Η τέχνη έχει για κύριο σκοπό της να τέρψει ―να τέρψει αισθητικά. Κοινωνικοποιεί το συναίσθημα, φρονηματίζει, ακόμα και διδάσκει, αλλ’ όταν κουτσαίνει από την άποψη της τεχνικής και της έμπνευσης, όλη της η «διδασκαλία» γίνεται «ασκός ηχών».
Δε θα μας σώσει Ανατολή γιά Δύση
μήδ’ Έλληνες ή βάρβαροι θεοί
Μπροστά καινούργιος κόσμος θα βαδίσει,
άμα ξυπνήσουν κάποτε οι λαοί.
Δίχως αρχή και δίχως άκρ’ η πλάση!
Απέραντα γη, θάλασσα, ουρανός!
Κλεισμένοι εμείς σε σιδερό καφάσι
κι όξω και μέσα κόσμος αδειανός!
[...]
Ποιος θα μας σώσει; Ανατολή γιά Δύση;
Ποιος Έλληνας ή βάρβαρος θεός;
Μπροστά καινούργιος κόσμος θα βαδίσει,
γιά πίσου θα γυρίζει ο παλαιός;
Ποτές μου δεν πήγα να ψηφίσω· να διαλέγω μοναχός μου ποιος κλέφτης θα με κλέβει και ποιος τζελάτης θα με κόβει.
Η ζωή μας μπλέκεται μιας αρχής μέσα στα δίχτυα, που μας είναι στημένα, πριν γεννηθούμε.
Πλήθος μεγάλοι στο Μουσείο της Τέχνης,
αθάνατοι όλοι, λίγοι μόνο ζούνε.
Αλλού να γεννηθείς κι αλλού να πας,
παντού θα σε χτυπούν, αν δε χτυπάς!
Τι τα θέλεις φτερά και πλοία κι οδό;
Ο «ελεύθερός σου κόσμος» είν’ εδώ.
Κόσμος θανάτου, απάτης και φαλλού!
Όλα τα ’χεις, γιατί να πας αλλού;
(ψιθυριστά)
Αν ζητάς ανθρωπιά και δίκιο νόμο,
δεν είν’ εκεί που πας. Ν’ αλλάξεις δρόμο!
Η χαρά του ενού,
Χάρος τ’ αλλουνού.
Από πολλούς κι από καιρούς ολά ηταν ειπωμένα.
Α! πώς είχα σα μάνα κι εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κι έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ’ από μίση!
[...]
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά ’μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιΟ τ’ όνομά σου!
[...]
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά ’ρθει το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν κι οχτροί σου κι οι φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;», τι ’πες «Νά με»!
Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!
― Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
― Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
― Αντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
Το καλό για τους πολλούς δε συφέρει στους λίγους.
Δεν είμ’ εγώ σπορά της Τύχης,
ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ ’μαι τέκνο της Ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.
Δεν το ’ξερα τόσο πολλοί κι αργοί οι θανάτοι να ’ναι!
Οι πεθαμένοι αποβραδίς για νέα θανή ξυπνάνε!
Είχα γυναίκα, είχα και ζα,
είχα μια Βάσω με βυζά,
μα προκοπή δεν είχα.
Σε ποιό χαρέμι να παχαίνει
στα μαξιλάρια ξαπλωμένη
μασώντας τη μαστίχα.
Όλα εδώ χάμου ψεύτικα.
Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,
μαύρη ζωή, όλη πίκρα.
Μα θα χαρώ σε, Λευτεριά,
αιώνια Αλήθεια κι Ομορφιά,
σαν θα περάσω Αντίκρα.
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές,
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους αν τυραννιέται
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα.
Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει, μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είν’ αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Να σ’ αγναντεύω θάλασσα, να μη χορταίνω,
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, πού ’σαι, νιότη, που ’δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!
Στη ζήση αυτή που τη μισούμε,
στη γης αυτή που μας μισεί,
κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε,
πόνε πικρέ και πόνε αψύ,
που μας κρατάς και σε κρατούμε.
― Ποιο είδος γυναίκας παρουσιάζει τα περισσότερα θέλγητρα;
― Τ’ αλλουνού...
Ο Σικελιανός με το έργο του θέλει να κοροϊδέψει τον εαυτό του. Ο Καζαντζάκης με το έργο του θέλει να κοροϊδέψει τους άλλους.