Αχ! Έρωτα σκληρότατε, και ποια είν’ τα καλά σου;
Μία φθορά μόνον ζωής είν’ τα χαρίσματά σου.
Όποιος μ’ εσένα μπερδευτεί, δεν έχει άλλην χάρη
παρά τον Χάρον να λαλεί γλήγορα να τον πάρει.
[...]
Πολλά είναι καλότυχος εκείνος που μπορέσει
στα δίκτυά σου τ’ άφευκτα τελείως να μην πέσει.
Χρυσό μου καναράκι,
υπομονή λιγάκι,
γιατ’ όποιος υπομένει,
έτσι δεν απομένει.
Το ταίρι του ευρίσκει,
με λύπην πια δεν μνήσκει.
Εις τον τρέχοντα αιώνα
πάσχουν όλοι με αγώνα
να τους λέγουν ευγενείς.
Πλην η λέξις τι σημαίνει
πάντες αγνοούν εν γένει,
δεν το εννοεί κανείς.
[...]
Τι ξεθυμασμέν’ ιδέα
πρόληψις σαθρά, ματαία,
και μωρία προφανής;
Με το να βαστάς ρολόγι
και μερζάνι κομβολόγι,
άρα είσαι κ’ ευγενής;
Λοιπόν εις τι μας ωφελεί
η ματαιότης η πολλή;
Ο κόσμος είναι σφαίρα,
γυρίζει καθ’ ημέρα.
Η ευμορφιά δεν μας πλανά,
γιατί δεν στέκει, μόν’ περνά,
κι η σήμερον ωραία,
αύριον κακογραία.
Αφού τόσον υπομένεις
κι απ’ τον τόπον σου δεν βγαίνεις,
μόνον στέργεις και πονείς,
πια καρδιάν δε σ’ ονομάζω,
αλλά βέβαια σε κράζω
πέτραν της υπομονής.
Τι ασυστόλως
ο κόσμος όλος
έφθασε να ’ναι
ψευτιά και δόλος!
Σ’ ένα λειμώνα αρετών τέλειον και ωραίον
το δένδρον της Υπομονής είν’ πρώτον κι αναγκαίον.