Ώς πότε να ’χω υπομονή, ώς πότε ν’ απομένω
κι εις το φηκάρι το σπαθί να φέρνω κλειδωμένο·
τες ανομίες να θωρώ στην γην να κυριεύγουν
και εις το πείσμα του Θεού καθημερνό ν’ αγριεύουν;
Σπαθί μου δίστομο, σπαθί της Δικαιοσύνης,
καιρός είν’ με τα αίματα τις χώρες να ξεπλύνεις.
Εγώ είμαι η Μετάνοια· όντα κτυπώ το στήθος,
συντρίβγω μονοκοπανιάς χίλιων διαβόλων πλήθος.
Κι όταν στραφώ στον ουρανόν με μάτι δακρυωμένο,
αλυσιδώνω τον Θεόν τέλεια νικημένο.
Και μ’ έναν αναστενασμό άπειρα διασκορπίζω
φουσάτα των αμαρτιών και όλα τ’ αφανίζω.
Του Παραδείσου ανοίγω εγώ τις διαμετάνοιες θύρες,
τα Τάρταρα κλειδώνουσι οι εδικές μου κλήρες.
Όσους κρατεί ο Σατανάς ανθρώπους σκλαβωμένους,
θέλει δεν θέλει αφήνει τους διά μένα λυτρωμένους.
Ο διάβολος που επιθυμά να φύγει προκομμένος,
σε όλες τις τέχνες είναι χρειά να είναι καλά γναμμένος,
τες γλώσσες όλες με ευκολιά να ξέρει να μιλήσει,
τζάμαδα περιμπλέκουδα να δέσει και να λύσει,
φιλόσοφος να γίνεται, ψαράς, καραβοκύρης,
παπάς, ζευγάς, πραματευτής, αξάδερφος και κύρης.