Αυτά είναι οπού κράζουσι ετούτοι οι βασιλιάδες
παρηγοριές, ανάπαψες· μα οι φρόνιμοι κριτάδες,
καθώς γνωρίζω, λέσι τα γκρεμνά εκεινού π’ αρχίζει
με πεθυμιά να τα ζητά· επά κι εκεί γυρίζει
κι όποιο κι αν έχει αντίδικο πληγώνει και σκοτώνει,
μ’ όλον ετούτο εις το θρονί με την κορφή δεν σώνει.
Τα πνεύματα του νέκταρος που κράζουσι μοσκάτο,
του καίσαρος εβάλασι τον νουν απάνω κάτω.
Σ’ τούτο τον κόσμο η μοναρχιά σα δέντρο ξεφυτρώνει
κι αγάλια αγάλια θρέφεται, ριζώνει και ψηλώνει·
αγάλια αγάλια ο άνθρωπος εις το δεντρό ανεβαίνει
και στο ψηλότερο κλαδί στέκεται και προβαίνει·
και μέσα οπού χαίρεται, άνεμος το τινάσσει
κι απ’ το ψηλότερο κλαδί πέφτει στη γη κι αράσσει.
Έτσι και τους φιλόδοξους η τύχη τούς σηκώνει,
κι ωσάν το άκαρπο δεντρό κιόλας τους ξεριζώνει.