Είν’ ο Τιμόλαος ο πρώτος μουσικός
της πρώτης πόλεως της Σικελίας.
Οι Έλληνες της Δυτικής Ελλάδος μας,
εκ Νεαπόλεως, και Μασσαλίας,
εκ Τάραντος, Πανόρμου, και Aκράγαντος,
και εξ όσων άλλων πόλεων τας όχθας
της Εσπερίας στέφουσι μ’ ελληνισμόν,
σπεύδουν αθρόοι εις τας Συρακούσας,
ν’ ακροασθώσι του ενδόξου μουσικού.
Σοφώτατος εν λύρα και κιθάρει,
γνωρίζει έτι τον λεπτόν ημίοπον,
τον τρυφερόν εν τρυφεροίς αυλοίς. Εξάγει
από τον γίγγραν μελωδίαν κλαίουσαν.
Και ότε εν χερσί την μάγαδίν του
λαμβάνει, αι χορδαί αυτής την ποίησιν
εκπέμπουν της θερμής Aσίας — μύησιν
ηδυπαθείας και γλυκείας ρέμβης,
των Εκβατάνων και της Νίνου άρωμα.
.......................................................................
.......................................................................
Aλλά εν μέσω των επαίνων των πολλών,
εν μέσω των πολυταλάντων δώρων,
περίλυπος είν’ ο καλός Τιμόλαος.
Γενναίος Σάμιος δεν τον ευφραίνει,
και σιωπών προσβάλλει το συμπόσιον.
Aόριστός τις λύπη τον κατέχει,
η λύπη της πολλής αδυναμίας του.
Κενά αισθάνεται τα όργανά του,
ενώ πληρούται η ψυχή του μουσικής.
Τους μυστικούς του ήχους να εκχύση,
μάτην παλαίει μετά πόνου κ’ εμμονής·
αι τελειότεραί του αρμονίαι μένουν
βωβαί κ’ υπολανθάνουσαι εντός αύτού.
Το δε ενθουσιών πλήθος θαυμάζει
όσα εκείνος ψέγει και περιφρονεί.
Τον θορυβεί επαίνων βοερά φωνή,
κ’ εν μέσω των πολυταλάντων δώρων
αφηρημένος ίσταται ο μουσικός.
Τιμόλαος ο Συρακούσιος
(από τα Αποκηρυγμένα Ποιήματα και μεταφράσεις (1886-1898), Ίκαρος 1983)