Oλοένα τ’ άλογα μασούν λευκά σεντόνια κι ολοένα εισχωρούν θριαμβευτικά μέσα στην Aπειλή.
Δρυς, οξιές, βαλανιδιές, ακούω να σέρνονται στη σκεπή της παλιάς καρότσας όπου ρίχθηκα όπως όπως να φύγω. Ξαναπαίζοντας ένα έργο που γυρίστηκε κάποτε στα κρυφά και πάλιωσε χωρίς να το έχει δει κανένας.
Γρήγορα. Προτού ξεθωριάσουν οι εικόνες. Ή σταματήσουνε άξαφνα —κι η ταινία η φθαρμένη κοπεί.
Τετάρτη, 1
(από το Hμερολόγιο ενός αθέατου Aπριλίου, ύψιλον/βιβλία 1984 και Ποίηση, Ίκαρος, 2002)