[...] Ύπνος, θάνατος, ζωή,
μια στιγμή τα συνενώνει, τα χωρίζει μια στιγμή.
Επέσανε τα Γιάννινα σιγά να κοιμηθούνε,
εσβήσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια.
Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθιά στην αγκαλιά της,
γιατ’ είναι χρόνοι δύστυχοι και τρέμει μην το χάσει.
Τραγούδι δεν ακούεται, ψυχή δεν ανασαίνει.
Ο ύπνος είναι θάνατος, και μνήμα το κρεβάτι
κι η χώρα κοιμητήριο κι η νύχτα ρημοκλήσι.
Το σάβανο είναι σπάργανο, το ξύλινο κιβούρι
είναι κουνιά μικρού παιδιού, οπού ποτέ δεν κλαίει·
χαρά σ’ εκείνον που μπορεί, άλλος Θεός πατέρας,
αντί να φτεύει τη ζωή στης γυναικός τα σπλάχνα,
για να γεννώνται δράκοντες και φίδια και λιοντάρια,
βαθιά να σκάφτει μες στη γη και να καταβολιάζει
τη σάρκα την ανθρώπινη, π’ όσο κακή κι αν είναι,
θα δώσει ρόδα για καρπούς, λουλούδια και χορτάρια.
― Πνίγει το δέντρο κι ο κισσός με τ’ αγκαλιάσματά του.
― Κι όταν το δέντρο ξεραθεί και γείρει τ’ αντιστύλι,
Θανάση Διάκε, κι ο κισσός, το ξέρεις, γονατίζει.
Κόσμος μυρμήγκιαζε πολύς στα χείλη της αβύσσου.
Δεν είν’ ο τάφος χωρισμός, μόν’ είναι η ξενιτειά σου.
Στον πολυτάραχο γιαλό του κόσμου μιαν ημέρα
διαβάτης ανυπόμονος περνά σαν τον αγέρα.
Το πάτημά του εφάνηκε στον άμμο μιαν αυγή·
άγριο το κύμα πέρασε την νύκτα και το σβει...
[...] ανοίγ’ ολόφωτο ουρανό κατάπλευρα στον Άδη.
Αν είμαι Χάρος χαλαστής, είμαι και Χάρος πλάστης...
Δεν είναι διαβατάρικο πουλί που για μια μέρα
σχίζει τα νέφη και περνά γοργό σαν τον αγέρα,
ούτε κισσός π’ αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει,
ούτ’ αστραπή που σβήνεται χωρίς αστροπελέκι·
δεν είναι νεκροθάλασσα, βοή χωρίς σεισμό·
νιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό.
Τ’ άλογο! τ’ άλογο! Ομέρ Βριόνη,
το Σούλι εχούμησε και μας πλακώνει.
Μάνα, κι η φτώχεια είναι κακή γιατ’ έχει καταφρόνια.
Κατάρ’ ακατανόητη, άσπλαχνη, μαύρη μοίρα
να ’ν’ οι νεκροί μας άφθαρτοι, να ’ν’ η ζωή μας στείρα.
Δεν είν’ ο τάφος ερημιά, είναι ζωή κι αγάπη.
Όργωνε ο Χάρος, όργωνε τη γη που τονε τρέμει.
Τ’ αυλάκια του είναι μνήματα, ο σπόρος του φαρμάκι...
[...]
Όθε περάσει το γενί, ξαναγυρίζει δέντρα,
ξεθεμελιώνει ριζιμιά και συνεπαίρνει κόσμους.
Την αυγή με τη δροσούλα εξεφύτρωσ’ ένα ρόδο·
την αυγή με τη δροσούλα εμαράθηκε το ρόδο!
Πετούν οι ώρες άμετρες στου τάφου το λιμάνι...
Για μας... και μόνη μια στιγμή αρκεί να μας μαράνει...
Πώς μας θωρείς ακίνητος;... Πού τρέχει ο λογισμός σου,
τα φτερωτά σου τα όνειρα;... Γιατί στο μέτωπό σου
να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες,
όσες μας δίδ’ η όψη σου παρηγοριές κι ελπίδες;...
«Μέριασε βράχε να διαβώ» το κύμ’ ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ’ αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστρέφεψ’ η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το ’χυσα, σταλαματιά δε μένει.
[...]
Έφαγ’ η φλόγα τ’ άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε.
Τ’ ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Ό,τι ο Έρως έχει δέσει, ποίος τολμά ποτέ να λύσει;
Σβησμένο φως στον Άδη μου σ’ επήρα λυχνοστάτη.
[...] Τ’ άρεσε πάντα εκείθε
να χαίρεται τη θάλασσα, π’ όσο πλατύτερ’ είναι
τόσο σου κλέφτει την καρδιά, τόσο το νου σού πνίγει.
[...] Είν’ ο πόλεμος του Χάρου το μεθύσι.
Προβαίνει τότε ο θεριστής με το τυφλό δρεπάνι
μες στην ανθρώπινη σπορά, κι όσα κι αν δράξει στάχυα
είτε μεστά είτ’ άμεστα, τα κόβει για ν’ αρπάξει
διπλό τριπλό το γήμορο που του χρωστάει ο κόσμος.
― Πάρ’ ένα σβόλο, Μήτρο,
και διώξ’ εκείνα τα σκυλιά που μου χαλούν το φύτρο.
Έμεν’ ο Γέροντας βουβός. Το φλογερό του μάτι
έγινε μόνο της ψυχής απόκρυφο παλάτι,
κι εκείθ’ αστράφτει όλ’ η φωτιά που καίει τα σωθικά του.
Λες κι έβλεπες το Γένος του, μ’ όλη τη δυστυχιά του,
τη φτώχεια, τα γεράματα, την καταφρόνεσή του,
ολόρθο ν’ αντρειεύεται, και με τη δύναμή του
τη μαγική, την άμετρη, γυμνό, κατακομμένο,
να δείχνει πάντ’ ανίκητο το μέτωπο στον Ξένο.
Αν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν’ η ρίζα.
Και μένει πάντα ζωντανό, ή ρόδι φάγ’ ή βρίζα,
αυτό το βόιδι το μανό, π’ όσο βαθιά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει,
και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάσει το καρύκι
και θα προβάλει με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.
Εγώ... ο φτωχός ο Φωτεινός, ο γέρος ο ξεσκλιάρης,
που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τονε πάρεις.
Εγώ που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω
για να τρώγει άλλος το ψωμί. Που τρέχω και κεντρώνω
την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι
ν’ ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον Άδη.
Εγώ που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω
το λόγκο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίζω
με κλήματα που δεν τρυγώ, και που ποτέ δεν έχω
λίγο κρασί κεφαλιακό τη γλώσσα μου να βρέχω.
Εγώ ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ’ αιώνια ζάλη
και παίρνω κέρδο, πλερωμή, προσφάγι την πασπάλη.
Που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο,
και που δε βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνει νόμο.
Αυτός, αυτός είν’ ο Λαός. Τ’ άψυχο το κουφάρι
αυτό ’ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι...
Βαθιά κοιμάται πάντα ο νιος, γιατί δεν τον τρομάζει
του τάφου ο ύπνος ο στερνός που κάθε γέρο σκιάζει...
Τάχα να μην τους έβλεπε κι η κόρη από το στρώμα;...
[...] Έχει χιλιάδες μάτια
ο ήλιος ο αδιάντροπος και τρέχει μονοπάτια
π’ άλλος κανείς δεν έτρεξε... [...]
Αι επαναστάσεις εν τω βίω των εθνών ομοιάζουσι κατά τι πρός τινας ασθενείας, αίτινες παρακολουθούσι την ανάπτυξιν του ανθρώπου. Ίσως αναγκαίαι, αλλά πάντοτε επικίνδυνοι, πρέπει να αναχαιτίζονται εγκαίρως, άλλως μεταβάλλονται εις χρόνια πάθη.
Παρά τοις μεγάλοις ποιηταίς και αυτά τα σφάλματα γίνονται κανόνες.
Το καλόν δύναταί τις πολλάκις να το αισθανθή χωρίς να το περιγράψη.
Καθώς δεν ηξεύρει τις διατί προτιμά την ξανθήν της μελαχροινής ή τας ευτραφείς των ισχνών γυναικών, ούτω και εν τη ποιήσει υπάρχουν κρίσεις ποιητών αλλόκοτοι περί των ιδίων έργων, καθώς και των αναγιγνωσκόντων αυτούς σκέψεις και συμπάθειαι όλως αντίθετοι.
Δεν εταρίχευσα λοιπόν τα λείψανα των κλεπτών διά ρομαντικών αρωμάτων, όπως σώσω αυτά εκ της σήψεως· τα εύρον ζώντα ή λαχταριστά, και επειδή δεν ήτο πλέον δυνατόν η νεωτέρα Ελληνική ποίησις να περιορισθή εις σύντομα ασμάτια, εν οις απλώς εξιστορούνται ατομικά ανδραγαθήματα, έκρινα αναγκαίον ουχί διά της νεκράς κόνεως των τεθνεώτων, αλλά διά της ψυχής και του αίματος γενεάς ζώσης εν τη καρδία όλου του έθνους να συντάξω τα «Μνημόσυνα», την «Φροσύνην», τον «Διάκον», τον «Αστραπόγιαννον», και όσα άλλα ανάγονται εις την ηρωικήν ιστορίαν της τουρκομάχου Ελλάδος.
Νόσος βαρυτάτη αλλόκοτος, επίσης αθεράπευτος, είναι αυτή καθ’ εαυτήν η ποιητική διάθεσις, ην εκ γενετής φέρει τις εν τω κόσμω τούτω.
Πάσα στιγμή εμπνεύσεως είναι στιγμή παραφροσύνης και [...] όλος ο οργανισμός πάσχει δεινώς εκ της πυρακτώσεως της φαντασίας.
Αν ο ιδανικός ούτος κόσμος δεν παρήγαγε μέχρι τούδε μεγάλους ποιητάς, ο λόγος έγκειται εις την νάρκην ην επέφερε ο αφόρητος ζυγός του Λογιωτατισμού, υπό την έποψιν ταύτην αφορητότερος και του τουρκικού, διότι υπό μεν την δουλείαν των Οθωμανών, η ποίησις η Ελληνική απέδωκεν άνθη αμάραντα, υπό δε την τυραννίαν του Λογιωτατισμού σχεδόν τίποτε· και το τίποτε τούτο οφείλεται πάλιν εις την δημοτικήν ποίησιν, είναι δηλαδή έργον ανταρσίας.
Έθνος άνευ εθνικής ποιήσεως δεν αναγεννάται.