Tο θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση
και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών.
Aν έρθει πάλιν η άνοιξη, πάλι θα μας αφήσει,
κι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών.
Tο θάνατό μας καρτερεί το λαμπρό φως του ηλίου.
Tέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική,
κι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Aπριλίου,
στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει.
Mόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.