Επέστη τέλος η 31 Δεκεμβρίου, ημέρα επίσημος καθ’ ην η θεά Μωρία μειδιά από του ύψους της Ακροπόλεως προς τον λαόν της Αθηνάς, ημέρα αποτελούσα εποχήν εν τω βίω μας και την οποίαν εντούτοις περιμένομεν ανυπομόνως να ίδωμεν καταποντιζομένην υπό τα κύματα του παρελθόντος. Αλλά μήπως τούτο δεν είναι φυσικόν; Μήπως η πρώτη Ιανουαρίου εκάστου έτους δεν μας ευρίσκει κατά έν έτος νεωτέρους; μήπως το γήρας δεν είναι η αληθής νεότης, ως η μωρία είναι η αληθής φρόνησις; Μήπως αι γυναίκες δεν προστρέχουσιν εις το ψιμμύθιον κατά το φθινόπωρον και ουχί κατά το έαρ της ζωής;
Η γενειάς υπήρξεν η αγαπητή της ανατολής κόρη, διό και ανέκαθεν οι ανατολικοί λαοί ελάτρευσαν αυτήν. [...] Εκόσμησεν αύτη αγίων ανδρών και βασιλέων την όψιν. Η γενειάς είναι φυσική των ανδρών σύντροφος, και δυνατόν ειπείν περί αυτής ό,τι ο Σωτήρ λέγει περί της γυναικός: ους ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω. Τούτο δε και έπραττεν η σοφή αρχαιότης, αιώνας προ του Χριστού· εχώριζε μεν την γυναίκα, αλλά δεν απεχωρίζετο της γενειάδος.
Κακά πάντα τα γενόμενα διά την αγάπην του Θεού, διότι υπαγορεύσεις του Διαβόλου.
Ο Ήλιος είναι εκ των ολίγων θεών, οίτινες ευηρεστήθησαν να δείξωσι τοις ανθρώποις το σεβαστόν ή ακτινοβόλον αυτών πρόσωπον, διό και πολλαχού περιττήν οι ιερείς έκριναν την διά ξοάνου παράστασιν αυτού· εις τους πλείστους όμως των θεών, της αρχαιότητος εννοείται, οι άνθρωποι επίστευσαν χωρίς να τους ίδωσι.
Αδίκως λοιπόν και μάτην, ω των Χαυτείων φιλόσοφοι, καταφέρεσθε κατά των συρομένων φορεμάτων· αι γυναίκες θα τα αγαπώσι πάντοτε, διότι χάρις εις αυτά επροβιβάσθησαν και εγένοντο εξ απλανών αστέρων μεγαλοπρεπείς κομήται.
Από των χρόνων του Βηλ ―όστις έτρωγε διά του στόματος των ιερέων αυτού τας προσφοράς των ευσεβών― και πολύ πρότερον, από της εποχής των Αιγυπτίων έως σήμερον, οι παπάδες υπήρξαν οι αγχινούστατοι των ανθρώπων, ευφυέστεροι και αυτής της γυναικός, ήτις λέγεται ευφυεστέρα του διαβόλου. [...] Ώστε θα ωρκιζόμην ότι παπάς μετημφιεσμένος, και ουχί ο συκοφαντούμενος όφις, ηπάτησε την Εύαν.
Αλλά τα πάντα παρέρχονται εν τω ψευδεί τούτω κόσμω, και η εξυπνάδα των παπάδων και η τύχη των σιμιτσήδων, και η μόνη σήμερον καλή ευχή είναι: «Και μεσίτης στην Αθήνα», διότι... τα ξέρεις και τα ξέρω!
Άμα ο Θεός έκαμε τας επτά ημέρας της εβδομάδος και αμέσως ο Διάβολος έπλασε τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα· ο Θεός ανεπαύθη την εβδόμην, ο δε Διάβολος κατέστησε την αγίαν Κυριακήν ημέραν της αργίας. Μόλις ο Θεός ηυδόκησε να κάμη τον Καζαμίαν Αλμανάχιον του Παραδείσου και αμέσως ο Διάβολος εσοφίσθη να τον καταστήση Μηνύτορα των Αθιγγάνων, προλέγων δι’ αυτού τα μέλλοντα. Βλέπετε λοιπόν ότι ο Καζαμίας είναι το αγιώτερον και το σοφώτερον εν ταυτώ των βιβλίων, το βιβλίον του Θεού και του Διαβόλου.
Ο πρόλογος είναι προς το βιβλίον ό,τι το ψιμμύθιον προς την γυναίκα· το καλόν βιβλίον ου χρήζει προλόγου, η ωραία γυνή περιφρονεί το ψιμμύθιον.
Ο χειμών των γυναικών δεν έχει ωρισμένην ώραν εμφανίσεως· είναι χειμών αττικός, ποτέ μεν βραδύς κατά την έλευσιν, ποτέ δε ήπιος ως έαρ βορείων χωρών. Δεν αδικούμεν προφανώς τας γυναίκας επιβάλλοντες αυταίς χειμώνα κατά συνθήκην, χειμώνα ον ημείς αυτοί επλάσαμεν ίνα έχωμεν αυτάς υποχειρίους; Εκσφενδονώμεν κατ’ αυτών την σφοδροτάτην των τορπιλλών, την τρομεράν τορπίλλην Γήρας, μόλις άρχονται πλέουσαι την 40ήν του βιωτικού πελάγους μοίραν, μόλις άρχονται λαμβάνουσαι μικράν τινα πείραν του κόσμου, ένθα τόσας και τόσας οι άνδρες πηγνύουσι κατά της απειρίας και αθωότητος αυτών παγίδας, και ανηλεώς τας σκώπτομεν, αν προς αποφυγήν της τορπίλλης διαμαρτύρωνται, κρύπτουσαι την ηλικίαν των.
Η της ηλικίας μέριμνα ―σάραξ της των γυναικών ευτυχίας.
Εν τω καπνίζειν ο βίος, εφ’ όσον ο ραγιάς πληρώνει τον καπνόν.
Ή υπούργημα μου δίδεις ―ή εφημερίδα γράφω.