Το να νυστάζη τις χωρίς να ημπορή να κοιμηθή είναι βάσανος, την οποίαν καλώς γνωρίζουν κατά τα θερινά καύματα οι Αθηναίοι. Αν δοκιμάση ν’ αναγνώση, στερείται μετ’ ολίγον της ικανότητος να κρατή τους οφθαλμούς ανοικτούς, αλλ’ ευθύς άμα σβύση το κηρίον, τον αναγκάζει να τους ανοίξη και πάλιν η ανικανότης να κοιμηθή. Η τοιαύτη μεταξύ νυσταγμού και αϋπνίας πάλη και τα αλλεπάλληλα αψίματα και σβυσίματα του κηρίου παρατείνονται πολλάκις μέχρι της πρωίας, ή της εξαντλήσεως της θήκης των πυρείων. Ουδεμίαν γνωρίζω κατάστασιν οδυνηροτέραν της νυσταλέας ταύτης αγρυπνίας, αν τύχη μάλιστα να επιδεινώσωσι ταύτην δαγκάματα σκνιπών και κωνώπων. Εις ταύτα προστίθενται πολλάκις και τα κέντρα της συνειδήσεως, κατά τας τοιαύτας προ πάντων ώρας ελεγχούσης ημάς, δι’ όσα έτυχε να πράξωμεν κατά το διάστημα του βίου μας ανόητα ή κακά έργα. Το τελευταίον τούτο έκλινα να υποθέσω ιδιαιτέραν μου ψυχοπάθειαν, μέχρις ού έτυχε ν’ ανεύρω εις την «Φιλοσοφίαν του Ασυνειδήτου» του Εδ. Χάρτμαν ακριβή του ικανώς, ως φαίνεται, συνήθους τούτου φαινομένου περιγραφήν. Το κυρίως χαρακτηρίζον την ψυχικήν ταύτην διάθεσιν είναι ότι βλέπομεν τα πράγματα ως δια μεγεθυντικού φακού, θεωρούντες άξια να ζυγισθώσιν εις την πλάστιγγα της τελευταίας κρίσεως παραπτώματα, εις τα οποία θα ηρκείτο ο παπάς να επιβάλη ως επιτίμιον είκοσι μετάνοιες και τριήμερον αποχήν από οίνου και ελαίου, ως εκανόνισε την εξής ιδικήν μου αμαρτίαν.
Ο ήλιος εμεσουράνει κάθετος επί της κεφαλής, ενώ ανηρχόμην μετά ομηλίκου δωδεκαετούς συμμαθητού μου τον ανήφορον, τον άγοντα εις γείτονα της Ερμουπόλεως εξοχήν καλουμένην Πισκοπειό, ή σχολαστικώς Επισκοπείον. Ως πάντες γνωρίζουσι, τα βουνά της Σύρου είναι γυμνότερα του Αδάμ, το χόρτον είναι τελείως άγνωστον και η βλάστησις περιορίζεται εις ψωριώσας τινάς το φθινόπωρον φασκομηλέας και ηλιοκαείς κατά το θέρος ακάνθας.
Εις απόστασιν ολίγων βημάτων προηγείτο ημών κατάξηρος κ’ εκείνος ψωραλέος όνος, σύρων επιπόνως βαρέλαν ύδατος, τοποθετημένην επί είδους διτρόχου χειραμάξης υπό την οδηγίαν γραίας χωρικής. Το πρόσωπον αυτής δεν εβλέπαμεν, αλλά μόνην την ράχιν, ήτις τοσούτον είχε κυρτωθεί υπό το βάρος των ετών και των μόχθων, ώστε εσχημάτιζεν ορθήν σχεδόν με τα σκέλη της γωνίαν.
Τον όνον, την βαρέλαν και την γραίαν είχαμεν ακολουθήσει μηχανικώς, από την παρά τους πρόποδας του λόφου βρύσιν μέχρι της εγγιζούσης κορυφής αυτού, ασθμαίνοντες και άφωνοι εκ της ζέστης και του καμάτου. Ο πυρακτωμένος κονιορτός έκαιεν ως θερμή στάχτη τας πτέρνας των ποδών μας, ενώ ετύφλωνε τους οφθαλμούς μας των λευκών βράχων η ακτινοβολία. Παντός είδους μύγαι εβόμβουν περί την κεφαλήν μας και αι ακρίδες επερίμεναν σχεδόν να τας πατήσωμεν, δια να τιναχθώσι δι’ ενός πηδήματος εις μακράν απόστασιν, ανοίγουσαι ως ριπίδιον τα κόκκινα ή γαλανά των πτερά.
Η γραία έσυρε πάντοτε το καπίστρι, ως να ήθελε να βοηθήση την επίπονον πρόβασιν του ασθμαίνοντος υποζυγίου της· οι κακώς προσηρμοσμένοι τροχοί έτριζαν πενθίμως και το επ’ αυτών βαρέλιον εξηκολούθει να ταλαντεύεται προς δεξιάν και αριστεράν ως μεθυσμένος βρακάς.
Κατ’ εκείνην την στιγμήν ο μεσημβρινός δαίμων μού ενεφύσησεν ιδέαν, ήτις μ’ έκαμε να γελάσω.
― Γιαννακό, εψιθύρισα εις το ωτίον του συντρόφου μου, δεικνύων δια του δακτύλου το εκ στουπίου πώμα της βαρέλας, δεν θα ήτο νόστιμον ν’ ανοίξωμεν την βρύσιν;
Η ιδέα μου τόσον του ήρεσεν, ώστε τον έκαμεν αμέσως να λησμονήση την κούρασίν του· επλησίασεν επί της άκρας των ποδών εις το βαρέλι, έθεσε την χείρα επί του υγρού σώματος, εστράφη τότε να με κοιτάξη, εξέφραξε μετά ενθαρρυντικόν νεύμα μου την οπήν και το νερόν εξεχύθη ως κρυστάλλινος κρουνός επί της κονιορτώδους ατραπού.
Περιττόν να είπω ότι ευθύς μετά το πραξικόπημα ευρέθη και πάλιν πλησίον μου ο Γιαννακός, ή ότι οι τέσσαρες πόδες μας ήσαν έτοιμοι εις φυγήν. Κατεσκοπεύαμεν την γραίαν, ήτις όμως δεν εστράφη, δια τον λόγον ότι ήτο βαρύκοος η δυστυχής.
Εφ’ όσον εξηκολούθει η χύσις, το βήμα του όνου απέβαινε ταχύτερον· το κενωθέν βαρέλι αντί να βαρυταλαντεύεται ως μεθυσμένος, εχόρευεν ευθύμως κατά τας ανωμαλίας της οδού μεταξύ των δύο τροχών οίτινες ανακουφισθέντες κ’ εκείνοι από το υπερβολικόν βάρος έπαυσαν να τρίζωσιν απαισίως. Μετ’ ολίγον αντί να σύρεται ο όνος υπό της γραίας, ήρχισε να σύρη εκείνος την γραίαν. Τούτο ήτο τόσον ασύνηθες, ώστε την έκαμε να υποπτεύση ότι κάτι έκτακτον είχε συμβή. Εσταμάτησεν, αφήκε το κάρον να προχωρήση έν ή δύο βήματα και είδε την άφρακτον τρύπαν, εκ της οποίας απέσταζαν αι τελευταίαι ρανίδες του τόσον επιπόνως μετακομισθέντος υγρού.
Τότε μόνον έστρεψε την κεφαλήν και μας είδε και είδομεν και ημείς το πρόσωπόν της. Ωμοίαζεν εκατοντούτις, κάτισχνος, ξηρά και μαύρη ως μούμια εξ Αιγύπτου. Επεριμέναμεν φωνάς, ύβρεις, κατάρας ή και πετροβόλημα. Ουδέ λέξιν όμως μας είπεν, αλλ’ ηρκέσθη να στενάξη· αδύνατον όμως είναι να λησμονήσω το άφωνον παράπονον του βλέμματος αυτής, όταν επέρασεν έμπροσθέν μας επιστρέφουσα να μεταγεμίση το βαρέλι της εις την μακράν απέχουσαν βρύσιν. Τον Γιαννακόν έτυχε να επανίδω εις την Αίγυπτον μετά είκοσιν όλα έτη και ουδ’ εκείνος το είχεν λησμονήσει.
Το ξεστούπωμα
(από τα Άπαντα, Ε΄, Eρμής 1978)