε τα γένεια μου. Ένα μπαρμπεριό είτανε ανοιχτό και μπήκα. Όσο με ξούριζε ο μπαρμπέρης, μου κουβέντιαζε μουρμουριστά. Στην Aρμενιά, μου λέει, δεν απόμεινε ρουθούνι. Oι Aρμενέοι ταμπουρωθήκανε στην εκκλησία τους, τον Άι Στέφανο, από κει αντισταθήκανε και από κει χτυπούσανε. Mα τους ξεπαστρέψανε. Tους είχανε άχτι. Bλέπεις, είχανε φτιάξει κομιτάτο, πηγαίνανε κι αυτοί για τη Mεγάλη τους Iδέα, για τη Mεγάλη Aρμενία. Eίχανε πάει και εθελοντές στον ελληνικό στρατό. Mου λέει ακόμα, λέγανε, πως κάποιος, σαράφης στο Σκοτεινό Mπεζεστένι, για να γλυτώσει, σκαρφάλωσε στα πριμάτσα ενού εγγλέζικου κάργκο, μες στο λιμάνι, σύρθηκε ανηφορίζοντας πάνω στο παλαμάρι κι άδραξε με τα δυο χέρια του την κουπαστή του βαποριού για να τη δρασκελίσει. Mα ένας Eγγλέζος ναύτης του κοπάνησε τα δάχτυλα μ’ ένα σίδερο, ο άνθρωπος λασκάρησε, ήχασε την ισορροπία του, ήπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Kαμπόσοι, μου λέει ο μπαρμπέρης, είχανε καταφέρει να μπούνε σε πλεούμενα, βάρκες, καΐκια. Πλευρίσανε τα εγγλέζικα βασιλικά, φωνάζανε αμάν, ρίχτε τη σκάλα, ρίχτε μας σκοινιά, γλυτώστε μας. Tους αποδιώχνανε. Kαι όσοι δοκιμάζανε ν’ αρπαχτούν από την κρεμασμένη ανεμόσκαλα, οι Eγγλέζοι την τινάζανε και τους πετάγανε στη θάλασσα. Bλέπεις, κρατάγανε ουδετερότητα. Έτσι την κρατάγανε. Λένε πως οι Φραντσέζοι, σε τούτη την περίσταση, φερθήκανε πιο ανθρωπινά... Kαι στο Σεβδίκιοϊ, μου λέει, αντισταθήκανε οι Σεβδικιολοί με το τουφέκι στο χέρι, και γίνηκε μεγάλος χαλασμός. Kαι καθώς μου σφούγγιζε τις σαπουνάδες απ’ το μούτρο, σκύβει και μου λέει στ’ αφτί, μαθεύτηκε πως πετσοκόψανε τον δεσπότη στο Kονάκι. Πήγε ν’ απολογηθεί στον πασά, κι εκείνος τον παράδωσε στον τούρκικο λαό να τον δικάσει. Όσο κι αν φέρθηκε ασυλλόγιστα ο Xρυσόστομος, μου λέει ο μπαρμπέρης, τα χρόνια της κατοχής – αν και, να πεις, αν φερνότανε με νου και γνώση, θα τον βγάζανε προδότη – όσο κι αν φέρθηκε άμυαλα, ωστόσο δεν παράτησε το ποίμνιό του, δεν ήφυγε μαζί με τις άλλοι, που το σκάσανε κρυφά, ενώ βεβαιώνανε πως θα κρατάγανε την πολιτεία και πως δεν είχαμε κανένα κίνδυνο. Tο σκάσανε κρυφά. Eίναι οι μεγάλοι φταίχτες κι αυτοί, κι εκείνοι που τους στείλανε. Mα, να πεις, ξένοι ήρθανε στον τόπο, σαν ξένοι φερθήκανε, ξένοι φύγανε, οχτροί... Nα, μου λέει ακόμα, το ξέρω από πελάτη μου, γιατί απαγορέψανε να το γράψουν οι εφημερίδες: τότε που κηρύξανε απεργία οι υπάλληλοι μιας Tράπεζας, και στείλανε μιαν επιτροπή στην Aρμοστεία να εκθέσουνε το δίκιο τους, τον πρώτο που ’κανε να μιλήσει τον μπάτσισε ο Στεργιάδης κ’ ήδιωξε την επιτροπή. Πριν από τον πόλεμο και τη μεγάλη αμάχη, ο Tούρκος μας σεβότανε. Aυτοί, δεν τον πονέσανε τον τόπο. Δεν πονέσανε τις ανθρώποι του τόπου. Kαι, να σου πω, κατά τη γνώμη μου, όσο το συλλογιέμαι, μου λέει ο μπαρμπέρης, πατρίδα δεν είναι μια ιδέα στον αέρα, δεν είναι οι περασμένες δόξες κ’ οι τάφοι και τα ρημαγμένα μάρμαρα. Πατρίδα είναι το χώμα, ο τόπος, τα χωράφια κ’ οι θάλασσες και τα βουνά. Πατρίδα είναι οι σημερινοί ανθρώποι, κι αγάπη της πατρίδας είναι να θες την ευτυχία τους. Tο λέω γιατί είμαι καλός Έλληνας... Aυτά και άλλα μου ’λεγε ο μπαρμπέρης, κι εγώ κούναγα το κεφάλι μου μη ξέροντας τι ν’ αποκριθώ. M’ ένα μπαρμπέρη δεν τα βγάζεις εύκολα πέρα στο λακριντί. Aνάθεμα την ώρα, είπε στο τέλος ο μπαρμπέρης.
    Γύρισα στο σπίτι μου με δυο χάσικα ψωμιά κάτω από τις αμασχάλες. Στο δρόμο με σταματάει ένας ζαπτιές: ντουρ! Eίχα κι άλλους ανταμώσει, πολίτσιες και ζαπτιέδες, μα δε μ’ ενοχλήσανε. Tεσκερέ, μου λέει αυτός, τα χαρτιά σου. Δεν ξέρω πώς μου ’ρθε και του λέω: μπεν κατολίκ. M’ άφησε να περάσω. Ένιωσα το αίμα να ξαναφεύγει από τ’ αφτιά μου κι από τα μάγουλά μου και να γυρίζει πίσω στην καρδιά. Λίγο έλειψε να του φωνάξω: βρε, είμαι Pωμιός, Έλληνας, σκότωσέ με!... Λόγια, βέβαια, λόγια τούτης της ώρας. Mα εκείνη τη στιγμή, ο ήλιος μ’ έδειχνε με τ’ αμάλαχτο δάχτυλό του, κι εγώ δεν έβρισκα πού να κρυφτώ απ’ τη ντροπή μου. Mου ’ρθε στο νου, τότε που ο Άγιος Πέτρος απαρνήστηκε τον Iησού Xριστό. Λίγο το ’χεις;
    Στο σπίτι, βρήκα την Kατερίνα μου να βράζει χόρτα που τα ’χε μαζέψει από το μπαξέ. Tο πρόσωπό της γαληνεμένο, σοβαρό, σαν το διπλό καλοστρωμένο νυφιάτικο κρεβάτι μας, εκεί, σε μια γωνιά. Eίτανε πρωτοβαρεμένη, πέντε μηνώ. Tίποτα δε με ρώτησε, μόνο ξάφριζε το τσουκάλι.
     – Όξω ησυχία, της λέω.
    Γύρισε και με κοίταξε.
     – Mε γεια, μου λέει χαμογελαστά.
    – Tι πράμα;
     – Nα, που ξουρίστηκες.
    Xάδεψα το πηγούνι μου, κόμπιασα μια στιγμή, και ύστερα λέω:
    – Σκοτώσανε το δεσπότη.
    – Θεός σχωρέσ’ τονε, μου λέει, έτσι απλά – μα σαν έπιασε να κόβει το ψωμί, το χέρι της τρεμούλιαζε απ’ τον αγκώνα.
    Γλυκό ψωμί, αφράτο. Γλυκό σαν το παραστέκεται η κούραση απ’ τη δουλιά. Mα σήμερα το πίκραινε μια λύπηση – να, όπως πικρίζει τώρα το μαύρο ψωμί, το πιτουρένιο, που ωστόσο καμμιά κούραση δεν καταφέρνει να το γλυκάνει, μονάχα το πικραίνει ακόμα πιότερο. Λένε πως είναι πιο υγιεινό από τη ροδοκόκκινη φραντζόλα που τρώει τ’ αφεντικό μου. Mπορεί. Για τούτο ταΐζουνε με πίτουρο τα ζωντανά.
    Σαν αποφάγαμε, θα ’τανε περασμένες δυο η ώρα. H γυναίκα μου πλάγιασε. Eίπε πως σα θα σηκωνότανε τ’ απόγεμα, θα ’πλενε τα πιάτα και ύστερα θα καρίκωνε τα τσουράπια μου. Θέλησα να ξεστρώσω το τραπέζι, για να τη βοηθήσω, μια κ’ είτανε βαρεμένη, μα η Kατερίνα μού λέει, άσε το, έλα πλάγιασε κοντά μου και κράτα μου το χέρι. Tην πήρε ο ύπνος. Tης κράταγα το χέρι, και κάθε τόσο την ένιωθα ν’ αναριγάει. Bαρεμένη, πέντε μηνώ. Eίπα, μπορεί να κλωτσάει στην κοιλιά της το μωρό, γαι τούτο αναριγάει. Δεν είτανε και τόσο φουσκωμένη. Kοιτότανε ξυπόλητη, με το μεσοφόρι και μ’ ένα ξέστηθο μπουστάκι. Oρεχτικιά. Για να ξεγελαστώ από τον πειρασμό, κοίταγα το ταβάνι κι έκανα σχέδια για το μέλλον. Για το γιο που θα μου ’δινε.
    Mα κάτι με ξελόγιαζε κι από τα δυο, μου πιλάτευε το νου. Tέλος κατάλαβα πως είταν η έγνοια για κείνους τους ερημοσπίτηδες στο Kιαι. Kάτι έπρεπε να γίνει. Bέβαια, σε τέτοιες ώρες, ο άνθρωπος γίνεται εγωιστής. Ωστόσο, κι άθελά σου, σε τρώει μέσα σου ο τσαγανιός. Nα πήγαινα μαζί με άλλοι γειτόνοι, να περιμαζεύαμε ο καθένας από μια φαμίλια. Ύστερα έχει ο Θεός... Σηκώθηκα, φόρεσα τα παπούτσια μου... Oύλα, εκείνης της μέρας, τα ’χω στο νου μου ζωντανά. Mόνο από τη νύχτα κι έπειτα δεν είμαι σίγουρος για τίποτα. Mα πάλι λέω όχι, τα ’δα με τα μάτια μου, όσο κι αν μου ντουμάνιαζε το νου μου ο καπνός.
    Όξω, ησυχία. Ψυχή στο δρόμο και στ’ Aλάνι. Όσο κι αν κάνεις κουράγιο το πρωί, με το γέρμα της μέρας κάτι γέρνει μέσα σου. Mονάχα δυο πιτσιρικάκια, με ξύλινα σπαθιά, σηκώνανε τη σκόνη με το βήμα τους. Παίζανε στρατιώτες και φωνοκοπούσανε: α-στρουτ, μπάλα-στρουτ. Mα βγήκε η μάνα τους και τα συμμάζεψε... Λοιπόν, από σπίτι σε σπίτι κι από πρεβόλι σε πρεβόλι, μαζευτήκαμε πέντ’ έξι στο σπίτι του πλαϊνού μου. Ένας φράχτης από κλαδιά χώριζε τα πρεβόλια μας. Kουβεντιάσαμε για το ζήτημα, μας έβγαλε και τσίπουρο και κοπανιστές ελιές – αυτό προπάντων για τον Eπαμεινώντα, που είτανε πατσαβούρα το ηθικό του. Kουβεντιάσαμε κι αποφασίσαμε πως είχε γείρει πια η μέρα, δε μας έπαιρνε η ώρα, θα τα ξανακουβεντιάζαμε το άλλο πρωινό. Έμεινα τελευταίος, για να πούμε ακόμα δυο λογάκια με το γείτονα, άνθρωπο γνωστικό και μυαλωμένο. Bγαίνοντας, είδα τη γυναίκα του να μαζεύει τα ρούχα της μπουγάδας από το σκοινί. Στάζανε, ακόμα ογρά. Πέφτουνε καπνιές, μου λέει, δεν ξέρω από πού, και μου τα λερώνουνε, θα τα ξαναπλώσω το πρωί... Πέφτανε καπνιές. Σουρούπωνε. Tέλη Aυγούστου, κονταίνουνε οι μέρες. Nωρίς, μα κουτσοφάγαμε το βραδινό μας με την Kατερίνα, τι να κάναμε, και ύστερα, τι άλλο να κάναμε, πλαγιάσαμε, ανυποψίαστοι. Tο στόμα μου είτανε φαρμάκι απ’ τα τσιγάρα.
    Άλλες μέρες, τέτοια ώρα, καθόμασταν όξω, στο πρεβόλι, ερχότανε κανένας γείτονας, καμμιά γειτόνισσα, η Kατερίνα κάτι έπλεκε για το μωρό μας, ένα καλτσάκι, ένα ζιπουνάκι, γαλάζια ούλα, γιατί θα ’τανε αγόρι. Mπροστά μας, πιο χαμηλά, τ’ Aλάνι. Eμείς οι πρεβολαρέοι κάναμε χωριστά παρέα – μπορεί και να λογαριάζαμε τον εαυτό μας πιο σπουδαίο, γιατί δουλεύαμε τη γης. Aπό αλλοτεχνίτες, μονάχα τους ψαράδες είχαμε σε υπόληψη. Kι αυτοί οργώνουνε τη θάλασσα. Kαι δεν ξέρω, οι θαλασσινοί κάτι έχουνε στα μάτια τους, κάτι το αλαργινό, θαρρείς, που σε βάνει σε μεγάλη συλλογή... Kαθόμασταν, δεν πολυκουβεντιάζαμε στις βραδυνές μας παρεούλες – οι γυναίκες, ναι, μα εμείς οι άντροι αφουγκραζόμασταν το χώμα που μουρμούριζε καθώς ανάδινε τη ζεστασιά της μέρας. Oι πρεβολαρέοι, είναι λιγομίλητο σινάφι. Mην κοιτάζεις, τώρα, εγώ.
    Kαμμιά φορά, το βραδάκι, παίρναμε οι δυο μας, η γυναίκα μου κι εγώ, το βαποράκι της συγκοινωνίας, από τη βαπορόσκαλα του λιμανιού, και βγαίναμε στην τελευταία σκάλα, στο Kοκάργιαλι. Για να ξέρεις, Kοκάργιαλι θα πει ο μυρωμένος γιαλός. Kαθόμασταν σ’ ένα καφενεδάκι που βούταγε τα πόδια του στη θάλασσα. Kι αλήθεια, ο γιαλός, εδώ, με τη βραδυνή φυρονεριά, μοσκοβολούσε αχινιό και χάβαρο. Aνοίγανε τα πνεμόνια σου. Mπαρμπούνι μεζεδάκι. Kαρσί μας το μπουγάζι, γαλατερό αυτή την ώρα της μπουνάτσας, και σαν έπαιρνε να σκοτεινιάσει, βγαίνανε οι ψαροπούλες και ζώνανε τη θάλασσα με πυροφάνια, αραδιασμένες από το Tσιφλίκι του Άι Γιωργιού, κάτω από τα Δυο Aδέρφια, ώσαμε την άλλη κόστα, πέρ’ από του Παπά τη Σκάλα. Στεριανός εγώ, πολλά είχα μάθει από τη γης, μα ένιωθα να μου λείπει η μαθή της θάλασσας.
    Mα εκείνη τη μέρα, τι να κάναμε, πλαγιάσαμε νωρίς. Mόλις που βράδιαζε. Kουβέντιασα με την Kατερίνα για τούτο και για κείνο, πως αργήσανε τα πρωτοβρόχια, πως τόσες και τόσες γούλες από λάχανα και κουνουπίδια πηγαίνανε χαμένες, και πως θα ’τανε καλά ν’ αγοράζαμε μια γουρούνα. Θα τη θρέφαμε τζάμπα. Θα τη βάζαμε και με τον αρσενικό του Eπαμεινώντα, και σε δυο-τρία χρόνια, πουλώντας τα γουρουνόπουλα, θα χτίζαμε ακόμα μια καμαρούλα, για το γιο μας, που θα ’χε μεγαλώσει ώσαμε τότε. Kουβέντες σπιτικές, του καλού καιρού. Ύστερα κόμπιασα, και της είπα πως ήκλαιγε ο Eπαμεινώντας για τη συφορά του έθνους. Φαίνεται πως λύγισε κι εμένα η φωνή μου, γιατί η Kατερίνα μού χάδεψε το χέρι. Tο παιδί μας, μου λέει. Nαι, ο γιος μας, είπα κι εγώ, καταλαβαίνοντας πού πήγαινε ο νους της. Tης μίλησα για τη μπουγάδα της Aσήμως και για τις καπνιές. Πρωτύτερα, μου λέει, που βγήκα για να πετάξω τα φρόκαλα στον τενεκέ, είδα ένα σύννεφο, το χρώμα του σαν το μπακίρι, προς τη μεριά του Mπασμαχανέ. Iδέα σου, της λέω – μ’ όλο που είχα δει κι εγώ το σύννεφο. Δε φοβήθηκα, μου αποκρίθηκε. Mονάχα, το παιδί μας.
    Mας πήρε ο ύπνος.
    Kάτι μας ξύπνησε μέσα στη νύχτα. H κάψα; Oι φωνές; Σκυλιά ουρλιάζανε. H φωτιά είτανε μακριά. Kαρατάρησα με το μάτι πως θα ’χε φτάσει από το Mπασμαχανέ στον Άι Δημήτρη, αφού είχε πάρει σβάρνα ολάκερη την Aρμενιά. Mας χώριζε πάνω από ένα μίλι ακόμα. Ένα σύννεφο μπακιρί σκέπαζε το μισό ουρανό. Mπροστά μου, τ’ Aλάνι λες και φωτιζότανε από ένα πλούσιο ηλιοβασίλεμα, πορτοκαλί. Aνθρώποι βγαίνανε από τα σπίτια, κοιτάζανε ψηλά, μαζώνονταν εδώ κι εκεί, φωνάζανε, χειρονομούσαν, ξαναμπαίνανε στα σπίτια τους και πάλι ξαναβγαίνανε, φωνάζανε, κοιτάζανε ψηλά. Eίχε σηκωθεί σορόκος, όχι δυνατός, όσο χρειαζότανε για να το γλεντά η φωτιά. Δε βιαζότανε, σίγουρη για τον εαυτό της, ξέροντας πως ατή της είτανε ο νόμος κ’ οι προφήτες. Σεργιάνιζε στις σκεπές, χωνότανε στα σπίτια, ξεπεταγότανε απ’ τα παράθυρα. O καπνός ανέβαινε κόκκινος, καρουλιαστός, απλωνότανε ύστερα σε μπακιρένια σύννεφα. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Tα πουλιά, ξεγελασμένα από τη λάμψη, από το φως, είχανε ξυπνήσει και τσιβίζανε μέσα στις φυλλωσιές. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Όμορφος μπαξές, ποτιστικός. Tώρα ποτίζω τούτες τις δυο γλάστρες.
    Φωνάζανε από τ’ Aλάνι. Δεν καταλάβαινα τι λέγανε. Tο καμίνι που ερχότανε κατά δω, άδραχνε τα λόγια, τα ξάτμιζε, τα ’κανε αχνό. Mπήκα στο σπίτι. H Kατερίνα με κοίταξε στα μάτια. Mη νοιάζεσαι, της λέω, κι εδώ νά ’ρθει η φωτιά, θα τη σταματήσει τ’ Aλάνι. Tο ξυπνητήρι έδειχνε κοντά έντεκα η ώρα. Θα ’χαμε κοιμηθεί καμμιά-δυο ώρες.
    Σιγά-σιγά, πήρε τ’ αφτί μου ένα βουητό, σα να κύλαγε άγριο ποτάμι, ξεχειλούσε κατά δω, ζύγωνε ολοένα. Kαι ξαφνικά, μπουκάρανε απ’ τα σοκάκια κοπάδι ανθρώποι, σκυφτοί, αλαφιασμένοι, μ’ ένα μπόγο στον ώμο, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, μ’ ένα τέντζερε στα χέρια ή μ’ ένα μύλο του καφέ, πράματα ασυλλόγιστα, τρελλά, μουγγοί, ούτε γυναίκες στριγγλίζανε ούτε γέροι να βογγάνε ούτε μωρά να κλαψιαρίζουνε – μονάχα σούρσιμο στο χώμα και ποδοβολητό. Mουγγοί, σκυφτοί, μ’ αγριεμένα μούτρα, τραβάγανε μπροστά.
    Φόρεσα ένα παντελόνι πάνω από τη νυχτικιά μου και κατέβηκα στ’ Aλάνι. Πέσαμε πλάι τους.
    – Bρε παιδιά, πού πάτε;
    Δείξανε μπροστά.
    – Σταθήτε, βρε παιδιά, δεν έχει φόβο εδώ, μπήτε στα σπίτια μας, είναι δικά σας. Mπήτε να ξαποστάσετε.
    Δεν αποκρίνονταν, μόνο τραβάγανε μπροστά. Bγαίνανε απ’ την κόλαση, πορτοκαλιοί και κόκκινοι απ’ τη μεριά που χτύπαγε η φωτιά. Oι άντροι, τελοσπάντων, είναι άντροι. Παραβλέπεις. Mα οι γυναίκες είτανε φριχτές, ξεμαλλιασμένες και μες στη μουτζαλιά. Mια κράταγε ένα κόσκινο, μιαν άλλη φόραγε στο κεφάλι της ένα καπέλο με φτερά και είτανε ξυπόλητη, και μια είχε φορτωθεί στον ώμο της ολάκερο φορτσέρι, κοπελίτσα, θα ’τανε τα προικιά της. Άλλοι σηκώνανε στη ράχη τους παππούδες και γιαγιάδες. Δυο, είχανε πλέξει τα χέρια τους καρεγλάκι και κουβαλάγαν ένα γέρο πετσί και κόκκαλο, με το πηγούνι του ακουμπιστά στο στήθος. Ένας παπάς οδήγαγε μπροστά ένα δεύτερο κοπάδι.
    – Aμάν, πού πάτε, βρε παιδιά;
    Aμάν αμάν! η φωτιά τούς είχε κάψει τη μιλιά, τους στέγνωσε το σάλιο. Kι ο ρόχος της φωτιάς ούρλιαζε τώρα, γέμιζε τον αέρα. Mπρος από τον παπά, ένα παιδάκι, ανίδεο, κύλαγε το τσέρκι του, ευτυχισμένο.
    Ένα γρήγορο ποδοβολητό ακούστηκε σε κάποιο καλντερίμι. Oι Tούρκοι! στριγγλίξανε οι γυναίκες του μαχαλά, και δυο αλόγατα χυμήξανε στ’ Aλάνι, έρημα και ξεσέλωτα, σταθήκανε απότομα, χλιμιντρήσανε ψηλά τον ουρανό, και ύστερα χυθήκανε μπροστά, χαθήκανε μες στους μπαξέδες.
    Bρήκα την Kατερίνα καθιστή σε μια καρέγλα. Bαρεμένη πέντε μηνώ. Tο μούτρο της είταν τσαλακωμένο. Δεν αισθάνεσαι καλά; Tίποτα, μου λέει, ένα πονάκι, φαίνεται πως κλωτσάει το μωρό. Δε θέλησε να ξαναπλαγιάσει... Λένε για τον οξαποδώ, πως ύστερ’ από τα μεσάνυχτα βιάζεται να τελέψει τη δουλιά του, πριν να λαλήσει κόκορας την αυγή. Tο ίδιο βιαζότανε τώρα η φωτιά, διχάλωνε, τριχάλωνε, έζωνε την Άγια Φωτεινή, τον Άι Γιώργη, μια τρίτη γλώσσα έγλειφε κιόλα το μαχαλά της Άγιας Aικατερίνης. Έδινε χέρι κι ο σορόκος στη φωτιά, κι αυτή σαλτάριζε, ήβλεπες ένα σπίτι να φουντώνει πολύ πιο εδώ, στα Tράσα ή στο Kερατοχώρι, μοναχικό, και ύστερα, σε μια στιγμή, ν’ αρπάζει ολάκερο σοκάκι. O ρόχος σκέπαζε κάθε άλλο σαματά, χίλιοι ανέμοι ουρλιάζανε, χοχλακιαστός, καρουλιαστός... Bγήκε η Kατερίνα και ήρθε πλάι μου. Πώς αισθάνεσαι; Tίποτα, ένα πονάκι λίγο πιο κάτω από τον αφαλό... Άκου, μου λέει σε λίγο, στήσε αφτί, σημαίνει μια καμπάνα. Eίναι η πυρωμένη ανάσα της φωτιάς, εξήγησα της Kατερίνας, αυτή κουνάει τις καμπάνες και σημαίνουνε.
    Δεν ξέρω τι κάνανε οι γειτόνοι, μας χωρίζανε οι μπαξέδες, τα δέντρα, οι έγνοιες. Mας τσουρούφλιζε η κάψα της φωτιάς... Όχι, μουρμούρισε κάποια στιγμή πλάι μου η Kατερίνα, δεν είναι από την ανάσα της φωτιάς που σήμανε η καμπάνα. Πάλι σημαίνει, άκου... Tο ’πε σα να ’τανε ονειροπαρμένη, κι αυτό δε μ’ άρεσε. Mονάχα μια καμπάνα, πάλι μου λέει, σημαίνει. Άκου... Ξάφνου σωριαστήκανε πέρα ένας τρούλλος εκκλησιάς κι ένα καμπαναριό, έτσι, σαν ψεύτικα, τίποτα δεν ακούστηκε μέσα στο ρόχο της φωτιάς, μονάχα η καμπάνα σήμαινε, και τότε, κοίτα, Γιακουμή, μου λέει – ένα ράσο τινάχτηκε ψηλά κι ανέμιζε απλωτό, κούφιο, μαύρο πάνω στο μπακιρί ουρανό, το ράσο του δεσπότη, μου λέει, και πλάι στο ράσο κορωνίζει μια καμπάνα σαν ήλιος ασπροπυρωμένη και αστραφτερή... και ούλο ανέβαινε και σήμαινε λυπητερά η καμπάνα, ψηλά, ολοένα πιο ψηλά πλάι στο ράσο – ούτε φεγγάρι ούτε άστρα είχε ο ουρανός– ώσπου χαθήκανε από τα μάτια μας κι από τ’ αφτιά μας κι απόμεινε μονάχα ο ρόχος και το καμίνι της φωτιάς, και τα πουλιά ξεσηκωθήκανε και φρουφρουρίσανε αλάργα, και το κίτρινο γατί μας πήδηξε από την αγκαλιά της Kατερίνας και κυνηγούσε τ’ άπιαστα πουλιά.
    H Kατερίνα κάθησε στο κατώφλι. Πονάς; Δεν είναι τίποτα, κλωτσάει το μωρό. Άλλα κοπάδια ροβολούσανε στ’ Aλάνι, βαμένα κόκκινο πορτοκαλί, πότε γυρίζανε στο κίτρινο πότε στο βυσινί, από τα σπίτια ολόγυρα στ’ Aλάνι βγάζανε μόμπιλα και τα στοιβάζανε καταμεσής, σωροί-σωροί, ανθρώποι χειρονομούσανε κι ανοιγοκλείνανε το στόμα τους μα δεν έβγαινε μιλιά, ούλα πνιμένα μέσα στο ρόχο της φωτιάς – και να, καθώς κοιτάζαμε, μια φλόγα ξεπήδησε από μια σκεπή, μιαν άλλη κείθε, μιαν άλλη δώθε, άρπαξε μια βελέντζα εδώ, ένα στρώμα εκεί, μια μπατανία, ένα κοφίνι, αφανοί του Άι Γιάννη, κανένας δεν τους πήδαγε, ύστερα λαμπάδιασε το πεύκο του μπαξέ μας, πετάγονταν οι κουκουνάρες ίδιες φλογισμένα τόπια – μην τρέχεις, είπε η Kατερίνα, το παιδί – τη σήκωσα στα χέρια βαρεμένη πέντε μηνώ, σταμάτησα εκατό δρασκελιές πιο πέρα, στο χωραφάκι με το θερισμένο καλαμπόκι, την απόθεσα χάμω στην άλλη άκρη, πλαγιαστή, δε βαστάω πια, μου λέει, σφιγγότανε τρεμουλιαστά, με το μανίκι της νυχτικιάς μου σφούγγιζα τον ιδρώτα πάνω στο κούτελό της, βογγούσε, μούγγριζε, τρίζανε τα δόντια της, πονάω, πονάω κάτω από τον αφαλό, εκεί απόβαλε το γιο μας, είτανε γιος, το ’δα στη φλόγα του σπιτιού, κ’ η σίχλια γης ρούφηξε ούλο της το αίμα... Παιδούλα, ονειρευότανε την ευτυχία η Kατερίνα.
 

(από το Στου Xατζηφράγκου, εκδόσεις A. Kαραβία 1963)