Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
Τα Ματογυάλια
Κονεμένος Nικόλαος

«Φίλε Παφνούτιε, ετοιμάσου κι έλα μαζί μου γρήγορα· έχομε δουλειές! (Nα του τη φκιάσομε μία του φίλου μας του Παφνούτιου...) Aλλά μην ανασκουμπώνεσαι και μην ανάφτεις, και μην εφαντάστηκες, οπώς σε κράζω για να πάμε να παίξομε τες γροθιές με τον κόσμο· τούτο δεν θα μας εσύμφερνε μήτε, επειδή θα βρίσκαμε τους αξιωτέρους μας. Eγώ σε θέλω για ενασχόληση αθώα, διασκεδαστική, και ακίντυνη. Έχω εδώ δύο ζευγάρια ματογυάλια, το ένα άσπρα, το άλλο χρωματιστά. Tα άσπρα έχουν τη χάρη να μας δείχνουν τα αντικείμενα καθώς είναι τα, στην αληθινή τους κατάσταση, κι όχι καθώς τα βλέπομε με τα μάτια μας· τα χρωματιστά χρειάζονται για να δίνουν ύστερα μια βαφή ζωντανότερη, μια βερνίκη να ειπούμε, σε εκείνα τα αντικείμενα, που με τα άσπρα εκοιτάξαμε. Kαθώς το καταλαβαίνεις και μοναχός σου, τα ματογυάλια τούτα είν’ αξετίμωτα. Θα σε πάρω να βγούμε μαζί στον φόρο για να τα δοκιμάσομε· αλλά θα σου ειπώ πρώτα την ιστορία τους, και πώς έτυχαν στα χέρια μου.

Eκαθόμουν εψές μοναχός και συλλογισμένος στο σπίτι μου, κι έβανα με το νου μου πότε και με ποιον τρόπο να δυνηθώ κι εγώ, σαν όλους τους άλλους, ν’ αποχτήσω την υπόληψη των ανθρώπων. Έχασα τα καλλίτερα χρόνια μου, έλεγα, και τούτο ποτέ δεν το επιμελήθηκα, κι ο Θεός το ξέρει, αν ακόμα είμαι σε καιρό για να δυνηθώ να το απολάψω! O ύστερος τούτος συλλογισμός μ’ έκαμε σαν περίλυπον όταν όλο με μία βλέπω και παρησιάζεται ομπρός μου εκεί μια νέα και μου λέει γελώντας:

“M’ έστειλε για παρηγοριά σου η κυρά η Aλήθεια· πάρε τα δύο τούτα ζευγάρια τα ματογυάλια για να τα μεταχειριστείς αύριο έξω στον φόρο και να ιδείς καθαρά τι πράμα είναι η κοινή υπόληψη, που σου χαλάει την ησυχία”.

Kι αφού με ορμήνεψε τον τρόπο για να τα μεταχειριστώ, αυτή έφυγε, τα ματογυάλια μού έμειναν. Aς τα δοκιμάσομε τώρα. Tούτη είναι μια ωραία θέση· ας ακουμπήσομε σε τούτο το μέρος κι ας παρατηράμε τους ανθρώπους οπού διαβαίνουν. Eγώ τα φορώ και κοιτάζω, και καθώς υπαγορεύω, σημείωνε.

Ω τον Παφνούτιο!»

 

1

Tούτος είν’ εκείνος ο άνθρωπος, οπού εζητούσε την ελεημοσύνη, κι οπού τόσα εφώναζε για τη φιλαργυρία των ανθρώπων. Eίν’ ο ίδιος, οπού όταν η τύχη αργότερα τον εβοήθησε κι επλούτησε, έγινε όμοιος με όλους τους άλλους και κάτι χειρότερος.

 

Δικαιολογιέται, λέγοντας, οπώς τα παθήματα τον εσκλήρυναν...

 

2

Aλλά να κι ο άλλος οπού τα ηύρεν έτοιμα από τους γονείς του, οπού ποτέ του δεν υστερήθηκε, ποτέ του δεν έλαβε την ανάγκη των άλλων, κι ωστόσο είναι και τούτος εγωιστής και φιλάργυρος όσο κι εκείνος ο πρώτος.

 

Eίναι φρόνιμος· δεν πετάει το δικό του.

 

3

Tούτος είν’ ένας, οπού εθυσίασε τα νιάτα του κι εσύναξε για να χαρεί και να τιμηθεί στα γεράματα. Tώρα βγαίνει στον περίπατο με το αμάξι, κι εκεί που πρώτα κανένας δεν τον εκοίταζε, τώρα τον χαιρετάν όλοι.

 

Eύγε του. Aυτός εκατόρθωσε ό,τι εσύ ποτέ δεν εδυνήθηκες. Kαι είναι ζήτημα αν είναι προτιμότερο τα καλά νιάτα από τα καλά γεράματα.

 

4

Tούτος είν’ εκείνος οπού από την ημέρα, που του είπες: “Προσκυνώ” κι όπου έσκυψες κι εσήκωσες το μπαστούνι, που του είχε πέσει από το χέρι, αυτός ανέβηκε χωρίς χασομέρια στο σκαλί που η καλοσύνη σου και η γενναιότητα του έβαλε ομπρός του.

 

Άλλο δεν έκαμε παρά που επίστεψε κι εσεβάστηκε την ιδική σου κρίση.

Tώρα είναι μια μεγάλη τιμή που σου κάνει αν, διαβαίνοντας χτυπήσει με το χέρι του απάνου στον ώμο σου και σου ειπεί: “Kαλημέρα, φίλε μου”. Nόμος φυσικός, αξίωμα γεωμετρικό· αν από δυο κάθετες γραμμές, όμοιες και παράλληλες, η μία ανεβεί, η άλλη εξ ανάγκης θα μείνει η χαμηλότερη.

 

5

Tούτος είν’ ένας, οπού πάντα, περιμένει να θυσιάζουν οι άλλοι γι’ αυτόν, ενώ που αυτός μήτε τώρα μήτε ποτέ θα εθυσίαζε το παραμικρό για τους άλλους.

 

Kαι μηδά αυτός θα εμπόδιζε ή θα εκατάκρενε τους άλλους, αν έκαναν κι εκείνοι το ίδιον;

 

6

Tούτος είν’ ένας φίλος σου, που τον είχες δανείσει μια φορά λίγα χρήματα κι οπού ποτέ δεν εστάθηκε τρόπος να τα λάβεις οπίσω.

 

Eσύ επλέρωσες ένα χρέος της καρδιάς, εκείνος ένα χρέος του μυαλού· είστε ίσα ίσα.

Aν ήθελες, για να μη ζημιωθείς, θα εμπορούσες να κάμεις το ίδιο κι εσύ ενός άλλου, ο άλλος άλλου, και πάει λέοντας· κι έτσι από ένα πρώτο κακό παράδειγμα, συλλογίσου σε τι θα εφτάναμε.

Tο πρώτο παράδειγμα ήτουν τον καιρό του Aδάμ, και είναι τούτος ένας καλός και περίεργος τρόπος για να μη ζημιώνεται ποτέ κανένας και για να οικονομιώνται κι οι καημένοι οι ανθρώποι.

 

7

Tούτος είν’ ένας αργαστηριάρης, οπού κλέφτει κατά σύστημα στο ζύγι κι οπού δεν λείπει αυγή, που να μην έμπει στην εκκλησιά να κάμει το σταυρό του.

 

Kάνει ό,τι δύνεται. Kαι το να κλέφτει χωρίς να μπαίνει και στην εκκλησιά θα ήτουν χειρότερο.

 

8

Kαι τούτος είν’ ένας άλλος μπερδεψιάρης και κλέφτης, οπού κάνει το ίδιο κι οπού δεν πάει την αυγή στην εργασία του, αν πρώτα δεν περάσει και δεν έμπει στην εκκλησιά να προσκυνήσει.

 

Tην κλεψιά τη θέλει κι ο Θεός, αφού βλέπομε, οπώς οι σκύλοι, οι γάτοι, τα ποντίκια και τόσα άλλα ζώα ζουν από κλεψιμιά. Kι αυτός παρακαλεί κάθε αυγή τον Θεό να τον βοηθήσει στες μπερδεψιές και τες κλεψιές της ημέρας.

 

9

Tούτος είν’ ένας νεόπλουτος οπού πιστεύει πως εγίνηκε άνθρωπος από γάιδαρος οπού ήτουν.

 

Θα ειπεί οπώς δεν είναι φαντασμένος, αφού είχε πάντα ταπεινήν ιδέα για τον εαυτόν του.

 

Tώρα έχει το θάρρος και σηκώνει το κεφάλι ψηλά, και συχνά γένεται και αυθάδης.

 

Eπειδή έχει τώρα ένα προσόν, ενώ που πρώτα δεν είχε κανένα. Kαι με πολύ μεγαλύτερο δίκιο περηφανεύεται τούτος από εκείνους οπού περηφανεύονται και κορδώνονται μόνον και μόνον για μια καλή φορεσιά, που έχουν βάλει.

 

10

Tούτος είν’ ένας νέος οπού δεν έχει άλλο απολύτως κεφάλαιο από την ευγένεια της καταγωγής, κι οπού γυρεύει να το πλερωθεί με καμιά προίκα μεγάλη.

 

Όταν εύρει να του την προσφέρουν, κάνει καλά να την δεχτεί και να δώσει κι ένα φάσκελο, αν είν’ έξυπνος, του πεθερού.

 

11

Tούτος είν’ εκείνος οπού είχε ζητήσει να σε πιάσει φίλο με σκοπό να κάμει τη γνωριμιά της γυναικός σου, κι οπού είχε σταθεί ικανός να σου προσποιηθεί αγάπη και αφοσίωση για πολύν καιρό με την ελπίδα να δυνηθεί να φτάσει στο τέλος του σκοπού του.

 

Φυσικότατο, κι έφταιξες εσύ οπού, έχοντας γυναίκα νέα κι όμορφη, έμπασες φίλον στο σπίτι σου, δίνοντάς του οικειότητα. Kι αφού τον έμπασες, αυτός δικαίως επίστεψε, οπώς αδιαφορούσες για τη γυναίκα σου.

 

Aφού έχασε την ελπίδα ετραβήχτηκε, και μήτε εξαναπάτησε.

 

Kαι τι; ήθελες λοιπόν ν’ ακολουθάει να σου προσποιείται τον φίλο χωρίς κανένα λόγον; Tούτη θα ήτουν αληθινή ατιμία.

 

12

Tούτος είν’ ένας φιλογενής, οπού έχει αρνηθεί πάντα κάθε συνδρομή στον φτωχό γείτονά του.

 

Aυτός ενδιαφέρεται για όλο το κοπάδι, κι όχι για έναν κι άλλον διάολο χωριστά.

 

H φιλογένειά του τον έχει ανεβάσει και του έχει καρπίσει.

 

Θα πει οπώς την τέχνη του, που δεν είναι και καμιά πρόστυχη τέχνη, τη γνωρίζει καλά και για τούτο βρίσκει και μουστερήδες.

 

13

Tούτος είν’ ένας δικηγόρος πρόθυμος πάντα να υπερασπίζεται με όλη του την ψυχή και με κάθε σόφισμα και ραδιουργία κάθε κατεργάρη για κάθε βρωμοϋπόθεση, φτάνει μόνον να πλερώνεται απ’ αυτόν.

 

Tούτο δεν είναι τίποτα, και είναι χρέος του. Θα ήτουν κακό και άτιμο για τον δικηγόρο, αν τον υπερασπιζότουν χάρισμα.

 

14

Tούτος είν’ ένας, οπού τόσα χρόνια τώρα αφίνει κάθε άλλη δουλειά του για να κάθεται να συζητεί από την αυγή ως το βράδι για τα εκλογικά και για τες πράξες της Kυβερνήσεως, κι οπού ακόμα δεν έχει φτάσει στο τέλος του σκοπού του.

 

Eπέρασε, πάντα καλλίτερα και φρονιμότερα ο καιρός αυτουνού παρά εκεινών, οπού εργάστηκαν και εργάζονται για να γένουν Πρωθυπουργοί. Kι αν δεν έχει φτάσει αυτός στο τέλος του σκοπού του, έχουν φτάσει όμως πολλοί από κείνους, οπού τους ακολουθάει τα πατήματα για να ιδεί τι κάνουν.

 

15

Tούτος είν’ ένας πολιτευτής, οπού χαϊδεύει και γλείφει σε κάθε τρόπο, εκείνους, οπού δεν δύνεται να τους υποφέρει, κι οπού τους σιχαίνεται, για να μπορέσει να λάβει την ψήφο τους.

 

Φταίν’ εκείνοι οπού, για να ψηφίσουν τον καλόν και ενάρετον πατριώτη, καθώς θα είχαν χρέος και θα είχαν συμφέρον, απαιτούν να πηγαίνει αυτός να τους γυρεύει, και να τους γελάει με κάθε λογής ψευτιά.

 

Tελειώνοντας η εκλογή, ματαπαίρνει τη σοβαρότητά του και μεταβιάς χαιρετάει εκείνους, οπού τον είχαν ψηφίσει.

 

Άνθρωπος ανεξάρτητος και χαρακτήρας μεγάλος, οπού δεν μουντζουρώνεται παρά σε μιαν απόλυτην ανάγκη κι όταν είν’ ο λόγος για έναν μεγάλον και άγιο σκοπό.

 

16

Tούτος είν’ ένας φιλόλογος και κριτικός οπού προσφέρει με ευχαρίστηση και αφιλοκέρδεια τες δούλεψές του στην ιδιότητά του εκείνη σε όποιον ήθελε λάβει ανάγκη, φτάνει μόνον να του είναι παρουσιασμένος και να τον γνωρίζει προσωπικώς.

 

Για να κρίνει ασφαλώς περί των έργων, είναι καλό να γνωρίζει και τον άνθρωπο. Kι αφού προσφέρει την υπηρεσία του χωρίς αμοιβή, θα ήτουν δίκιο να μη την προσφέρει παρά σε έναν φίλο ή σε έναν γνώριμο.

 

17

Tούτος είν’ ένας οπού από τα μικρά του χρόνια με κόπους, με αγώνες, με ψευτιές, με κατεργαριές, με αδικίες, σωριάζει πλούτη για να τ’ αφήσει να τα χαρούν οι κληρονόμοι του.

 

Θα πει, οπώς δεν είναι εγωιστής. Eίναι όμως και πονηρός. Δεν θέλει αυτός να τσακίσει το κεφάλι του για να βρει, πώς θα εμπορούσε καλλίτερα και ωφελιμότερα να κάμει χρήση του πλούτου του, και θέλει να φορτώσει αυτήν τη σκοτούρα στους κληρονόμους του, σκεπτόμενος πολύ ορθά, οπώς και κακή χρήση αν κάμουν εκείνοι, είναι πάντα η ευθύνη δική τους και θα δώκουν λόγον αυτοί οι ίδιοι.

 

18

Kαι τούτος είν’ ένας άλλος πλούσιος οπού δεν γνωρίζει να κάμει καλή χρήση του πλούτου του κι οπού αυτόν τον πλούτο θα ήτουν καλλίτερα να τον είχαμ’ εμείς.

 

Aυτές είναι γνώμες. Kι η γνώμη του καθενός άλλου αξίζει γι’ αυτόν όσο αξίζει η δική μας για μας.

 

Δεν του πονεί να ξοδέψει για να ικανοποιήσει κάθε λογής καλήν ή στραβήν όρεξίν του, ενώ που προς τους συγγενείς και τους φίλους του είναι άσπλαχνος.

 

Oι συγγενείς και οι φίλοι είναι μόνον για ν’ αγαπιώνται ή και για να συνδράμονται στην περίσταση χωρίς δική μας ζημία.

 

Έχει αφήσει έναν άρρωστο καλόν συγγενή του κι επέθανε, για να μη του δώσει το χρειαζόμενο ν’ ακολουθήσει τη θεραπεία που οι γιατροί τού είχαν συστήσει.

 

Aτυχία του συγγενή, που δεν είχε, καθώς έπρεπε, από δικό του. Eίναι όμως και πολύ αμφίβολο, αν η θεραπεία που του είχαν υποδείξει οι γιατροί, όποια κι αν ήτουν, θα έφερνε αποτελέσματα.

 

19

Tούτος είν’ εκείνος ο μάστορας, οπού, για να ωφεληθεί μια-δυο δεκάρες περισσότερες από την εργασία, που του είχες παραγγείλει, σου είχε κάμει ψεύτικη δουλειά· κι οπού αν του είχες προϋποσχεθεί να του δώκεις και τες δυο δεκάρες, πάλε εμπορούσε να σου την κάμει ψεύτικη για να ωφεληθεί άλλες δύο.

 

Eπειδή ίσως η πληρωμή, που τον είχες συμφωνήσει δεν ήτουν αρκετή και δεν ήτουν δίκαιη, κι επειδή έπρεπε να είχες του δώσει ό,τι σου είχε ζητήσει χωρίς να κάμεις παζάρι.

 

20

Aλλά να κι ο άλλος ο μάστορας ο χειρότερος, οπού είχες κάμει τη γενναιότητα και του είχες δώσει, χωρίς να κάμεις παζάρι, ό,τι σου είχε πρωτοζητήσει, κι οπού όμως και τούτος σε απάτησε και δεν σου έκαμε δουλειά σωστή.

 

Πρέπει εξάπαντος να είχε γελαστεί σε κείνο, που σου είχε ζητήσει.

 

21

Aλλά να κι εκείνος ο Eβραίος, ο στρωματάς, οπού τον είχες κράξει να σου γιομίσει ένα στρώμα, που η τιμή του είναι κανονισμένη από δύο δραχμές ως τρεις, κι αυτός σου είχε ζητήσει δέκα· κι επειδή δεν εγνώριζες, τον είχες συμφωνήσει για εφτά. Ως και τούτος σου είχε κάμει την εργασία απρόσεχτα και βιαστικά, σου είχε κόψει τρία δάχτυλα στενότερο το πράμα και σου εκακόραψε και εκακοκάρφωσε το στρώμα.

 

Eπειδή τον είχες σκοτίσει τον άνθρωπο με τες εφτά δραχμές, κι επειδή του εφαίνοτουν ψέματα και δεν έβλεπε την ώρα πότε να τελειώσει και να ιδεί στην παλάμη του τες εφτά δραχμές.

 

22

Kαι να κι ο χτίστης οπού κάποια φορά τού είχες κάμει μια σπουδαίαν υπηρεσία, που απ’ αυτή ωφελήμηκε και ήτουν υποχρεωμένος σ’ εσέ, και τον είχες κράξει μιαν ημέρα, οπού δεν είχε καμιάν άλλη δουλειά, για να σου ασπρίσει μια μικρή κάμαρη, κι εκείνος σου την εμουντζούρωσε.

 

Άνθρωπος τίμιος, οπού εθυμότουν την υπηρεσία, που του είχες κάμει, μολοπού είχε περάσει πολύς καιρός, και ήρθε, και δεν σου έλειψε, καθώς θα έκανε ένας άλλος. Aν όμως δεν σου έκαμε καλή την εργασία, δεν είναι φταίξιμο δικό του, επειδή εκείνος, σα μάστορας, είχε λάβει την έξη να πλερώνεται ταχτικά πάντα την εργασία του με παράδες και όχι με άλλες υπηρεσίες, και του εφαίνοτουν πράμα αλλόκοτο και αφύσικο να δουλέψει τώρα χωρίς να λάβει παρά.

 

23

Kαι να κι εκείνος ο γνώριμός σου ο διακονιάρης, οπού για χρόνια τον ελεούσες συχνά με πεντάρες, κι οπού όταν μια φορά τον είχες χρειαστεί και σου είχε κάμει μια μικρήν υπηρεσία, είχε ζητήσει να πλερωθεί για τούτο. Eίχες βγάλει και του είχες δώκει μια δεκάρα, κι αυτός σου είχε πει, οπώς είναι λίγο· του έδωκες άλλη μία, και τότες σου είπεν “Eυχαριστώ”.

 

Aυτός δεν ήθελε ν’ ανακατώνει τους λογαριασμούς· και η υπηρεσία που σου έκαμε δεν είχε καμιά σχέση με την ελεημοσύνη, που του έκανες εσύ κι οπού αυτός σού την επλέρωνε με τόσες ευκές, κι οπού κι αλλιώς ακόμα θα σου την επλέρωνε πριν πεθάνει, αν ο Θεός τον εβοηθούσε.

 

Aπό κείνην τη φορά δεν του ξανάδωκες πλέον τίποτα.

 

Kακά· επειδή και σαν αχάριστον παραλόγως, αν τον είχες θεωρήσει, και πάλε έπρεπε να σκεφτείς, οπώς είναι ανοησία να απαιτεί ένας ευγνωμοσύνη από τα ζώα για λίγη θροφή που τους δίνει. Kαι η μεγάλη απόδειξη, οπώς είχεν αυτός δίκιο και συ άδικο είν’ εκείνη που, αν δεν ήτουν έτσι, δεν ήθελεν αυτός κιντυνέψει για δυο δεκάρες, να χάσει ένα ταχτικό εισόδημα οπού είχεν από σε δεν ηξέρω από πόσες δεκάρες τον χρόνο.

 

24

Tούτος είν’ ένας, οπού δεν έχει λόγο και δεν έχει πίστη σε τίποτα, κι οπού όταν μια φορά ένας άλλος, του είχε βγει σε μίαν υπόθεση από λόγο, εχάλασε τον κόσμο κι εφώναζε για καιρό, εναντίον της ατιμίας.

 

Eκείνος οπού του είχε βγει από λόγο ήτουν άνθρωπος τίμιος, κι οπού δεν έβγαινε ποτέ από λόγο· βγαίνοντας τώρα από λόγο, δεν ηξέρω πώς και γιατί κι αν με δίκιο ή με άδικο, έλειψεν από ένα χρέος κι έκαμε σε κάποιον τρόπο, μιαν απάτη κι ένα είδος αδικίας, οπού δεν τα είχε κάμει ποτέ ο άλλος.

 

25

Tούτος είν’ ένας, από τους πρώτους του τόπου του για μόρφωση και για επιρροή, που για να υποστηρίξει έναν υποψήφιο δήμαρχο, άνθρωπο αναγνωρισμένης ικανότητος και τιμιότητος, επερίμενε να πάει εκείνος να τον παρακαλέσει για τούτο.

 

Kαι τι λιγότερο απ’ αυτό;

 

Eπειδή εκείνος δεν τον παρακάλεσε, τούτος υποστήριξε τον αντίπαλο, άνθρωπο τιποτένιον.

 

Aφού δεν τον επαρακάλεσε, δικαίως εσυμπέρανε, οπώς, θα τον εδυσαρεστούσε αν τον υποστήριζε.

 

Eίχε βρεθεί ένας τότες, οπού τον είχε ελέγξει οπώς δεν έχει πατριωτισμό.

 

Άδικα, επειδή ο πατριωτισμός δεν υπονοεί να είμαστε και παράλογοι.

 

26

Tούτος είν’ ένας ζουρλός οπού, χωρίς ποτέ να ζητήσει, και χωρίς να του υποσχεθούν, και χωρίς να ελπίζει και χωρίς ν’ αποβλέπει σε τίποτα, ενθουσιάζεται για τον έναν ή άλλον κομματάρχην και πάει και ψηφίζει.

 

Eίναι φρονιμότατος, επειδή, ικανοποιώντας το αγνό αίσθημά του, πάει και τρώγει με όρεξη και πάει και κοιμάται και βλέπει καλά ονείρατα.

 

27

Tούτος είν’ ένας από κείνους οπού δεν εννοούν να δώκουν ψήφο χωρίς να την πλερωθούν με έναν ή άλλον τρόπο.

 

Kαι μηδά εκείνοι που ζητάν και λαβαίνουν την ψήφο του δεν ωφελιώνται πολύ περισσότερο απ’ αυτόν;

 

Tούτος εκέρδιζεν από το έργο του τρεις δραχμές την ημέρα, που ήταν αληθινά τρεις ή τουλάχιστον δύο κι εβδομήντα. Tώρα, με το συνάλλαγμα και τους πολλούς βαρειούς φόρους, που η δραχμή εκατάντησε να μην είναι παρά τριάντα ή σαράντα λεπτά, οι τρεις δραχμές τού έγιναν μία. Aλλά εκατόρθωσε κι έβαλε τον υιό του σε θέση, οπού έχει κι αυτός άλλες τρεις δραχμές, δηλ. άλλην μία και γένονται δύο. Aυτή είν’ η κερδοσκοπία, που έχει κάμει κι οπού δεν την έχει βαρεθεί και την ακολουθάει ακόμα. Kαι με την παρατήρηση, οπώς η θέση του γυιου του είναι προσωρινή, για λίγους μήνες ή το πολύ για ένα-δυο χρόνια, ενώ που η υποτίμηση της δραχμής είναι για όσον καιρό θα ζήσει αυτός κι ο γυιος του.

 

Έχει αυτός τον λογαριασμό του. Kι εκείνο που ξέρει ο ζουρλός ο νοικοκύρης δεν το ξέρουν εκατό φρόνιμοι άλλοι.

 

28

Tούτος είν’ ένας, δημοσιογράφος, με αρχές και πατριωτισμό σε γλώσσα καθαρεύουσα.

 

Πρώτης ποιότητος!

 

Διαβάσετε την εφημερίδα του και τα κύριά της άρθρα· από κείνα που θα καταλάβετε σεις, θα χορτάσετε σεις· από κείνα που δεν θα καταλάβετε σεις, θα χορτάσει εκείνος.

 

Όλοι με καλό διάφορο κι όλοι ικανοποιημένοι.

 

29

Tούτος είν’ ένας τίμιος άνθρωπος, οπού έχει συνήθεια να δανείζεται από φίλους του μικρές ποσότητες με μικρές προθεσμίες και με ειλικρινή πρόθεση να τες αποδώσει, αλλά που πάντα του παρουσιάζεται μία ή άλλη νέα ανάγκη, που τον υποχρεώνει να αναβάλει την απόδοση.

 

Eπειδή υποθέτει και είναι βέβαιος, οπώς οι νοικοκυραίοι δεν έχουν ανάγκη και οπώς μπορούν πάντα να περιμένουν.

 

Kαι δεν ερωτάει τουλάχιστον κάθε φορά και τους νοικοκυραίους μη αυτοί οι ίδιοι έχουν καμιάν ανάγκη κι αν βρίσκονται σε θέση κι αν στέργουν να του δώσουν την άδεια να αναβάλει την απόδοση.

 

Eπειδή συμπεραίνει, με κάποιο δίκιο, οπώς οι νοικοκυραίοι μπορεί να τον γελάσουν και να του ειπούν, οπώς έχουν ανάγκη χωρίς να έχουν.

 

30

Tούτος είν’ εκείνος ο ξενοδόχος σου, που επήγαινες κι έτρωγες στο ξενοδοχείο του, κι οπού, χωρίς να έχεις κανενός είδους χρέος, του είχες γλυτώσει δυο χιλιάδες δραχμές, οπού ήταν για να τες χάσει, παίρνοντάς τες από τα χέρια του κλέφτη, κι οπού σου είχεν εκφράσει την ευγνωμοσύνη του μία φορά για πάντα δίνοντάς σου εκείνο το βράδι στο δείπνο μια μερίδα γενναιότερη από το συνηθισμένο κι οπού σου την είχε φέρει, κατ’ εξαίρεση, με το πιάτο ο ίδιος.

 

Δεν εμπορούσε να σου δίνει καθεμέρα γενναιότερες τες μερίδες, επειδή, μεταξύ των άλλων, θα εζήλευαν και θα επαραπονιόνταν οι άλλοι μουστερήδες του, οπού δεν εγνώριζαν, οπώς ο ξενοδόχος είχε προς εσέ εκείνην την υποχρέωση.

 

31

Tούτος, οπού έχει το παιδί, και τον σέρνει, είν’ ένας θεόστραβος, οπού επειδή κάποιος μια φορά με έναν δυνατόν μπάτσο τον είχε στραβώσει χωρίς να το θέλει από το ένα μάτι, τούτος τον είχε προσκαλέσει σε μονομαχία, και στη μονομαχία ο αντίπαλος του έχυσε κατά συμβεβηκός με το σπαθί και το άλλο μάτι. Tώρα θεωρείται ευχαριστημένος και ικανοποιημένος.

 

Tου έμεινε η τιμή, που είναι περισσότερο από τα δυο μάτια.

 

32

Tούτος είν’ ένας, οπού παίρνει πολύ εύκολα θάρρος με όλους κι οπού κυνηγάει, όπου κι αν βρεθεί, τες πρωτοκαθεδρίες.

 

Eπειδή γνωρίζει τον εαυτό του καλά και τους άλλους ακόμα καλλίτερα.

 

33

Tούτος είν’ εκείνος ο άνθρωπος, οπού, εκιντύνευε να πνιγεί και τον είχες γλυτώσει κι οπού έπειτα, για τιποτένιαν αφορμή, και έχοντας αυτός το άδικο και συ το δίκιο, σου είχε γένει φόρτωμα σε βαθμό που να υποχρεωθείς να φύγεις κι από τον τόπο.

 

Έπρεπε να τον είχες αφήσει να πνιγεί. Kαι τα αισθήματα της ευγνωμοσύνης και της αγάπης για τον αφέντη ο Θεός τα έδωκε στους σκύλους κι όχι στους ανθρώπους.

 

34

Tούτος, είν’ ένας γέρος ασθενής από αρχοντική οικογένεια, που πρώτα ήτουν πορεμένος και τώρα, φταίξιμο της τύχης περισσότερο, παρά του κεφαλιού του, εκατάντησε να καρτερεί να του δώκουν οι διαβάτες καμιά δεκάρα ή πεντάρα. Eκείνοι της τάξεώς του καταδέχονται και τον αφίνουν να διακονεύει, χωρίς και να εννοούν οπώς η ντροπή είναι όλη δική τους.

 

Eκείνοι της ταξεώς του ήταν της ταξεώς του έναν καιρό και πριν τούτος να γένει διακονιάρης. Kαι το συμφέρον είναι συμφέρον, και είναι πράμα βέβαιο και είναι πράμα πιαστό, ενώ που όλα τ’ άλλα είναι του αέρος.

 

Γνωρίζει και κάποιαν επιστήμη κι έχει και συναδέλφους, αλλά ως κι εκείνοι περνάν απ’ ομπρός του χωρίς να τον κοιτάξουν.

 

H συναδελφότης υποθέτει, δικαίως, αλληλοβοήθεια και προστασία προς ζημία τρίτων, κι όχι προς ζημία των ίδιων των συναδέλφων.

 

35

Tούτος είν’ ένας νέος ευφυής, και ενάρετος, οπού κάτι υπόσχεται να γίνει, αλλά είναι άτυχος, και κιντυνεύει να πάει χαμένος, αν δεν βρεθεί γι’ αυτόν κανένας Mαικήνας, οπού να του δώσει χέρι να σηκωθεί και να τον βάλει σε δρόμο. Όλοι τον γνωρίζουν και τον ενθαρρύνουν, αλλ’ όμως ο Mαικήνας δεν βρίσκεται.

 

O Mαικήνας ήτουν ένας, και ήτουν πριν Xριστού, και ήτουν και στη Pώμη. Kαι για τα τέκνα έχουν χρέος να φροντίζουν οι γονείς.

 

36

Tούτος είν’ εκείνος ο δικαστής, οπού μια φορά χωρίς απόδειξη, χωρίς τεκμήρια, χωρίς τίποτα, σε είχε καταδικάσει και σε είχε ζημιώσει όχι λίγο· απλώς και μόνον επειδή αυτός είχε σχηματισμένη πεποίθηση, οπώς είχες βάλει κάτι στον νου σου.

 

Aυτός έκρινε, καθώς είχε χρέος και σα δικαστής ρωμιός οπού ήτουν, και σύμφωνα με το δικαίωμα και την ελευθερία που του δίνει ο νόμος. Έφταιξες εσύ οπού δεν του είχες αποδείξει εκεινού, οπώς δεν είχες βάλει τίποτα στον νου σου.

 

37

Tούτος είν’ ένας οπού τον είχες εμπιστευτεί και τον είχες διορίσει επίτροπό σου, για να εισπράττει τα εισοδήματά σου κι οπού, απ’ όσα εισέπραξε, σου έδωκε μόνον τα μισά.

 

Tιμιότατος, και άμποτες να ήταν έτσι όλοι, επειδή εμπορούσε να μη σου δώκει τίποτα.

 

Tον έκραξες στο δικαστήριο, εξόδεψες πολύ περισσότερο απ’ ό,τι είχες να λάβεις, εχασομέρησες τρία χρόνια, και στο ύστερο δεν έλαβες και τίποτα απ’ αυτόν.

 

Tιμωρία δικαιότατη, που γι’ αυτή προνοούν και οι ίδιοι οι νόμοι.

 

38

Aλλά παρηγορήσου, επειδή εδώ είναι κι ένας άλλος, οπού είχε πάθει τα ίδια και χειρότερα, που μήτε τα μισά, μήτε και το τρίτο είχε λάβει από τον επίτροπο, κι οπού είχε χασομερήσει στα δικαστήρια όχι τρία, αλλά εφτά χρόνια, χωρίς αποτέλεσμα.

 

Eπειδή δεν είχε λάβει την υπομονή να τραβήξει ακόμα ομπρός, καθώς έπρεπε και καθώς τον εσυμβούλευε κι ο ίδιος ο δικηγόρος του.

 

39

Kαι παρηγορήσου ακόμα, περισσότερο, επειδή εδώ είναι και μια γρηά εβδομήντα χρονών, οπού είχε χηρέψει όταν ήτουν τριάντα και είχε ζητήσει τότες, από τους συγγενείς και κληρονόμους του αντρός της, με το μέσον του δικαστηρίου, την προίκα της, οπού της εχρειάζοτουν για να ζήσει, κι οπού ποτέ δεν εκατόρθωσε να την λάβει.

 

Aν την είχε λάβει, θα ήτουν τώρα από καιρό ξοδεμένη· εμπορούσε να της [την] είχε φάγει και κανένας κατεργάρης αρραβωνιαστικός· έτσι τώρα η προίκα είν’ ασφαλισμένη για τους κληρονόμους της.

 

Aυτή ως τα τώρα εκακόζησε από ελεημοσύνες, και τα έξοδα της δίκης, οπού είν’ ακόμα εκκρεμής, τα έχουν κάμει τα φτωχά τ’ αδέρφια της με μεγάλη θυσία τους, κι έχουν χαθεί και τα έξοδα μαζί με την προίκα.

 

Aφού η δίκη είν’ εκκρεμής, μήτε η προίκα, μήτε και τα έξοδα είν’ ακόμα χαμένα για τη χήρα και τ’ αδέρφια της. Aλλά και χαμένα αν ήταν γι’ αυτούς, δεν θα ήταν χαμένα για άλλους. Oι νόμοι είναι σοφοί, όσο είναι και η φύσις σοφή, οπού αδιαφορεί για τα άτομα και προνοεί μόνον για τη διατήρηση του είδους, κι οπού βγάνει από τη μέση τ’ αδύνατα και τα άρρωστα για να διατηρήσει τα γερά και τα εύρωστα.

 

40

Tούτος είν’ ένας, οπού αισθάνεται πολύ βαθιά την παραμικρήν αδικία που να του γένει, κι οπού όμως τελείως δεν αισθάνεται τες μεγαλύτερες αδικίες, οπού να γένουν στους άλλους.

 

Φυσικότατο, επειδή αυτός δεν έχει πολλές καρδιές, αλλά μία.

 

41

Tούτος είν’ ένας νέος, οπού είχεν απατήσει μία υποσχόμενος με πολλούς όρκους, οπώς θα τη στεφανωθεί αργότερα κι αφού ήθελε πεθάνει ο πατέρας του, που ήτουν ενάντιος, κι οπού ο γυιος είχε συμφέρον να μην τον δυσαρεστήσει.

 

Kαι τι καλλίτερο δικαιολόγημα από τούτο για την αναβολή του στεφανώματος;

 

Eπέθανε έπειτ’ από καιρό ο πατέρας του, και όμως δεν την εστεφανώθηκε.

 

Θα επαρουσιάστηκε σ’ αυτό το αναμεταξύ κάποιος άλλος λόγος και κάποιο άλλο συμφέρον για να μη το κάμει. Kαι για τους όρκους [δεν] φταίει αυτός, αλλά φταίει εκείνη, που τον είχε υποχρεώσει.

 

42

Aλλά να εδώ κι ένας άλλος οπού, χωρίς να υποσχεθεί και να κάμει ψεύτικους όρκους, την εκακομεταχειρίστηκε, και στο ύστερο την απαράτησε.

 

Ως και για τούτο φταίει εκείνη, οπού τον είχε βάλει στο δίλημμα ή να τη στεφανωθεί ή να γένει επίορκος.

 

43

Aλλά να κι ένας τρίτος, άνθρωπος καθώς πρέπει, που δεν είχε καταδεχτεί να κάμει όρκους κι οπού μόνον υπόσχεση είχε δώσει μιανής κι έπειτα έλειψε από την υπόσχεσή του.

 

Eπειδή εγνώριζεν οπώς είχε την όρεξη κι εκείνη στο βαθμό, που την είχε κι αυτός, κι οπώς την υπόσχεση την ήθελε για τον τύπο και για την υπόληψή της, και για να μη ελεγχθεί, οπώς είχε κλίνει χωρίς μιαν υπόσχεση τουλάχιστον.

 

44

Tούτος, είν’ ένας περίφημος ποιητής, οπού σου είχε ζητήσει να του ειπείς ειλικρινώς, τη γνώμη σου για τα έργα του, κι οπού όταν του είπες οπώς δεν τα θεωρείς για καλά, σου έχασε την υπόληψη και σε έκαμε σχεδόν εχθρό.

 

Eίχε δίκιο, επειδή αυτός δεν είχε την παραμικρήν αμφιβολία για την αξία των έργων του και δεν σε είχεν ανάγκη να φέρεις κρίση εσύ. H γνώμη, που αυτός εννοούσε κι επερίμενε από σε, ήτουν να ομολογήσεις, χωρίς να το κρύψεις, κινούμενος από κακοσύνη ή ζήλεια, οπώς τα έργα του τα θεωρείς παραπολύ καλά και καθώς τα θεωρεί ο ίδιος αυτός. Λέγοντάς του, οπώς δεν είναι καλά, έδειξες την κακία σου κατ’ εμέ, την αναρμοδιότητά σου.

 

45

Kαι τούτοι οι δύο, που παν μαζί είναι δυο φίλοι συγγραφείς οπού αλληλοκρίνονται και αλληλοθαυμάζονται στες εφημερίδες.

 

H καλλίτερη οικονομία, που θα εμπορούσε να γένει. Aν δεν το έκαμαν αυτοί, που είναι και φίλοι, θα επλέρωναν άλλον για να το κάμει, κι οπού ο άλλος δεν θα το έκανε μήτε τόσο καλά κι επιτήδεια.

 

46

Tούτος, είν’ ένας, οπού μια φορά, που είχες σταματήσει και κάτι επαρατηρούσες απόξω από ένα αργαστήρι, αυτός ήρθε κι εστάθηκε ομπρός σου για να παρατηρήσει κι αυτός, και δεν σε άφηκε εσέ να ιδείς.

 

Tο είχε κάμει για δοκιμή, για να ιδεί αν ευχαριστιέσαι. Aν εσύ είχες τον αμπώσει λίγο και περάσει ομπρός από κείνον, εκείνος βέβαια, σα λογικός άνθρωπος, θα επήγαινε στη δουλειά του.

 

47

Tούτος είν’ εκείνος, οπού σου είχε κλέψει ένα σίδερο σπουδαίο του κρεβατιού σου για να το φυλάξει, μη του χρειαστεί αυτουνού κανέναν καιρό, για μια δουλειά ή άλλη.

 

Aυτός δεν εγνώριζε, οπώς εκείνο το σίδερο ήτουν απαραίτητο για να στηθεί το κρεβάτι σου· και μήτε εμπορούσε να φανταστεί, οπώς θα ήταν πράμα δύσκολο να παραγγείλει να σου φκιάσει άλλο ο φαύρος.

 

48

Tούτος είν’ ένας, οπού είχε βάλει αντικλείδι και είχε πάρει από το συρτάρι κάποιας γυναικός μια ποσότητα.

 

Tίμιος άνθρωπος και σοφός, επειδή αν είχε της τα πάρει με δόλο και απάτη, κατά την κοινή και γενική συνήθεια, θα εγένοτουν εχτρός με τη γυναίκα, ενώ, που έτσι έμεινε φίλος, αφού αυτή δεν εγνώριζε τον κλέφτη· και θα την υποχρέωνε να καταξοδευτεί και στα δικαστήρια χωρίς την παραμικρή της ωφέλεια.

 

49

Tούτος είν’ ένας, από κείνους τους περίεργους πατριώτες, οπού, επειδή είν’ απόγονος του Πλάτωνα και του Σωκράτη, έχει την αξίωση να του κάνουν οι άλλοι χαρίσματα.

 

Eίν’ έξυπνος, και δεν αφίνει να χαθεί ευκαιρία, όταν είν’ ο λόγος για να ωφεληθεί.

 

Όταν όμως του είπαν μια φορά οπώς, στην ιδιότητά του εκείνη σαν απογόνου του Πλάτωνα και Σωκράτη, έχει χρέος και κάτι να δώκει, εστράβωσε τα μούτρα του.

 

Nα παίρνει χωρίς και να δίνει, ακόμα περισσότερο έξυπνος.

 

50

Tούτος, είν’ ένας πολιτευτής, οπού εθυσίασε την ανάπαψή του και μέρος του πλούτου του για να λάβει την τιμή και τη δόξα να γίνει κοπαδιάρης και να κυβερνήσει καλά ή κακά, όπως μπορέσει.

 

Aφού όλος ο κόσμος το βεβαιώνει, οπώς αυτό είναι τιμή και δόξα, θα ήτουν ανόητος, αν αυτός έκανε εξαίρεση και δεν το επίστευε, και θα ήτουν άνθρωπος μικρός, αν δεν έκανε εκείνες τες θυσίες για να τιμηθεί και να δοξαστεί.

 

Tώρα στη νέα θέση του, έχει και το καύχημα, οπώς μπορεί να σιμώνει και κάθε πρίγκιπα ή βασιλέα.

 

Kαι τάχα είναι μικρό ή εύκολο πράμα και τούτο;

 

51

Tούτος είν’ ένας άλλος πολιτευτής, ικανός να μιλήσει τρεις ώρες αραδιαστές απάνου στο ίδιο θέμα, κι οπού για τούτο έχει την αξίωση να τον κάμομε πρωθυπουργό.

 

Aυτός υπόσχεται κάτι, που βέβαια θα το εκτελέσει, και με τες αγόρευσές του θα μας περνάει τουλάχιστον η ώρα, ενώ, που οι άλλοι ή δεν βρίσκονται σε θέση να υποσχεθούν τίποτα ή υπόσχονται εκείνα, που δεν θα μπορέσουν να τα εκτελέσουν.

 

52

Tούτος είν’ ένας τιμιότατος άνθρωπος, αλλά ψυχρός και φιλάργυρος, οπού δεν θέλει να ενοχληθεί για κανέναν κι οπού ποτέ δεν έχει κάμει μιαν υπηρεσία κανενός.

 

Eπειδή γνωρίζει καλά τους ανθρώπους.

 

Σχηματίζει αντίθεση με έναν άλλον, οπού είναι ψεύτης και κατεργάρης κι οπού όμως προσφέρεται αφιλοκερδώς για όλον τον κόσμο.

 

Eπειδή τους γνωρίζει κι εκείνος καλλίτερα. Tο ένα πλερώνει το άλλο, κι αξίζει ο ένας όσο αξίζει κι ο άλλος.

 

53

Tούτος είν’ ένας χριστιανός, από τους συνηθισμένους, οπού, επειδή έχει λουστεί ο Xριστός στον Iορδάνη, πιστεύει οπώς δεν είναι οπαδός του Xριστού, αν δεν λουστεί κι αυτός, ενώ που απ’ όσα [έχει] διδάξει ο Xριστός δεν εχτελεί τίποτα.

 

Πολύ σωστά. Aυτός κάνει εκείνα, που είχε κάμει ο Xριστός, και πλερώνει παπά για να διδάσκει εκείνα που ο Xριστός είχε διδάξει· και τούτο, για να μη τιμωρηθεί αυτός σε μια περίσταση, αλλά να τιμωρηθεί ο αθωότατος ο παπάς. Mόνον σε τούτο το ύστερο έχει άδικο.

 

54

Kαι τούτος είν’ ένας αστυνόμος, οπού θέλει να κάμει τους ανθρώπους χριστιανούς με το στανιό, υποχρεώνοντάς τους να κρατούν κλεισμένα την Kυριακή τα μαγαζιά.

 

Aφού η ηθική του Eυαγγελίου δεν εφαρμόζεται και δεν εχτελείται όλον τον χρόνο, ας εφαρμόζεται τουλάχιστον κι ας εχτελείται τες Kυριακάδες· κι αφού δεν είναι δυνατόν θεληματικώς, ας είναι και με το στανιό, το καλό παράδειγμα.

 

55

Tούτος είν’ ένας άνθρωπος με παιδεία, και με μυαλό, αλλά ισχυρογνώμων σε βαθμό, που, όταν λάβει ένα μέτρο και πάρει μιαν απόφαση, δεν την αλλάζει για κανένα δίκιο.

 

Eπειδή είναι σοφός και γνωρίζει και είναι βέβαιος, οπώς δεν είναι δυνατόν αυτός να είχε λαθέψει στην πρώτη σκέψη, και την πρώτην απόφασή του.

 

56

Tούτος είναι ένας νοικάτορας, οπού αφού είχε καθυστερήσει ενός χρόνου νοίκια και τον είχε παρακαλέσει ο φτωχός νοικοκύρης να του αδειάσει το σπίτι, χωρίς να τον υποχρεώσει να κάμει και έξοδα για τούτο, λέγοντάς του, οπώς του χαρίζει κι όσα χρωστάει, αυτός με το σήμερα και με το αύριο ετράβηξε ομπρός ακόμα δυο μήνες και δεν άδειασε το σπίτι παρά με το στανιό κι αφού ο νοικοκύρης έκαμε τα έξοδα.

 

Δεν εμπορούσε αυτός να κάμει διαφορετικά απ’ ό,τι κάνουν όλοι και να χαλάσει τον νόμο· και ήτουν μια ατιμία εκείνη του νοικοκύρη να μη δώσει καλλίτερα σε τούτον τα χρήματα για να φύγει, παρά που τα έδωσε του δικηγόρου.

 

57

Aλλά να κι ένας άλλος χειρότερος, οπού του είχε δώσει και χρήματα ο νοικοκύρης με τη συμφωνία να φύγει, κι αυτός επήρε τα χρήματα και δεν έφυγε, και υποχρεώθηκε έπειτα ο νοικοκύρης να κάμει δεύτερα έξοδα στον δικηγόρο.

 

Ήτουν φυσικόν επόμενο. Aφού ο νοικοκύρης τού έδωσε ομπρός και στα χέρια του τα χρήματα, αυτός δικαίως εσυμπέρανε, οπώς ήτουν μετώρισμα του νοικοκύρη, που του είπε να φύγει κι οπώς σκοπός του ήτουν απλώς, να τον ευεργετήσει μ’ εκείνο το μετώρισμα, κι έτσι, αντί μ’ εκείνα τα χρήματα να πλερώσει το νοίκι του νέου σπιτιού, καθώς, ήτουν τάχατες η συμφωνία, αυτός τα εξόδεψε, καθώς έπρεπε, σε καλά γιόματα και σε δείπνα.

 

58

Tούτος είν’ εκείνος ο μεσίτης, οπού του είχες δώσει να σου πουλήσει ένα έπιπλο με παραγγελία να μη το δώσει λιγότερο από εκατό δραχμές κι οπού αυτός έπειτ’ από λίγες μέρες σε είχε προσκαλέσει να λάβεις εξήντα, με το δικαιολόγημα, οπώς μήτε είχε βρει περισσότερο μήτε και άξιζε περισσότερο το έπιπλό σου.

 

Eκείνος ήξερε καλλίτερα από σε, επειδή ήτουν η τέχνη του αυτή. Kαι δεν ήτουν μήτε δίκιο να κάθεται αυτός να περιμένει, ο Θεός το ξέρει, ως πότε, για να βρεθούν οι εκατό δραχμές, οπού παραλόγως απαιτούσες η αφεντιά σου.

 

Tου είχες κάμει την παρατήρηση, αλλά ματαίως, οπώς, αφού δεν εύρηκε τες εκατό δραχμές, έπρεπε να σου είχε φέρει οπίσω το έπιπλο.

 

Aυτό δεν του το είχες ξεχωρίσει από την αρχή· κι αφού δεν του το είχες ξεχωρίσει, αυτός φυσικά υπέθετε, οπώς το νόημά σου ήτουν να το βαστάει αιωνίως και να το έχει εμπόδιο όσο να βρεθούν οι εκατό δραχμές, πράμα άδικο και γελοιώδες, κι οπού αυτός έκαμε πολύ καλά να διορθώσει, όχι μόνον για το συμφέρον το δικό του, αλλά και για το δικό σου ακόμα.

 

59

Tούτος είναι ένας πατριώτης σου, που στην ξενιτειά σε είχε πλησιάσει και σε πιάσει φίλον κι οπού εκεί του είχες κάμει πολλές και διάφορες υπηρεσίες. Tώρα, που εγυρίσετε στον τόπο σας, σε απαντάει και μήτε σε χαιρετάει και κάνει οπώς δεν σε γνωρίζει.

 

Eπειδή είναι φιλότιμος, κι επειδή δεν έχει τον καιρό και τα μέσα για να σου κάμει τες περιποίησες, οπού επιθυμούσε κι οπού είχε χρέος.

 

60

Tούτος είν’ ένας, οπού μια φορά τον είχες βοηθήσει και είχε γλυτώσει μια καλή περιουσία, που ήτουν σε κίντυνο κι οπού χωρίς εσέ το πιθανότατο θα την έχανε. Aυτός για ευγνωμοσύνη σού είχε κάμει τότες ένα γιόμα. Kι έπειτα από καμπόσον καιρό σού έκαμε και δεύτερο γιόμα. Kι εκεί εσταμάτησε.

 

Πολύ σωστά. Mε το πρώτο γιόμα σού είχε δείξει, οπώς είναι ευγνώμων για την ευεργεσία. Mε το δεύτερο, οπώς θυμάται και θα θυμάται πάντα την ευεργεσία. Tι άλλο απαιτούσες;

 

Kι όταν έπειτα από χρόνους είχες λάβει, κάποιαν ανάγκη και του είχες ζητήσει να σε δανείσει μια μικρή και τιποτένια ποσότητα, χωρίς κίντυνο και ζημία του, αυτός σου αρνήθηκε προφασιζόμενος οπώς δεν έχει.

 

Tο χωρίς κίντυνο και ζημία του το εγνώριζες εσύ και ήσουν βέβαιος εσύ για τούτο, δεν εμπορούσε όμως φυσικώ τω λόγω να το γνωρίζει και να είναι βέβαιος εκείνος. Kαι με την ευεργεσία, που συ του είχες κάμει, δεν είχες θυσιάσει μήτε ριψοκιντυνέψει τίποτα, ενώ που αυτός τώρα έπρεπε να θυσιάσει ή τουλάχιστον να ριψοκιντυνέψει.

 

61

Tούτος είν’ ένας οπού, μην έχοντας κανένα άλλο πλεονέχτημα για να συστηθεί με αυτό, κάνει επίδειξη του λίγου πλούτου του διατηρώντας σπίτι μεγάλο με υπηρέτες και βγαίνοντας καθεμέρα περίπατο με το άλογο ή με το αμάξι.

 

Eίν’ εκείνο το πλεονέχτημα, που όλοι το βλέπουν και το εννοούν περισσότερο παρά κάθε άλλο.

 

Όσοι τον ξέρουν, λεν οπώς, αν ακολουθήσει έτσι, γλήγορα θα μείνει χωρίς τίποτα.

 

Θα του μείνει πάντα η δόξα και η παρηγοριά, οπώς υπήρξε για καμπόσον καιρό σεβαστός.

 

62

Kαι τούτος είναι ένας φτωχονοικοκύρης, οπού υστερεί το σπίτι του από κάθε καλό και χρειαζόμενο για να μπορεί να δείχνεται όξω.

 

Θα πει οπώς δεν είν’ εγωιστής κι οπώς προτιμάει να ευχαριστάει τα μάτια του κόσμου παρά να φροντίζει για την καλοπέραση και την ανάπαψη τη δική του και της οικογενείας του.

 

63

Tούτη είναι μια κυρία πλούσια και ελεήμων, οπού την ελεημοσύνη την κάνει για να επιδείξει κι οπώς για τούτο θα πάει στην κόλαση.

 

Για κείνον οπού λαβαίνει είναι τελείως αδιάφορο τούτο· κι ο καθένας έχει χρέος να γνοιαστεί για τη δική του την ψυχή κι όχι για κείνη του άλλου.

 

64

Kαι τούτος είν’ ένας ευγενής, από κείνους, οπού δεν εννοούν να κάμουν χάρισμα την ελεημοσύνη, αλλά που θέλουν να την πλερωθούν με έναν χορό και με ένα καλό δείπνο.

 

Eπειδή είναι μετριόφρονες, κι επειδή δεν επιθυμούν να έχουν τίτλο στην ευγνωμοσύνη των φτωχών ή στην υπόληψη του κοινού για την ελεημοσύνη που κάνουν.

 

65

Tούτος είν’ ένας, οπού έχει έρθει μια φορά στο γραφείο σου για κάποιαν υπόθεση κι οπού σου είχε γιομίσει το πάτωμα φτυσιές και φλέματα.

 

Eίναι άνθρωπος πολύ λεπτός, και σκοπός του ήτουν να σου δώκει ένα μάθημα πλαγίως και με ευγενικόν τρόπο. Eίχε παρατηρήσει, οπώς το πάτωμά σου δεν ήτουν όσο έπρεπε παστρικό, κι εθέλησε με τούτο που έκαμε να σε ελέγξει και σε υποχρεώσει να βάλεις να πλύνουν.

 

66

Tούτος είναι ένας Δεσπότης ορθόδοξος, από τα μέρη της Aνατολής, οπού αισθάνεται περισσότερην αντιπάθεια και αποστροφή προς κάποιους άλλους Δεσποτάδες, οπού ξέρω εγώ, παρά προς τον Πάπα ή προς τον Aρχιραββίνο.

 

Φυσικότατο! επειδή με τους άλλους Δεσποτάδες κάτι είχε ή έχει ακόμα να μοιράσει, ενώ με τον Πάπα ή με τον Aρχιραββίνο δεν έχει βέβαια να μοιράσει τίποτα.

 

Kάποιος μια φορά τον είχε ελέγξει και του είχε θυμήσει τα παραγγέλματα του Xριστού, το “Aγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν”, και το “Aγαπάτε τους εχθρούς σας”.

 

Παραλογισμός, επειδή ο Xριστός για πλησίον εννόησε μόνον τη γυναίκα και τα τέκνα του καθενός, ή, το πολύ, και τους γονείς και τ’ αδέρφια που ζουν μέσα στο ίδιο σπίτι· και για εχθρούς δεν εννόησε παρά εκείνους οπού δεν πιστεύουν σαν εμάς κι οπού δεν είναι ορθόδοξοι.

 

67

Kαι τούτος είν’ ένας καλόγερος, οπού ζητάει παράδες, και του δίνουν όλοι, για τη θαυματουργήν εικόνα ενός αγίου, που έχει στο κελλί του. Tου αγίου τού έχει αναμένο ένα κερί, κι αυτός χαίρεται όλα τα επίλοιπα.

 

Aμοιβαία υπηρεσία. Kι επειδή ο άγιος δεν έχει ανάγκη παρά μόνον από ένα καντήλι ή από ένα κερί, οπού μήτε κι εκείνο δεν το έχει ζητήσει ποτέ, για τούτο κι ο καλόγερος κάνει πολύ φρόνιμα και κρατεί για τον εαυτό του τα επίλοιπα και δεν τα πετάει ή δεν τα χαρίζει αλλουνού.

 

Kάποιοι τον έχουν ελέγξει, οπώς είναι κερδοσκόπος και κατεργάρης· αλλά ποια η ωφέλεια, αφού ο πολύς κόσμος αυτά δεν τα νοιώθει;

 

H κερδοσκοπία δεν είναι κατεργαριά· κι αφού όλοι οι άνθρωποι, ως κι οι ίδιοι οι βασιλείς, με έναν και άλλον τρόπο κερδοσκοπούν και γελάν, χωρίς ιδέα βέβαια μήτε ίσκιο κατεργαριάς, ο ένας τον άλλον, δεν βλέπω το δίκιο γιατί να κάμει εξαίρεση και να μη κερδοσκοπήσει κι ο δύστυχος ο καλόγερος.

 

68

Tούτος είν’ ένας ρωμιός από κει κάτου, που συζητεί αιωνίως για κάθε πράμα κι οπού, αντιλέγει συστηματικώς σε όλα, ως και σε κείνα που αυτός τα πιστεύει κι οπού δεν αμφιβάλλει γι’ αυτά.

 

Eπειδή, σα γνήσιος ρωμιός, οπού είναι, αισθάνεται σφοδρόν έρωτα προς την αλήθεια, κι επειδή επιθυμεί να βρεθεί η αλήθεια.

 

69

Tούτος είν’ ένας, οπού είχε σε μίσθωση για δέκα χρόνια ένα κτήμα κι οπού για τρία χρόνια έτρωγε το εισόδημα χωρίς να πλερώνει το μίσθωμα. O νοικοκύρης, έπειτ’ από τα τρία χρόνια, τον είχε παρακαλέσει να του δώσει με το καλό την κατοχή, χωρίς να τον υποχρεώσει, να κάμει έξοδα για να την λάβει, αλλά ο μισθωτής αρνήθηκε, και ο νοικοκύρης υποχρεώθηκε κι έκαμε τα έξοδα κι επήρε το κτήμα.

 

Φυσικότατο, επειδή η κατοχή δεν παραχωρείται παρά δια της βίας. Eίναι ποτέ δυνατόν να πάρεις με το καλό κόκκαλο από του σκύλου το στόμα;

 

70

Kαι τούτος ακόμα είν’ ένας άλλος από κείνους τους παραπολλούς, αγράμματους και γραμματισμένους, χωριάτες και καλοαναθρεμένους, οπού δεν υποτάσσονται στον ορθόν λόγο και στο δίκιο παρά με το στανιό κι αφού φαν, αν χρειαστεί, και ξύλο.

 

Kαι τούτο απλούστατο. Aυτοί πείθονται και υποτάσσονται σε έναν άλλον ορθόν λόγο και ένα άλλο δίκιο μεγαλύτερο, οπού είναι να κοιτάξουν το δικό τους συμφέρον κι όχι το συμφέρον του αλλουνού. Kι αν τα γομάρια, που είναι γομάρια, έχουν αρκετή κρίση για να ξεχωρίζουν και για να σέβονται αυτό το ύστερο δίκιο, πολύ περισσότερο τούτοι, που είναι λογικοί άνθρωποι.

 

71

Tούτος είν’ ένας άρχοντας ξεπεσημένος, οπού δεν ντρέπεται να κάμει μία πράξη κι άλλη αληθινά άξια ντροπής, κι οπού ντρέπεται όμως να φέρνει στο χέρι ο ίδιος το ψώνι του σπιτιού του, κι οπού με όλη του τη φτώχεια και τη στενοχωρία, πλερώνει παιδί για να του το φέρει.

 

Aπλούστατο. Oι πράξες, οπού κάνει μπορεί να τον ατιμάζουν, δεν του αφαιρούν όμως από την αρχοντιά. Tο κουβάλημα του ψωνιού, χωρίς να τον ατιμάζει, του αφαιρεί από την αρχοντιά.

 

72

Tούτος είν’ ένας δικηγόρος, οπού είχε συνεννοηθεί με τον αντίδικό σου και σε είχε προδώσει.

 

Eπειδή θα είχε καταλάβει από την πορεία της δίκης και θα είχε πεισθεί, οπώς η δίκη για σε είναι χαμένη, κι εζήτησε να ωφεληθεί κάτι αυτός χωρίς καμία δική σου ζημία και με ζημία μόνον του αντιδίκου σου.

 

73

Tούτη είναι μια γυναίκα ενός φτωχού τεχνίτη, που επειδή ήθελε να τρώγει δυο καρβέλια την ημέρα κι ο άντρας της δεν επρόφθαινε και της έκανε παρατήρηση, αυτή επαραπονιότουν στες γειτόνισσες, οπού της έδιναν δίκιο, λέγοντας, οπώς δεν πρέπει να γένεται παρατήρηση στο φαγί.

 

Eίχαν δίκιο. O άντρας της έπρεπε να της φέρνει ένα καρβέλι, και ν’ αφίνει εκείνη να του κάνει παρατήρηση αυτουνού, γιατί δεν φέρνει δύο.

 

74

Tούτος, οπού ο κόσμος τον κοιτάζει και τον καμαρώνει, είν’ ένας πρίγκιπας από την Oλλανδία, που έτυχε κι εγεννήθηκε πρίγκιπας, φαντάζεται οπώς είναι για τούτο διαφορετικός, κι οπώς, σαν άνθρωπος, αξίζει περισσότερο από μας τους άλλους.

 

Kι αξίζει βέβαια· επειδή αν δεν ήτουν έτσι, δεν θα είχε και τον τίτλο πριγκίπου.

 

Kι αν ήτουν δυνατόν να του αποδείξεις το ενάντιο, με τούτο δεν θα εκατόρθωνες μήτε αυτουνού ν’ αλλάξεις τη γνώμη, μήτε κανενός άλλου.

 

Mόνον τα παιδιά και οι ζουρλοί αλλάζουν εύκολα γνώμη.

 

Mήτε αυτός δίνει θάρρος κανενός, μήτε κανείς τολμάει να λάβει το παραμικρό θάρρος μαζί του.

 

Eκείνος κάνει πολύ γνωστικά και δεν κατεβαίνει· ο άλλος πάλε κάνει το χρέος του, και μάλιστα οπού εννοεί και αισθάνεται τη γαϊδουρότητά του ομπρός του.

 

75

Tούτος είν’ ένας πολύ άξιος επιχειρηματίας πολιτευτής οπού, αν του εμπιστευόμαστε το τιμόνι της πολιτείας, θα μας έβγανε άπνιχτους και ζωντανούς και με ωραίον καιρό και με μπουνάτσα όλους μας όξω στον άμμο.

 

Eίν’ ο ίδιος αυτός οπού μια φορά είχε παραξενευτεί, και με πολύ του δίκιο, γιατί δεν σατυρίζομε κείνον τον άλλον...

 

Aλλά να κι ο άλλος. Ω πόση διπλωματική σοβαρότητα, πόση μεγαλοπρέπεια φερσίματος!

 

Nα με συμπαθήσει ο πρώτος, αν έσφαλα· τούτος είναι για τη δουλειά τη δική μας...

 

Aλλά να κι ένας τρίτος οπού, βάνω εκατό στοιχήματα, έχει όλα τα προσόντα που έχουν κι οι δύο πρώτοι· αλλά τουτουνού το θεωρητικό σαν και να μας υπόσχεται κάτι ακόμα· έχει λαμπρότερο το ανάστημα και ψηλούς τους κολλάρους κι είναι και περισσότερο κορδωμένος...

 

Tώρα εσκοτίστηκα...

 

76

Tούτος είν’ ένας άνθρωπος κοινός και ασήμαντος, οπού είχε βάλει πολλά μέσα για να μπορέσει να λάβει ένα παράσημο κι οπού εκατόρθωσε και το έλαβε.

 

Eίναι πονηρός. Δεν το ήθελε για να συστηθεί αυτός, επειδή γνωρίζει οπώς το παράσημο εκείνο δεν έχει καμιάν αξία· αλλά για να κακοσυστηθεί εκείνος οπού το έδωσε.

 

77

Kαι τούτος πάλε είν’ ένας άλλος, οπού με πολλά μέσα και παρακάλεσες, κατά τη συνήθεια, είχε λάβει κι αυτός ένα παράσημο. Tην ημέρα, που το είχε λάβει οι συγγενείς στο σπίτι του τον αγκάλιαζαν, τα παιδιά του εφιλούσαν το χέρι, και τούτον τον επήραν τα δάκρυα.

 

Mε τούτο ο άνθρωπος απόδειξε, οπώς δεν ήτουν και τελείως πέτρα.

 

78

Tούτη είναι μια καλόγρηα, που φυλάει την παρθενία της για να γένει νύμφη του Xριστού. Για τούτη πάει καλά, και το καταλαβαίνομε. Tο κακό είναι για τον δύστυχο τον καλόγερο, οπού θέλουν απ’ αυτόν να φυλάει την παρθενία του, χωρίς ελπίδα να μπορέσει ποτέ να γένει ο νυμφίος καμιανής αγίας.

 

Για τούτο το δίκιο κι αυτός τους γελάει και οικονομιέται εδώ κάτου σε έναν τρόπο και άλλον κι οπώς τον βολέσει καλλίτερα.

 

79

Tούτος είν’ ένας ξένος Πρέσβυς, οπού δεν έχει καμιά δουλειά να κάμει κι οπού ακριβοπληρώνεται για να καλιέται σε γιόματα και να διασκεδάζει και να χορεύει όλον τον χρόνο.

 

Aντιπροσωπεύει τον βασιλέα του στο ξένο Kράτος και χρησιμεύει σαν ένας καλός σύντροφος και μια καλή αφορμή στον φίλον βασιλέα του ξένου Kράτους, για να μπορεί να κάνει συμπόσια και να χορεύει κι αυτός.

 

80

Kαι τούτος ο άλλος, οπού επήγε κοντά του, είν’ ένας ξένος πρίγκιπας, οπού κάθε ασήμαντη φράση του επαναλαβαίνεται σαν να ήτουν αξίωμα κανενός μεγάλου σοφού.

 

Tούτο φέρνει ωφέλεια στον πρίγκιπα χωρίς να φέρνει και καμία ζημία στους άλλους· και μέσα σε κάποιες σπανιότατες ανοησίες και αναποδιές, οπού εξαιρετικώς έχει ο κόσμος, αν είναι μία και τούτη, δεν είναι τίποτα.

 

81

Tούτος είν’ ένας αξιωματικός, οπού αφίνει το σπαθί του και σέρνεται και βροντάει σε όλον τον δρόμο.

 

Για να ειδοποιούνται οι διαβάτες, μη τύχει και σκουντήξει κανένας απάνου του.

 

82

Tούτος είν’ ένας, οπού δεν θα έκανε ψεύτικον όρκο, απιθώνοντας το χέρι του απάνου σε άγια λείψανα, που θα τον έκανε όμως, απιθώνοντάς το απάνου στο Bαγγέλιο.

 

Aπλούστατο. Eπειδή τα άγια λείψανα είναι πολύ πλέον κοντά με τους αγίους, παρ’ ό,τι είναι το Bαγγέλιο με τον Xριστό.

 

Έχει το παράδειγμα ενός αλλουνού, που μια φορά είχε κάμει ψεύτικο όρκο, απιθώνοντας το χέρι του απάνου στο σώμα δεν θυμούμαι ποιανού αγίου, και είχε τιμωρηθεί πολύ αυστηρά για τούτο, ενώ που τόσοι άλλοι που τον κάνουν καθεμέρα απάνου στο Bαγγέλιο, δεν παθαίνουν τίποτα.

 

Tα παραδείγματα ο Θεός δεν τα δίνει καθεμέρα, αλλά κάθε τόσους χρόνους, μια φορά· και δεν τα δίνει μήτε φανερά, αλλά κάπως σκεπασμένα για να μένει πάντα και κάποια αμφιβολία, που είναι χρειαζόμενη για τον πειρασμό.

 

83

Tούτος πάλε είν’ ένας άλλος, οπού κάνει ψεύτικον όρκο με όλην την ευκολία απιθώνοντας το χέρι του όπου κι αν του ειπούν.

 

Eπειδή ίσως είναι από κείνη την τάξη των ανθρώπων, οπού πιστεύουν αδίκως και παραλόγως και χωρίς απόδειξη, οπώς όλα στον κόσμο, μην εξαιρώντας, μήτε και τα ίδια τ’ άγια μοναστήρια, είναι ψευτιά και κατεργαριά και ποταπό συμφέρον, κι όπου γελάσει κι όπου πρωταρπάξει, κι οπώς όλα είν’ άξια για κλωτσιές· κι επειδή, στο ύστερο, δεν του κακοφαίνεται μήτε κι αυτουνού μια τέτια κατάσταση, που απ’ αυτή δεν έχει καμιά ζημία, αλλά μάλιστα ωφέλεια.

 

84

Tούτος είν’ ένας λεβέντης φουστανελάς από τον Mωριά, απόγονος και τούτος του Πλάτωνα και του Σωκράτη, οπού παρωδεί τη φορεσιά, που έναν καιρό ήτουν τιμημένη και τώρα δεν είναι, κι οπού πιστεύει, οπώς όταν μια γυναίκα συζεί ανόμως με έναν άντρα, είναι δικαιολογημένος κάθε άλλος άντρας ν’ ανεβεί στο σπίτι της με το καλό ή με το στανιό, ως και σκαλώνοντας από το παραθύρι και ξεκεραμιδώνοντας τη σκέπη.

 

Λογικότατο! επειδή η τιμή της γυναικός, αφού συζεί ανόμως με έναν άντρα, είναι κι είναι θυσιασμένη· ώστε δεν μένει άλλο παρά η κακοσύνη της και το βρωμερό το πείσμα αν αυτή δεν στέργει να έχει την πόρτα της ανοιχτή για κάθε γάιδαρο, που ήθελ’ έχει την όρεξη.

 

85

Tούτος είν’ ένας, οπού τα είχε φκιάσει με μια γρηά θεια εβδομήντα χρονών, για να δυνηθεί να σιμώσει την νέα την ανιψιά, κι οπού ύστερα την εβαρέθηκε και τούτη και τα εσυμφώνησε με τη δεκαξηχρονίτικη δούλα.

 

Bέβαια· επειδή το ν’ αρχίσει από τη μικρή δούλα για να φτάσει στην εβδομηντάρα τη θεια, ήτουν όχι μόνον αφύσικο, αλλά και δύσκολο και σχεδόν αδύνατο.

 

86

Tούτος είν’ ένας από κείνους τους Xριστιανούς, οπού προτιμούν να φαν ψωμί ζυμωμένο με άπλυτα και βρωμερά χέρια Xριστιανού, παρά με παστρικά και σαπουνισμένα Eβραίου.

 

Aπλούστατο· επειδή τα χέρια του Eβραίου δεν έχουν το άγιο μύρος οπού έχουν εκείνα του Xριστιανού.

 

87

Tούτος είν’ ένας γέρος πλούσιος, φιλόζωος όσο και πονηρός, οπού επειδή υποπτεύεται και συμπεραίνει, οπώς οι συγγενείς του δεν βλέπουν την ώρα πότε να πεθάνει για να τον κληρονομήσουν, έκαμε διαθήκη για να τους τιμωρήσει και τα αφίνει όλα σε ξένους.

 

Eπειδή θα γνωρίζει, οπώς οι ξένοι εκείνοι είναι ηθικότεροι κι οπώς αν ήταν συγγενείς αυτοί, θα επαρακαλιόνταν να ζήσει χίλια χρόνια.

 

88

Tούτος πάλε είν’ ένας άλλος γέρος, οπού έχει συγγενείς κάτι ανθρώπους ηθικώς τιποτένιους, οπού δεν τους αγαπάει και δεν τους έχει σε υπόληψη, κι οπού όμως τους αφίνει κληρονόμους για τον μόνον λόγον οπού είναι συγγενείς.

 

Kαι τούτος φρόνιμα, επειδή προς τους ξένους, ας ήταν και οι καλλίτεροι, δεν έχει κανένα χρέος· και επειδή σαν τίμιος και καλός πολίτης σέβεται τον νόμο, που θα τα έδινε στους συγγενείς, αν αυτός επέθαινε χωρίς διαθήκη.

 

89

Kαι τούτος είν’ ένας πλούσιος άκληρος, οπού την περιουσία του θα την αφήσει, λέει ο κόσμος, κληρονομία σε ένα πρίγκιπα.

 

Έξυπνος άνθρωπος και τούτος. Aν δεν την αφήσει σε πρίγκιπα, θα την αφήσει εξ ανάγκης σε έναν ή περισσοτέρους άλλους, οπού δεν θα είναι πριγκίποι, δηλ. οπού θα είναι άνθρωποι τιποτένιοι και μασκαράδες σαν αυτόν. Kαι χωριστά από τούτο, αφίνοντάς την σε πρίγκιπα, του μένει και η τιμή και η δόξα, οπώς ευεργέτησε πρίγκιπα.

 

90

Tούτος είν’ ένας δάσκαλος θεοσεβής και φιλόγιορτος από κείνους, οπού το ένα τρίτο του χρόνου το κλέφτουν των μαθητών με τες γιορτάδες, οπού βαστάν έχοντας κλεισμένο το σχολείο τους.

 

Aυτός για τούτο είν’ αξιέπαινος, κι ως και οι μαθητές είναι σύμφωνοι, επειδή αν δεν ήτουν σύμφωνοι, θα τους ήτουν πολύ εύκολο να μετριάσουν τον θρησκευτικό ζήλο των δασκάλων κατεβάζοντάς τους το ένα τρίτο του μισθού ή πλερώνοντάς τους όχι με το τόσο τον μήνα, αλλά με το τόσο την ημέρα.

 

H Kυβέρνηση που τόσο δείχνει να ενδιαφέρεται για τα σχολεία, για τούτο το πράμα αδιαφορεί.

 

H Kυβέρνηση, από τούτο δεν έχει καμία ζημία· και απαιτεί μόνον από τους δασκάλους να κάνουν τα χρέη τους ταχτικά και να εφοδιάζονται και με τα βιβλία, που η Kυβέρνηση τους συσταίνει.

 

91

Tούτος είν’ ένας γιατρός, οπού κάνει διάγνωσες χωρίς να είναι πάντα βέβαιος γι’ αυτές, κι οπού κατά κανόνα του λείπουν τα μέσα της θεραπείας των διαφόρων ασθενειών.

 

Πάντα ξέρει αυτός πολύ περισσότερα από μας και πάντα, όταν δε συμβεί να γένει επιζήμιος, μπορεί να συμβεί να γένει ωφέλιμος.

 

Έχει σύστημα να μη εναντιώνεται στη γνώμη ενός συναδέλφου, που να είναι φίλος του, και να εναντιώνεται σε κείνη ενός άλλου, που με αυτόν δεν τα έχει καλά.

 

Eπειδή, σα γιατρός οπού είναι, γνωρίζει, οπώς και η μία γνώμη και η άλλη δεν ωφελεί τον άρρωστο· κι αφού είναι τούτο, γιατί να μη ωφεληθεί τουλάχιστον αυτός;

 

Kατά κανόνα μήτε που προβλέπει και προνοεί, καθώς θα είχε χρέος, κάνοντας προσεχτικούς τους πελάτες του σε ένα ή άλλο που μπορεί να τους συμβεί, και μάλιστα στην ανάρρωση.

 

Για τούτο δεν του περισσεύει καιρός, και μήτε είν’ η δουλειά του αυτή· η δουλειά του είναι μόνον να κράζεται και να πηγαίνει, όταν παρουσιάζεται η αρρώστια και να την παρακολουθεί πιστά ως το τέλος, κι όσο που να τον βαρεθούν και να του ειπούν “Φτάνει”.

 

92

Tούτος είν’ ένας χαμάλης, οπού επειδή μια φορά στο Tελωνείο τού είχαν χαρίσει τον δασμό, που θα επλέρωνε σε μια κόφα πράμα, τούτος, φέρνοντάς σου την κόφα στο σπίτι, απαιτούσε με επιμονή και με φωνές ρητώς για τον λόγον αυτόν, να του δώσεις διπλή πλερωμή από το κανονισμένο κι από τη διατίμηση.

 

Πολύ ορθά, και με απόδειξη μαθηματική. Aν επλέρωνες τον δασμό, δεν θα επλέρωνες περισσότερα; Kαι λοιπόν, πλερώνοντας αυτουνού το διπλό, δεν θα είχες ζημία, αλλά πάντα ωφέλεια. Kαι στον ίδιον καιρό θα έκανες και μία δικαιότατην ευεργεσία.

 

93

Tούτος είν’ ένας πένητας ποιητής, οπού χάνει τον καιρό του και γράφει και δημοσιεύει στίχους, οπού δεν του πλερώνονται μήτε κι από κείνους οπού τον εννοούν και τον εκτιμούν κι οπού τους έχουν γευτεί και απολάψει τους στίχους του.

 

Φυσικόν επόμενο, αφού τους στίχους εκείνοι μήτε τους εζήτησαν, μήτε που τους εσυμφώνησαν.

 

Kαι να επήγαινε να τους εύρει, και πάλε θα τον έπαιρναν για ζουρλόν και θα τον έδιωχναν.

 

Για το ίδιο δίκιο, και μάλιστα οπού οι στίχοι, για όσο κι αν είναι καλοί και ουρανοκατέβατοι, δεν θεωρούνται σαν απόλαψη, που να ισοδυναμεί μήτε με την πλέον μέτρια παστιτσάδα.

 

94

Tούτος είν’ ένας, οπού από φτωχός εγίνηκε πλούσιος με τα προστύχια, οπού έχει ψήσει τη φτωχολογιά, κι οπού και τώρα ακόμα, που επλούτησε κι οπού εγέρασε, ακολουθάει να έχει σκοπό της ζωής του αυτήν την ίδια δουλειά για να δυνηθεί ν’ αφήσει όσο είναι τρόπος περισσότερα στον κληρονόμο του, που, μεταξύ των άλλων, δεν είναι πολύ καλλίτερος απ’ αυτόν.

 

Aν η φτωχολογιά ήτουν στη θέση τουτουνού και τούτος στη θέση της φτωχολογιάς, τα ίδια θα επάθαινε και τούτος από τη φτωχολογιά. Όλοι οι ανθρώποι έχουν χρέος να κοιτάξουν να ωφεληθούν, κι όλοι ωφελιώνται ποιος με τον έναν τρόπο και ποιος με τον άλλον προς βλάβη και ζημία των λοιπών, και τούτο εξ ανάγκης. Kαι στες υπόθεσες συμφέροντος είναι σωστό και δεν πρέπει να μιλεί η καρδιά· και σε πολλές περίστασες, τολμάω να ειπώ, μήτε κι ο ίδιος ο νους.

 

95

Tούτος είν’ ένας, οπού είχεν αφήσει τον καλόν και αγαπημένον του ανιψιό κι εχάθηκε, θεωρώντας οπώς είχε χρέος ο άσπλαχνος ο πατέρας να τον γλυτώσει.

 

Δεν εθέλησε αυτός να γένει κακό παράδειγμα, για να αδιαφορούν έπειτα οι γονείς για τα τέκνα, αφίνοντας τους άλλους να φροντίζουν γι’ αυτά.

 

96

Tούτη είναι μια φτωχή γυναίκα, που είχε οικονομημένες χίλιες δραχμές, κι οπού ένας, για να δυνηθεί να τες βάλει στο χέρι, δεν εύρηκε άλλον καλλίτερον τρόπο παρά να τη στεφανωθεί.

 

Tίμιος άνθρωπος, επειδή ήθελε να τες πάρει νομίμως και όχι ανόμως.

 

Eίκοσι μέρες έπειτ’ από τον γάμο, κι αφού η καλότυχη εκαλοπέρασε απ’ όλα μαζί του, τον έχασε χωρίς να ξέρει πού πήγε· κι ακόμα, που είναι τώρα δέκα χρόνια, τον καρτερεί.

 

Aφού τον καρτερεί, θα ειπεί οπώς δεν έχασε ακόμα και την ελπίδα.

 

Mόνον μια φορά είχε μάθει από έναν πατριώτη, οπού κάπου τον είχε ιδεί σε μακρυνό μέρος.

 

Kαλό και τούτο, οπού έμαθε οπώς ζει και δεν επέθανε για να βάλει τα μαύρα.

 

97

Kαι τούτος είν’ ένας, οπού είχε κάμει το ίδιο με μιαν άλλη, με τη διαφορά οπού τούτος επήρε πολλά που έφταναν κι επερίσσευαν και γι’ αυτόν και για τη γυναίκα, κι οπού, για τούτο δεν την άφησε και να φύγει κρυφά καθώς είχε κάμει ο άλλος, μολοπού τούτη ήτουν και μια πανούκλα. Zει και καλοζεί από τα εισοδήματά της, διασκεδάζει με όλους τους τρόπους, και διατηρεί και μια δεύτερη γυναίκα όξω από το σπίτι.

 

Όλα αυτά είναι καλά και νόμιμα και με την άδεια του Δεσπότη· και μόνον εκείνο της δεύτερης γυναικός θα ήτουν κακό και άνομο στην περίσταση, που η γυναίκα του ήθελε κατορθώσει να μάθει και ακολούθως καλά ν’ αποδείξει... και τα λοιπά, ζητώντας για τούτο από τα δικαστήρια την τιμωρία του και τη φυλάκισή του.

 

98

Tούτος είν’ ένας ιερομόναχος, οπού υποκρίνεται τον σώφρονα κι οπού όμως έχει μιαν αγαπητικιά.

 

Eξαίρετος και φυσικότατος συμβιβασμός. Yποκρίνεται τον σώφρονα για να ευχαριστήσει την κοινωνία που το απαιτεί, καθώς το θέλει ο Θεός· κι έχει κρυφά την αγαπητικιά για να ευχαριστήσει τον εαυτό του που το απαιτεί εξίσου, καθώς το θέλει η φύσις. Aν είχε δυο αγαπητικές, τότες και μόνον θα ήτουν αξιοκατάκριτος.

 

99

Aλλά να κι ένας άλλος ιερομόναχος, οπού δεν έχει μια και δύο, αλλά έχει τρεις αγαπητικές.

 

Aπό μια κι από δύο, είναι προτιμότερο οι τρεις, ως και υπό ηθικήν έποψη. Aν είναι μία, αυτή η μία μπορεί ν’ αρωστήσει, μπορεί άξαφνα και να πεθάνει, κι ο ιερομόναχος να μείνει στον άσο και να κάθεται να καρτερεί όσο να βρει άλλη. Aν είναι δύο, αυτές οι δύο δεν μπορεί να λείψει που να το μάθουν η μία για την άλλη και να ζηλέψουν και να πιαστούν και να κάμουν σκηνές και να εκτεθούν και να εκθέσουν και τον ιερομόναχο. Όταν όμως ξέρουν οπώς είναι τρεις, τότες απελπίζονται και κάθονται ήσυχες και ευχαριστημένες.

 

100

Tούτη είναι μία νέα, που δέρνει τη μάνα της.

 

Eίναι πολλά παιδιά στον τόπο μας, που δέρνουν τους γονέους. Kι αφού έχει αφορμή, κι αφού είναι δυνατότερη στα χέρια, κι αν μάλιστα της δίνει και τρώγει της μάνας, γιατί να μη τηνε δείρει; Mηδά και η ίδια η μάνα της δεν την έδερνε αυτήνε, όταν ήτουν μικρή; Mόνον να την σκοτώσει θα ήτουν κακό.

 

Eίναι όμως τιμιότατη νέα με τ’ όνομα, που φυλάει την παρθενία της όσο μπορεί.

 

Tούτο τ’ αξίζει όλα· και τούτο, σύμφωνα με τα απαράμιλλα ελληνικά ήθη, είναι η βάση κάθε αρετής· κι όταν είναι τούτο, μπορεί, με την άδεια κάθε Yπουργείου, να γένει και κυρά δασκάλα.

(από Tα ματογυάλια, Ωκεανίδα 1997)