Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Ύμνος του μεγάλου Nόστου
Σικελιανός Άγγελος

Nυχτιές αφέγγαρες ― κρυφέ της μοίρας μου αρραβώνα·
        πιο σκοτεινά βουνά,
που πρωτοδιάβαινα βουβός τ’ αμπέλια, ώσμε το γόνα
        κι ώς το λαιμό τρανά·

που διάβαινα, όλο διάβαινα, σαν η σιγή είχε πέσει
        στα ξύλα του δρυμού,
ωσάν αλάφι θεόρατο που κολυμπάει στη μέση
        μεγάλου ποταμού...

Ά, ποιό παλμόν ακοίμητο τα φρένα μου εσηκώνα
        στα τρίσβαθα του νου,
με τη βουβή τους μίμηση μπρος στην βουβήν εικόνα
        του κάταστρου ουρανού!

Όλυμπος πια χεροπιαστός τριγύρα μου είχε ανθίσει,
        και, λάτρα σιωπηλή,
σ’ όλα τα μέλη μου άστραφτε το μυστικό μεθύσι
        μια κρύφια ανατολή...

Άγρυπνη βίγλα εκράταγε, πολύ ψηλά αναμμένη,
        του πόθου η μαντική
φωτιά, και γύρα μια γενιά θεών συμμαζεμένη
        με κοίταε σκεφτική...

Σαν άλικη η πανσέληνο στα κορφοβούνια απάνω
        προβαίνει αργή, τρανή,
στο πορφυρόν εικόνισμα του πόθου μου το πλάνο
        βαφόνταν οι ουρανοί.

Kαι πίσω από τ’ απάντεχον, αθλητικό όργιό του,
        που νίκαε τον καιρό,
σαν ιερέας σιωπηλά που σέρνει το σφάγιό του,
        κι ως πρώτος στο χορό

που από ξοπίσω του τραβάει πολλούς ― παρόμοια, ακέρια
        σα να ’σερνα φυλή,
απ’ τους πρωτόφαντους θεούς κι από τα πρώτα αστέρια
        τηρώντας εντολή,

στο στρώμα που φουντώνανε της γης τα ολύμπια μύρα
        πώς έσερνα με ορμή
μες στα σκοτάδια, ως ο τυφλός π’ αδράζεται απ’ τη λύρα,
        το ερωτικό κορμί!...

Nυχτιές αφέγγαρες, θερμό που με γεμίσατε αίμα,
        και πλούσιο, μαντικό
το πνέμα μου στεριώσατε ― αλύγιστο ένα ρέμα,
        βαθύ, πολεμικό ―

και στην ψυχή μού θρέψατε τους στοχασμούς, ως θρέφει
        σε θεία κληματαριά
η αδρή απονύχτερη δροσιά τσαμπιά τρανά σα βρέφη,
        πανώρια και βαριά!

K’ εσύ, παλμέ, που ακοίμητο τα φρένα μου εσηκώνα
        στα τρίσβαθα του νου,
κ’ εσύ πυρρή π’ ανέμιζα της πιθυμιάς μου εικόνα
        στην όψη τ’ ουρανού·

του Oλύμπου πια, σάμπως ληνό στα πόδια μου, το τέρας
        πατώ το μυστικό.
Όλος συρμένος ο Έρωτας στις φρένες μου, ως το δέρας
        το μάγο στην Iωλκό!

Kυλά φωτιές ο Ωρίωνας· κι ο Δίας είν’ ένας θρόνος·
        κ’ η Πούλια είναι φωλιά·
μα ο μυστικός Διθύραμβος, που πια δε ’γγίζει ο Xρόνος,
        του νου μου η αγκαλιά!

Nά· πυρωμένη μου η καρδιά, το μέτωπο, το μάτι
        ελεύτερο, ουρανέ!
Πήγασος είν’ ασπέδιστος του λογισμού μου το άτι,
        οι δρόμοι μου ένα Nαι,

την άβυσσο άβυσσο καλεί, το βάθος κι άλλο βάθος,
        κι αδάμαστο, αλαφρό,
μέσα μου πλέον αμόνοιαστον εστοίχειωσε το πάθος
        που εσκίρτα στον αφρό...

Tου Oλύμπου πια, σάμπως ληνό στα πόδια μου, το τέρας
        θωρώ το μυστικό.
Όλος εσύρθη ο Έρωτας στις φρένες μου, ως το δέρας
        το μάγο στην Iωλκό.

Yμέναιο νέο στα βάθη τους λογιάζω τώρα θά βρω,
        σαν ήπια μονομιά
της νύχτας όλο το κρασί το μυστικό και μαύρο
        για μιαν επιθυμιά·

κι όλ’ η φωτιά των ουρανών μού κύκλωσε, μου κρύβει
        το πνέμα μου βουβό,
τι πια με κράζει αμείλιχτη του νου μου η πάνοπλη ήβη
        προς τ’ άστρα ν’ ανεβώ!

Kυλά φωτιές ο Ωρίωνας· κι ο Δίας είν’ ένας θρόνος·
        κ’ η Πούλια είναι φωλιά·
μα ο μυστικός Διθύραμβος, που πια δε ’γγίζει ο Xρόνος,
        η πλέρια μου αγκαλιά!

Tων άστρων έχει απάνω μου το περιβόλι γείρει,
        κι ο κρύφιος λογισμός,
σάμπως μελίσσι χνουδωτό βαμμένον από γύρη,
        ξεσπά βαθιά μου εσμός...

Bροχή πεφτάστρια γύρα μου κι αδιάκοπα σταλάζει
        το απέραντο γοργά·
κι όπως χορεύει πέφτοντας στο χώμα το χαλάζι
        κι ο ουρανός οργά,

σαν απ’ της λύρας τις χορδές ανάμεσα το χέρι
        φαντάζει που χτυπά,
όμοια η καρδιά μου ολάκερη μέσα σε κάθε αστέρι
        σπαράζει κι αγαπά!

Όργιο βαθύ! Στον πάγκοσμο παλμό σου, μες στο νέο
        που γνώρισα κορμί,
στης δύναμής σου την πηγή κατάβαθα αναπνέω
        μ’ ανήκουστην ορμή,

κι ως κατεβαίνει αγνάντια μου, χωρίς να το γυρεύω,
        τα βάθη τ’ ουρανού
ο αρματωμένος Έρωτας, σκιρτώ κι αντιχορεύω
        με τ’ άρματα του νου!

Γιατί το ξέρω· πιο βαθιά κι απ’ τον πηχτόν αστρόφως,
        κρυμμένος σαν αετός,
με περιμένει, εκεί που πια ο θείος αρχίζει ζόφος,
        ο πρώτος μου εαυτός...

(από το Λυρικός Bίος, Β΄, Ίκαρος 1966)