Ώρα προσμένει μοναχή
η άμαξα, κάτω απ’ τη βροχή,
και δεν τη μέλει·
κι είναι σα να την τυραννά
πιότερο η ξένη γειτονιά
που δεν τη θέλει.
Μονάχος μου ― κι οι γλάστρες στα πεζούλια απάνω
κι η στενή τούτη η πλάση, αντίκρυ μου, η χλωμή,
―μια να την κατοικώ και μια να τηνέ χάνω,
να χάνομαι απ’ αγάπη κι από γιασεμί...
Η καθαρεύουσα, γλώσσα περισσότερο για τη νόηση κι ολιγότερο για τη φαντασία, δεν έχει χρώμα. Αν έχει ένα έντονο νευροψυχικό σθένος, της λείπει όμως η πρωτόγονη, η ζωική φιληδονία του όντος. Η καθαρεύουσα δεν έχει, τέλος, την χρυσήν αιχμή του λυρισμού, εκείνο το ενωτικό σημείο, τον ηλεκτρικό σπινθήρα ανάμεσα στο αίσθημα και στο πνεύμα. Γλώσσα απολύτως συνειδητή, απολύτως «καθώς πρέπει», σχεδόν επίσημη, δεν έμαθε ποτέ ν’ αφήνεται σε διονυσιασμούς.
Η μνήμη του δημοτικισμού δεν ανατρέχει πιο πίσω από την βυζαντινήν αυτοκρατορία. Βαριέται ―τουλάχιστον― τους «προγόνους». Το Μεσολόγγι και το δημοτικό τραγούδι τού φθάνουν.
Για έναν αληθινό ποιητή, και μάλιστα γι’ αντιπροσωπευτικό ποιητή, ζωή και τέχνη γίνονται ένα. Για έναν αληθινό ποιητή, το έργο του, σαρξ εκ της σαρκός του και οστούν εκ των οστών του, δεν είν’ άλλο παρά τυχαία ―και μοιραία― έκφραση της ζωής του, όμοια μ’ όλες τις άλλες, σε τρόπο που η τέχνη του να είναι η ζωή του και η ζωή του να είναι η τέχνη του, μαζί ν’ αρχίζουν, μαζί να προχωρούν και μαζί να τελειώνουν.
Και τώρα ―για όσους έφθασαν στο βυθό της πικρίας· για όσους ανάδωσαν τους παθητικότερους τόνους που είχαν ν’ αναδώσουν· ποιος τρόπος μένει, αν θέλουν να εξακολουθήσουν να υπάρχουν ―παρά η Σάτιρα;
Ποιο συναίσθημα περιμένει τον άνθρωπο, αν εξακολουθήσει να ζει και δεν συντριβεί, ύστερ’ από την απογοήτευση την πλέον οριστική; ―Η Σάτιρα.
Και ποιο είναι το θέμα όπου θα στραφεί ο ποιητής, αν εξακολουθήσει να γράφει κι ύστερα από τα σπαρακτικότερα ελεγεία; ―Η Σάτιρα. [...]
Αν η μεγάλη δυστυχία της ζωής γίνεται τραγωδία, τι γίνεται η μικροδυστυχία η καθημερινή; Τι άλλο από Σάτιρα;
Αν η μεγάλη έκσταση της ζωής γίνεται Ποίηση, τι γίνεται η μικροκαλοπέραση, η ψευτασφάλεια, η ταπεινή ικανοποίηση; Τι άλλο από Σάτιρα;
Αν από τα μοιραία πάθη πηγάζει Παλαμάς και Μαλακάσης, τι άλλο θα πηγάσει από τα μικρά και τ’ ανάξια, παρά Καβάφης και Καρυωτάκης;
Στη νεοελληνική φιλολογία ο ρεαλισμός δεν είναι πράγμα νέο. Κατέχει σχεδόν ολόκληρη τη σφαίρα της πεζογραφίας μας. Ολίγην όμως από τη σφαίρα της ποιήσεως. Αλλ’ ο ρεαλισμός μας υπήρξεν, έως εδώ και λίγα χρόνια, ηθογραφικός. Δηλαδή γραφικός, ζωγραφικός, περιγραφικός, εξωτερικός, παρμένος από τη ζωή της επαρχίας ή μάλλον του βουνού και του υπαίθρου ―ολοένα και περισσότερο ασύγχρονος, ακατανόητος για τη ζωή της πολιτείας, κι αδιάφορος.
Ο ρεαλισμός, ο αστικός ρεαλισμός, ο ρεαλισμός του πραγματικού περιβάλλοντός μας, επρόβαλε καθαρός στην ποίηση με το έργο του Καβάφη.
Με την ποίηση του Καρυωτάκη αυτός ο ρεαλισμός έγινε νεοαστικός.
Στην πρώτη περίοδο των Νεοελληνικών Γραμμάτων, την Επτανησιακή, ο άνθρωπος των γραμμάτων είν’ ο ευγενής, ο ευπατρίδης. Στη δεύτερη περίοδο, την αθηναϊκή ―κλασικ[ιστικ]ή και ρομαντική― είν’ ο λόγιος. Στην τρίτη, την προπολεμική, είν’ ο δημοσιογράφος. Στην τετάρτη, τη μεταπολεμική (η κατάπτωση συνεχίζεται) ο άνθρωπος των γραμμάτων είναι ο υπάλληλος.
Γιατί, όπως μέσα στη ζωή η απόδειξη των πεποιθήσεών μας είναι όχι τα λόγια μας, αλλ’ οι πράξεις μας, έτσι μέσα στην Τέχνη η έκφραση των πεποιθήσεών μας δεν είναι μόνο το τι θα εκφράσομε, αλλά κάπως και το πώς θα το εκφράσομε. Κάθε ποιητικό περιεχόμενο, όταν κατεβεί βαθύτερα μέσα μας, όταν μας γίνει συνείδησις, τότε θα λάβει κάπως και τον δικό του τρόπο να εκφρασθεί. Η μορφή είναι η εφαρμοσμένη ηθική του καλλιτέχνου. Υπάρχουν ποιήματα όπου τα λόγια δεν είναι ισοδύναμα με τον τόνο: ο ποιητής δεν είναι ειλικρινής. Υπάρχουν, αντιθέτως, ποιήματα όπου ο τόνος μένει ξένος από το λόγο: ο ποιητής δεν είναι ειλικρινής. Το γαλλικό λόγιο της νεοκλασικής εποχής «ας κάμομε νέους στοχασμούς επάνω στ’ αρχαία μέτρα» δεν είναι απαρασάλευτο. Αντιστοιχία ουσίας και μορφής: εδώ, φαίνεται, κείται η μυστηριώδης ισορροπία, που κάνει το καλλιτέχνημα άρτιο ―ωσάν αυθυπόστατον μικρόκοσμον, ολόκληρον― που μπορεί πια να φύγει, και να ζήσει, και να μείνει: δίχως πια να ελαττωθεί ή ν’ αλλοιωθεί.
Η σάτιρα δέχεται εντυπώσεις από την Κοινωνία. Έπειτα, χτυπά την Κοινωνία. Τέλος, δέχεται ξανά και τον αντίκτυπό της... Όλοι οι σατιρικοί συγγραφείς και ποιηταί στον τόπο μας τον έλαβαν, αυτόν τον αντίκτυπο, για καλά! Ο Αλέξανδρος Σούτσος εφυλακίσθηκε δυο φορές «επί εξυβρίσει του Στέμματος» και πέθανε ίσως από τη δεύτερη φυλάκιση. Ο Σουρής εδικάσθηκε επί εξυβρίσει της βασιλίσσης Όλγας. Τον Ροΐδη και το Λασκαράτο τους αφόρισεν η Εκκλησία. Στα χρόνια του Καρυωτάκη δεν έγινε το ίδιο ―είτε γιατί τα δικαιώματα της τέχνης έχουν ασυζήτητα περισσότερο από άλλοτε επιβληθεί, είτε γιατί η τέχνη πολύ στενότερο μέρος παίζει στα τωρινά κοινωνικά πράγματα, και σχεδόν αγνοείται.
Κι από το στένεμα κι από το παρακάλι,
η πέτρα εράγισε κι η πέτρα σπαρταράει,
αστραπή η πέτρα κι άστραψε, κι αστράφτει η αγκάλη
κι αστράφτει η αγκάλη φρύγανο ―κι αστραποκάη...
Το κρίμα εγίνηκε ―κι η μοίρα ας το συντρέξει!
Μα ο ασήκωτος νεκρός, μα το είναι αυτού του κόσμου
και πάλι ορέγεται την αστραπή να παίξει:
«Φάγε με ―η κόλαση μαζί κι ο αρχάγγελός μου!»
Στο σπίτι μέσα ψιχαλίζει
κι η ζωή νυστάζει και μαυρίζει
και μούδιασε και δεν αξίζει...
Μα ιδές: Γοργό κι αληθινό
κορίτσι βγήκε απ’ το στενό·
μες στο φουστάνι οπού αναδεύει,
τα δυο της πόδια ανακατεύει,
γυμνά δυο πόδια και χυτά
― και με τι τέχνη είναι χτιστά,
καθώς ο αγέρας τα ξεντύνει,
με τι χαρά κι εμπιστοσύνη!