Κοιμάτ’ ο Νέρων εν τω ανακτόρω του
ήσυχος, ασυνείδητος, και ευτυχής —
ακμαίος εν τη ευρωστία της σαρκός
κ’ εν τω ωραίω σφρίγει της νεότητος.
Aλλά οι Λάρητές του είν’ ανήσυχοι.
Τρέμουσι της εστίας οι μικροί θεοί,
και τα ασήμαντά των σώματα ζητούν
να κρύψουν, να μικρύνουν, ν’ αφανίσωσι.
Διότι ήκουσαν κρότον απαίσιον —
κρότον Ταρτάρειον, κρότον θανάσιμον —
ερχόμενον από την κλίμακα, και ευθύς
οι δείλαιοι Λάρητες, με λιπόθυμον
όλην την ασθενή αυτών θεότητα,
εμάντευσαν, ησθάνθησαν, εγνώρισαν
τα φοβερά των Ευμενίδων βήματα.
Τα Bήματα των Eυμενίδων
(από τα Αποκηρυγμένα Ποιήματα και μεταφράσεις (1886-1898), Ίκαρος 1983)