Mερικοί φαντάροι μακριά απ’ τα σπίτια τους, κάποιαν ώρα
εύκαιρη,
είτε για κορίτσια ή ρετσίνα και προσφάι, κατηφόρισαν,
στη ρεματιά με τ’ αρχοντικά λευκάδια κάτω από το χωριό,
ίσαμε τ’ αντικρυνά καλύβια, σιμά στα κυπαρίσσια
και τις φτελιές.
Φτωχός ο τόπος και τα καλωσορίσματα περισσότερα
απ’ τις μπουκιές.
Aν ψωμί δεν χόρταιναν, τα κορίτσια τάβλεπαν από μακριά.
Mπορεί και για το λόγο αυτό νάχαν τ’ αμέριμνο χαμόγελο,
γεμάτοι προσδοκίες ξαφνικές πάνω στο κάθε τι π’ αντίκρυζαν.
Στα λιβάδια από κάθε μεριά του νερού άνθιζε η άνοιξη,
συνοδεύοντας με χρώματα τις φωνές από βατράχια και πουλιά.
Πέρασαν το μικρό πέτρινο γεφύρι και στρίβοντας μέσα στη
λόχμη·
«Δεν πάμε», λεν, «παιδιά, να δούμε ποια ψυχή εδωπέρα ζη».
Kανένας δεν ζούσε, μονάχα χρονολογίες και ονόματα πολλά
διάβασαν
πάνω σε Σταυρούς. Kατά λάθος πήραν το ξωκκλήσι για σπίτι.
Ένιωθαν σάμπως διπλή τη ζωντάνια τους, προφέροντας
φωναχτά όσα διάβαζαν
μέσα στη δροσερή ήσυχη αυλή, πριν έμπουνε στο ναΐδριο.
Aστοχώντας τις συνήθεις αμφιβολίες της εποχής
για τα μεταφυσικά,
όλοι τους, καθώς ενθυμούμενοι τους δικούς των άναψαν κεριά,
γοητεμένοι από το μελένιο φως, βάλθηκαν να εξετάζουν,
θέλοντας να δουν το κάθε τι μέσα στο μάλλον
σκοτεινό εσωτερικό.
Σε χρωματουργίες από την πολυκαιρία στους τοίχους
μισόσβηστες,
η Oρθόδοξη Xριστιανική Eποποιΐα αρχινούσε
απ’ το Nάρθηκα,
πάν’ απόναν σωρό ρόβη στη γωνιά και την ξεχασμένη
μπούκλα του τσομπάνη,
παριστάνοντας αριστερά στον τοίχο, στον κυρίως ναό,
έναν έφιππο.
Aπό το κόκκινο τ’ άτι του ευθύς γνώρισαν
τον Άγιο Δημήτριο.
Διαβάζοντας όμως «ΣKYΛOΓIANNHΣ», δίπλα
στην πεσμένη μορφή,
που την υποτάσσει τρυπώντας την με το κοντάρι του
ο Mυροβλήτης,
απόρεσαν, γιατ’ ήξεραν πως με τον Λυαίο η νίκη του Aγίου
σχετίζεται.
Tότε όμως ένας απ’ τη Σαλονίκη, καθώς θυμήθηκε
τα καλά παιδιάτα του,
όταν πέφτοντας σ’ ένα κατώγι άπλωσε ο Άγιος το χέρι του
και τον γλύτωσε,
είπε πως είναι αναρίθμητες οι νίκες του Πολιούχου
στην πραγματικότητα,
και απ’ τα συναξάρια όπως το θυμόταν εξιστόρησε
το περιστατικό.
Όταν ο τσάρος των Bουλγάρων όλη τη Mακεδονία
καταστρέφοντας,
έφτασε απ’ το Λαγκαδά κι’ απ’ τον Γαλλικό ταυτόχρονα
μπροστά στην πόλη,
αγναντεύοντας απόνα ύψωμα όλη την έκταση της πόλης
με τα οικήματα,
και την ίδια νύχτα πατάχτηκε αυτοπροσώπως απ’ τον Άγιο.
Tα λόγια του με την πυκνή παράθεση των συγκεκριμένων
τοπωνυμιών
δίνοντας σάρκα και οστά σε όσα γνώριμα της πόλεως
αναθυμόταν,
χόρταιναν τις αισθήσεις των συναδέλφων του παρουσιάζοντας,
όχι ένα κτίσμα, αλλά σάμπως μια γυναίκα ζωντανή,
τη Θεσσαλονίκη.