A΄
Aντεραστής ανάμεσά μας πλάγιασεν
ο ύπνος. Πήρε τα γλυκά μάτια
και τάκλεισε· πήρε το στόμα,
κι έσβυσε το μειδίαμα και το φιλί.
Tην ξανθή κόμη χτένισαν τα ήσυχα νερά
της Λήθης, που παρέσυρε ταγαπημένο σώμα
σ’ τον κόσμο των αστέρων και των σκιών.
Φίλτρα σιγής βιάζουν τα σφαλισμένα χείλη,
φωνές υπνόβιες ταυτιά, και μέσ’ στες φλέβες
ακούω τη βαθειά βοή του ταξιδιού.
B΄
Aνέδυσες απ’ το βυθό του ύπνου
μ’ αστέρια και κοχύλια μέσ' στα χέρια,
και μέσ’ στα μάτια σου, τη σκοτεινή δροσιά
των θαλασσών.
Kαθώς τανοίγεις, θέλω πρώτος να δεχθώ
το βλέμμα των· μήπως συλλάβω, προτού σβύσει,
το νόημα του κόσμου που σ’ εκράτησεν
ολονυκτίς.
Του Ύπνου
(από τα Ποιήματα 1930-1934, Κασταλία 1934)
Αναγνώσεις: