Και δεν το γνώθει οπού γρικά του γέροντα κανάκια
πως είναι πούπετις πικρά πλέον παρά φαρμάκια.
Τι σε φελά, βεργόλυγη, να ’χεις το γέρον άντρα,
να τον θωρείς ολόψαρον σαν τράγον εις την μάντρα,
να στάζει η μύξα του συχνά ωσάν της προβατίνας,
και να σγομπιάζει η ράχη του σαν τον λαιμόν της χήνας,
να τον γρικάς ολονυκτίς να βήχει σαν την αίγαν;
Άδικον που ’τον εις εσέν, κρίμα πολύ και μέγαν!
Έπαρε έναν νιούτσικον έτσι ωσάν εσένα,
να σφικτοαγκαλιάζεσθε και να ’στε αγαπημένα,
και να γρικά η καρδίτσα σας του πόθου την αγάπη·
διατί οι νέοι ας χαίρονται κι οπού γρικάει ας βλέπει
να στάζει ζαχαρόδροσον σαν τ’ όμορφον σταφύλι,
να πιπιλίζει ένας τ’ άλλου το στόμα και τα χείλη,
στην κοσμικήν επιθυμιάν να ’στε συχνά δοσμένοι,
στου πόθου την γλυκότητα πάντοτε αγκαλιασμένοι.