Μ’ απείτις ήλθαν σ’ ηλικιάν, η άκακη φιλιά τους
εγκαταστήθηκε φωτιά μεγάλη στην καρδιά τους,
κι εφλόγιζε τα μέλη τους και των δυονώνε ίσια
ο έρωτας, με μιαν φωτιάν μεγάλην και περίσσια,
ώστε οπού εσμίξασι με γάμον νόμιμόν τους
και μεταλλάξαν εις δροσιάν μεγάλην τον καημόν τους.
Μα όσον είν’ ο θησαυρός της ευμορφιάς κρυμμένος,
τόσον ’ναι πλιά βαρύτιμος και πλιά πιθυμισμένος.
Κι οσόν ’ναι της επιθυμιάς η λαύρα μποδισμένη,
τόσον κεντά περσότερον, κι η φλόγα της πληθαίνει.
Λέγει της· Τέκνον, έσφαλες πολλά να αγαπήσεις
το κτίσμα για τον Κτίσαντα, και να τον παροργίσεις.
Γιατί τον Κτίστην μοναχά τυχαίνει ν’ αγαπούμεν
εξ όλης της καρδίας μας να τον θεοποιούμεν,
κι όχι ποτέ να χάνομεν για κτίσμα την ζωή μας,
γιατί είναι παράνομον, και χάνετ’ η ψυχή μας.
Λοιπόν δεν είναι θαυμαστόν εις την διάνοιά μας
αν είν’ και παιδευόμεθα διά τα κρίματά μας.
Γιατί τα θνητά πράγματα παραπολλά ’γαπούμεν,
περσότερ’ οκ τ’ αθάνατα, που ’πρεπε να ποθούμεν.