O ειρμός του ποταμού διεκόπη. H συνοχή όμως του τοπείου είταν τόση που και ο ποταμός κυλούσε. Mέσα από τα φύλλα των αγρών προς το γεφύρι που χτυπούσε ο ήλιος τα σπαρτά τα λευκά στήθη τα λουλούδια μέσα στα διάφανα πουκάμισα που ακκουμπούσαν στα χαράματα τα κορίτσια σκύβαν γυμνά ή σχεδόν γυμνά να συνθλίψουν και να χαϊδέψουν γενικά τα σώματά τους και τα σώματα των ανθών. O περιφερειακός δρόμος του έγινε δρόμος ολοκλήρου πόλεως και το ποτάμι που την χωρίζει σε έξη μέρη αγκαλιάζει την ώρα που συνελήφθη το τοπείο στα δάχτυλα του πεπρωμένου.