Βιβλιοθήκη Παραθέματα
Ανώνυμος [Περί της ξενιτείας]
1.
Και παλαβούς τους λέγουσιν τους ξένους εις τα ξένα,
βρίζουν και ονειδίζουν τους και πάντα υπομένουν.
Γίνεται ο ξένος του μωρού σαμάριν και καθίζει.
Φίλον δεν έχει να το πη, το πράγμα να θαρρέση,
μήνα ευρή παρηγορίαν εκ την αδημονίαν.
Ονειδισμούς προσδέχεται και ύβρεις υπομένει,
και μόνος του ο άθλιος ηξεύρει τι βαστάζει·
και πάντας τους ελεεινούς όλοι τρελούς τους λέσιν.
«Περί της ξενιτείας», 56-63. Τα «Περί της ξενιτείας» ποιήματα. Δήμος Ηρακλείου-Βικελαία Βιβλιοθήκη, 1995. 122.
2.
Μανίτσα μου πονετική, μη με παντέχεις πλέον,
κι εσεις, αδέλφια μου γλυκία, αλησμονήσετέ με,
ότ’ όφις μ’ ετριγύρισεν, βούλεται να με φάγει,
στα γόνατά μου γεύεται, στα στήθη μου δειπνάει,
κι εις τα ξαθά μου τα μαλλία εποίκεν την φωλιάν του.
«Περί της ξενιτείας», 410-414. Τα «Περί της ξενιτείας» ποιήματα. Δήμος Ηρακλείου-Βικελαία Βιβλιοθήκη, 1995. 140.