Aπ’ όλες τσι εφεύρεσες του νου
εκείνη για τη μέλλουσα ζωή
να σε φυτεύουνε κουκί στη γη,
κουκί να ξεφυτρώνεις τ’ ουρανού,
και τέχνες κι επιστήμες βάνει κάτου
με τη γεωπονία του θανάτου.
Τόσες γλυκές ενθύμησες γένουνται τώρα οδύνη,
είναι φαρμάκι το φιλί του τάφου το στερνό.
Μ’ αυτά τα μάτια σαν ελιές
παντοτινά θε να ’κανα νηστεία,
κι ήθελ’ αστοχήσω Πάσχα και Τυρνές,
ναν την περνάω με ξεροφαγία,
να προσφαΐζω με γλυκιές ματιές,
δοξάζοντας Θεό και Παναγία.
Kαημένε γρύλε, που το ίδιο πάντα λες
τραγούδι αιώνια κρι, κρι, κρι...
M’ αυτές σου τις φωνές τις κλαυθμηρές
σαν τι να λες; λες τη ζωή πικρή;
Στη φάτνη των χτηνών Χριστός γεννάται
χωρίς της Επιστήμης συνδρομή·
η θεία Φύσις κάνει για μαμμή
κι ο δράκος, σαν αρνί, θεός κοιμάται.
Αύριον, άντρας, σα ληστής κρεμάται―
νέα του κόσμου θέλει οικοδομή,
Σταυρό τού δίνει ο Νόμος πληρωμή―,
πλην άγιο φως στον τάφο του πλανάται.
Διάκοι του Βάαλ, δεν είναι δικός σας
αυτός της φάτνης ο φτωχός Χριστός
που εκήρυξε για νόμο του τη χάρη.
Εσάς, τιμή σας μόνη το στιχάρι·
πομπές, θεοπομπές το ιδανικό σας,
κι είν’ ο Θεός σας, σαν κι εσάς, μιαρός!
Λείπει η μηχανή και το υλικό, δηλαδή το μυαλό και η μόρφωση.