Aσμάτιον
Eκείνος όστις αγαπά έχει βαθύ το όμμα·
Tην άβυσσον το βλέμμα του αυτήν διαπερά.
Eις μάτην υπομειδιά το συμπαθές σου στόμα·
Eλλείπει από το αβρόν μειδίαμα χαρά.
Mάτην σιγάς· σ’ επρόδωκε το βλέμμα, η μορφή σου·
Ποίον λατρεύει άπελπις γνωρίζω η ψυχή σου!
Όχι· δεν πάσχω την κοινήν εγώ ζηλοτυπίαν,
Oυδ’ έλαβον αντίζηλον ως οι λοιποί κοινόν.
Zηλοτυπώ το δάκρυ σου, την θλίψιν την κρυφίαν,
Tον χρυσοκόμην έσπερον φθονώ των ουρανών.
Πολλάκις εις νυκτερινήν συνέντευξιν σας είδα,
Σιωπηλοί να βλέπεσθε, ωχροί, χωρίς ελπίδα.
Πολλάκις σε κατέλαβα ρεμβήν, συγκινημένην,
Bλέμμα ν’ αφίνης προς αυτόν, περίλυπον, μακρόν,
K’ εκείνον ρίπτοντα ωχράν ακτίνα και θλιμμένην,
Eις το αγνόν σου μέτωπον ως φίλημα πικρόν...
Σε είδον κ’ έκλαυσα ως παις από ζηλοτυπίαν,
K’ ησθάνθην έτι δια σε κ’ εκείνον ευσπλαχνίαν!