Να μελετάς το θάνατο μες στα βιβλία,
είναι μια άσκηση σπουδής σε σεμινάριο.
Να μετράς τα χτυπήματά του στους κροτάφους των ανθρώπων,
άλλο δεν κάνεις παρά μια πράξη αριθμητικής.
Ο θάνατος δεν υπάρχει μήτε στους πολέμους,
μήτε στο δηλητήριο, μήτε στα στιλέτα.
Μήτε στους βραδινούς θαλάμους των νοσοκομείων.
Υπάρχει μες στην αναμμένη θρυαλλίδα,
που στα δικά σου μονάχα μυστικά κανάλια,
μ’ αργό βήμα προχωρεί, απ’ την πρώτη εκείνη μέρα.
Αν να αισθανθείς μπορέσεις τούτο το περπάτημα,
θα ’χεις τη χάρη της μόνης γεύσης του θανάτου.
Αλλά την έκρηξη δε θα την αισθανθείς.
Δος μου λοιπόν τα μάτια των ευτυχισμένων ποιητών,
που το προνόμιον έχουνε να βλέπουν
μόνο λευκές χιονιού νιφάδες, λευκά πέταλα
λουλουδιών, λευκούς καταρράκτες και λευκά σεντόνια.
Δος μου τα χέρια των λεπτών αυτών πριγκήπων,
που κατέχουν την τέχνη να μαδούνε τα λευκά
πούπουλα απ’ τις φτερούγες των αγγέλων σου,
για να καλύψουν τούτο το ακαλαίσθητο
κόκκινο τέλμα, που ενοχλεί την όρασή τους.
Δος μου και την ευαίσθητη λευκή ακοή τους,
που συλλαμβάνει μόνο τους ψιθύρους των φτερών,
γιατί ο παράξενος ορυμαγδός της ερπυστρίας
έξω από το ακουστικό πεδίο τους καλπάζει.
Κι ακόμα δός μου τα εράσμια λευκά τους χείλη,
που ενώ δεν αποστέργουν να φιλούν και χείλη κόκκινα,
ψιθυρίζουν λευκούς μονάχα λουλουδένιους στίχους,
ντυμένους σε λευκές συννέφων μουσελίνες.
Άσπρα και μαύρα πλακάκια,
σ’ εναλλασσόμενη τάξη,
την επαφή των βημάτων μου δέχονται.
Στο διορισμένο μου δάπεδο τούτο
παίζω σαν ένα παιδί,
προσπαθώντας μονάχα
στις λευκές να πατώ επιφάνειες.
Δύσκολη άσκηση, ακροβασία περίτεχνη.
Των γλυκών σου ενθυμίων
την πυξίδα μ’ ευλάβεια σφραγίζω.
Των πτωχών σου ενθυμίων ο πλούτος,
με των πλουσίων μου δακρύων
την πτωχεία συγκερνάται.