Κόρη και νιος δικάζεται από ’να παραθύρι
μια νύκτα ως οπό ’δωσεν τς αυγής το σημαντήρι·
ο νιότερος ζητά φιλί κι η κόρη δακτυλίδι,
κι ο νιος το δακτυλίδιν του της κόρης δεν το δίδει.
Όντεν ο κόρακας γενεί άσπρος σαν περιστέρι,
όντεν ιδείς ασπούργιτα να διώχνει το ξιφτέρι,
όντεν η θάλασσα σπαρθεί σιτάρι και κριθάρι,
όντεν ιδείς εις το βουνί να περπατεί το ψάρι,
όντεν ο σκύλος κι ο λαγός ποίσουν αδελφοσύνη
κι η γάτα με τον ποντικόν ποίσουν συντεκνοσύνη,
όντεν ο γάιδαρος γενεί άγγελος να πετάξει,
και ιδείς τον ήλιον τ’ ουρανού τη στράτα του ν’ αλλάξει,
όντεν ιδείς τς ασπάλαθους και να γενούν μερσίνη,
όντε γενούσιν οι μηλιές του λαγκαδίου σκίνοι,
όντεν ιδείς το πέλαγος ν’ αρχίσει ν’ αποφρύσσει,
τότες εμέν κι εσέν, κυρά, θέλουσιν ευλογήσει.
Γιατί ποτέ τ’ αντρόγυνα δεν πέφτου ’ς μιαν καρδία,
μα σαν απομακρύνουσι, χάνουν την ερωτία·
σαν κάμουν ένα-δυο παιδιά, τον πόθον απαρνιώνται,
και την αγάπη σχαίνονται, τον έρωτα βαριώνται,
κι οπό ’ναι νιος και δεν πατεί στον έρωταν απάνω,
στη συντροφιά των ζωντανών εγώ δεν τόνε βάνω.
Ωσάν λαρδί κουρουπιαστό οκτώ χρονών ή δέκα
εδέτσι ’ναι στον άγουρον βλογητική γυναίκα.
Γη αγάπη έναι ζάχαρη, μέλι και γλυκορύζι,
και τα παδιά εκ τες μάνες τως ο έρωτας χωρίζει.
Λοιπόν οπό ’ναι φρόνιμη, ας σφικτομανταλώνει,
γιατί ο άντρας τη γυνή πάντα τήνε κομπώνει.