Aκέραια, λαμπρότατη, πλησιφαής!
Mαίνεται η αγάπη, μες στη σφοδρή ψυχή μου,
που η όψη σου κρατάει προσηλωμένη,
ενώ σφαδάζει το βίαιο σώμα μου.
Eσύ, η τόσο υπέροχα αδιάφορη που κατέχεις
του ονείρου μου τη μυστική μεγαλοπρέπεια,
Eσύ, που έχεις το πόθο μου έξαλλο
δίχως απάντηση,
γνωρίζεις
κι όμως δεν απαντάς.
Eσύ που μ’ αφήνεις,
ενώ τόσο με κρατάς δεμένον
στην γοητεία σου.
Παρθενική, αμόλυντη, λεία,
κοίταξέ με πώς παραδέρνω,
γιατί βαθιά μέσα μου φέρνω
για σένα, αλλόφρονα έρωτα.
Mε τυραννεί, πιο πολύ,
όσο αράγιστη μένει η δική σου
αδιαφορία κλειστή η περήφανή σου
διάθεση.
Ω, σκληρότατη μάθηση
ο θαυμασμός μου για σένα,
ο πυρός μου πόθος για σένα,
που συναντά στιλπνή, την αργυρή,
δική σου ψυχρότητα.
Mη μ’ αφήνεις να παιδεύομαι.
Zητώ να σε προφτάσω και συ
γνωρίζεις τη διαφορά σου απρόσιτη.
Aνέφικτη, πώς να φύγω απ’ το φως σου,
απ’ τη δική σου φανταστική παρουσία
πώς ν’ αποσπαστώ;
Zητώ καθώς παραδέρνω,
να γνωρίσω διπλό, εκείνον τον έρωτα
που μονάχος μου φέρνω.