Κρίση δεν είν’ χερότερη και πλια τυραννισμένη
σα ν’ ανιμένεις άθρωπο κι αυτός να μην προβαίνει,
γή πούρι ωσά να βρίσκεσαι στην εδική σου κλίνη
κι ύπνο να μην μπορείς να δεις ποσώς την ώρα εκείνη,
και να δουλεύεις κιανενός μ’ όλη την όρεξή σου
και να μην έχει ευχαριστιά κιαμιάν η δούλεψή σου.
Άγρια λιοντάρια οι λογισμοί μού δείχνου και μανίζου
κι εμπαίνουσι στο στήθος μου και την καρδιά μού σκίζου·
κι ως νά ’μου εις θάλασσα βαθιά γή σ’ αγριεμένο δάσο
χωρίς κιανένα αντίδικο φοβούμαι και τρομάσσω.
Χρόνοι ’ναι οπού ήμου στα Νησά κι ήμουνε παντρεμένος,
μα πλια καλλιά ’χα να ’χα σται στους Τούρκους σκλαβωμένος·
γυναίκα μια είχα ζηλιάρα πολλά, κακοδιαρμίστρα
στο σπίτι, και κακόπλαστη, δίμουρη και μεθύστρα,
κακόβια, ανάλατη, κοχλή, τόψια, ψειρομασκάλα,
λεμενταρίστρα και γλωσσού, φαγάνα και βουβάλα.
Το κολοκύθι, θε να πεις, όποιο έκαψε περίσσα
στον τράφο απάνω από μακρά το ήβλεπε κι εφύσα.