Ότις του πόθου δεν είν’ πειρασμένος,
τα δολερά του πάθη δεν γνωρίζει.
Αν έν’ πικρός ο πόθος, γοιον λαλούσιν,
πώς έν’ γλυκιά τα πάθη τα δικά του;
κι αν έν’ γλυκύς πώς έν’ σκλερή η καρδιά του;
κι αν έν’ σκλερός, πώς όλοι τον ποθούσιν;
Αδ δεν έν’ εμπιστός γοιον τον θωρούσιν,
για τίντα να μετέχουνται μιτά του;
αν έν’ κι είναι φτηνός εις τα καλά του
γιατί παραπονούνται όσοι αγαπούσι;
Ανίσως και τον κάθαναν πληγώννει,
πώς δεν είναι μιτά του κακιωμένοι,
αμμ’ όλοι τ’ ακλουθούν όσους κορπώννει;
Έννοια γλυκιά με την πικριά σμιμένη
τούς αγαπούν εις τούτον αποσώννει
και δεν νιώθουν πως ζουν αποθαμμένοι.
Ξεύρεις γιατί ’ν’ ο πόθος φτερωμένος
και με τα πλουμιστά φτερά γυρίζει;
Γιατί κανένας π’ αγαπά σιγίζει
ουδέ ποτέ ο νους του σιγισμένος.
[...]
Ξεύρεις γιατί έν γυμνός; Γιατί χοχλάζουν
με στο κουφάριν όλοι που ποθούσιν
κι αξάφτουν όσ’ είν’ να ’ν’ στην δούλεψήν του.
Δοξιότην ξεύρεις γιάντα τον λαλούσιν;
Γιατί πληγώνει ’που μακρά το δειν του
τούς αγαπούν και κάμνει τους και βάζουν.
Μωρόν παιδίν το φτιάζουν,
γοιον τον θωρείς εδά ζωγραφισμένον
γιατ’ οι ποθούν έχουν τον νουν χαμένον.
Διατί να ξεύρεις κι όλοι που ποθούσιν
δίχως καρδιάν κι εις άλλον σώμαν ζούσιν.
Καιρός την εμορφιάν σού δώκεν τόσην
και με καιρόν έν’ χρήση να την δώσεις·
καιρός εβάρτην διά να σε ψηλώσει
και με καιρόν έν’ χρειά να χαμηλώσεις·
καιρός μ’ εδώκεν για να με σκλαβώσει
κι εσού καιρόν της λευτεριάς να δώσεις.
Με τον καιρόν απ’ αγγριστεί μερώννει
και με καιρόν ό,τι αρκευτεί τελειώννει.
Δίδει την βράστην στο λαμπρόν η φύση,
στο χιόνιν δίδει κρυότην, δίδει ασπράδαν·
λαμπρόν αχ’ το λαμπρόν να βγει έναι χρήση,
το χιόνιν πάλε βγάλλει μαργωμάδαν.
Μπορεί το χιόνιν το λαμπρόν να σβήσει,
καλά κι αν διώχνει το λαμπρόν την κρυάδαν·
κι εμέναν το λαμπρόν μου δε μπυρίζει:
βγαίνει ’που μιαν η ποια πάντα χιονίζει.
Κι εκείνους φαίνεται γλυκύς ο Χάρος
που δίδει τέλος αντάν να ’χουβ βάρος.
Κι απού ποθεί και δεν έ αγαπημένος
ήτον καλλίον να μη ’του γεννημένος.
Περίτου δύσκολη ζωγή καμιά δεν ένι
σαν κείνους οπού γδέχουνται το πεθυμούσιν,
και γδέχουνται με πεθυμιάν να κατινούσιν.
Αμμέ του πόθου τα λαμπρά να σβήσει
βροχή μηδέν θαρρήσει,
μηδέ τα δάκρυα ο ήλιος δεν στεγνώννει.
Λέγει καρδιά μου: «Άξαψε και μην σβήσεις
γιατί έναι λλίγον όσον ν’ αγαπήσεις».
Όλα της γης αλλάσσουν τα κινούμενα
ανάπαψην και ριζικόν την σήμερον
με κάλλιον παρά που ’χουσιν θαρούμενα.
Αχ τον φόβον μου χιονίζω
κι αχ την πεθυμιάμ μου αφταίννω·
νέφος έχω αντάδ διαβαίννω
και τον ήλιον δεν βιγλίζω.
Με τα δάκρυα ψιχαδίζω
κι ίτσου, γοιον αναστενάζω
του βοριά και νότου μοιάζω
και καλόν πιον δεν ολπίζω.