Άλλα έθνη εν τη ειρήνη ηδυνήθησαν να ετοιμασθώσι και ενοπλισθώσιν· η Ελλάς μόνον εν τοις κινδύνοις και τη επιστάση αμέσω ανάγκη γίνεται κολοσσιαία. Είναι τούτο στέρησις βαθέος νοός, νοός τηλεσκόπου, είναι φύσις νωχελής και απρακτούσα μεθ’ όλας του λογικού τας υπαγορεύσεις; Ίσως το δεύτερον μάλλον. Η αληθής ζωή παρ’ ημίν είναι μόνος ο ενθουσιασμός.
Σήμερον η Μεγάλη Ιδέα κατέστη σεμνός τις περίγελως, παρθενική δειλία του φρονούντος τοιούτόν τι.
Ο ναύτης με μόχθους ιθύνων το σκάφος
εν μέσω λαιλάπων κ’ εν μέσω θηρίων,
ο πλάνης περών των ερήμων τα πλάτη,
προς τ’ άστρα το βλέμμα ποσάκις εγείρει
ποθών να εικάση την πάτριον γην!...
Όλως ημαρτημένη η πεποίθησις εκείνων και μάταιος ο αγών, όσοι πειρώνται να συνεχίσωσι την αρχαίαν Ελλάδα μετά του Βυζαντίου και τούτο μετά της συγχρόνου ημών πατρίδος, καθόσον ελάχιστα αναγνωρίζεται ο ρυπαρός βυζαντινός χαρακτήρ εις τα γνήσια ήθη του σήμερον έθνους, ιδίως της ελευθερωθείσης μερίδος, όπως το αρχαίον κάλλος αμυδρώς ανεφαίνετο εις την βυζαντινήν σηπεδόνα. Η Ελλάς αναγεννηθείσα, έκοψεν επί Καποδιστρίου νομίσματα φέροντα ετέρωθεν την εικόνα του φοίνικος· αύτη ην και είναι η αλήθεια.
Ερρέτω γερόντων η φιλοσοφία,
ερρέτω μελέτη και πλάτος σπουδής!
Αλήθεια μόνη ―γυνή ευειδής―
τα άλλα, βλακεία.
Η εργασία... της ζωής παραμυθία μόνη!
Όταν του κόπου ο ιδρώς το σώμα περιβρέχη,
του βίου άγιον λουτρόν, τον βίον βαλσαμώνει
και λησμονείς οίον η γη μοιραίον δρόμον τρέχει.
Είναι τυφλή η μοίρα μας, γριά ξεμωραμένη,
χώνει στη γη το σμάραγδο, στη νύχτα άστρα ραίνει,
στον ξηραμένο πλάτανο πλέκει κισσού κλωνάρια,
στολίζει και το θάνατο με νιες και παλληκάρια!
Αν είν’ ο βίος αίνιγμα και λύσις του το μνήμα,
πλην είν’ ο κόσμος είς βωμός κι η αρετή το θύμα.
Εις την πνοήν του πνέοντος βορρά το άνθος πίπτει,
ενώ βοτάνη ακανθών κλονείται μόνον, κύπτει.
Βορράς η ατυχία,
περά, και πίπτ’ η αρετή κι εγείρετ’ η κακία.
Η νηπιότης... δέλεαρ γλυκύ και πλάνον είναι,
μέλι προσχρίον άνωθεν του βίου τον κρατήρα,
όθεν αντλούνται έπειτα ψεύδη, κλαυθμοί, οδύναι.
Τον άγγελον κοιμώμενον, ω μήτερ, μη εγγίζης,
αλλ’ άφες το να κοιμηθή στιγμάς χρυσής γαλήνης.
Αχ! πόσον ανεκτίμητος η ώρα, δεν γνωρίζεις,
όταν κοιμάται το μικρόν εις ύπνον ευφροσύνης!
Η μνήμη, μνήμα ανοικτόν, τον νουν οπίσω τρέπει,
η λήθη είναι η ζωή· εμπρός η λήθη βλέπει.
Έν λεύκωμα είν’ αληθές και λέγεται Καρδία·
ω, ευτυχής ον έγραψεν εκεί αγνή φιλία.
Το φίλημα είναι ανάμνησις και τεκμήριον, είναι συνήθεια δειλιώσα και εκλείπουσα, είναι τέλος το τελευταίον λείψανον της πάλαι ποτέ ανθρωποφαγίας.
Ομοιάζουσιν οι ποιηταί πρώτοι την κηρίνην λαμπάδα, ήτις, απαλώς τους άλλους φωτίζουσα, αυτή σκληρώς καίεται και αναλίσκεται...
Ναι, είναι τάφος της ψυχής το έγκλειστον βιβλίον,
ιδέας, πόθους, ψάλματα του γράψαντος εκάστου
ως κόκκαλα εγκλείον·
[...]
Βιβλιοθήκη! τέμενος χρυσούν Αθανασίας,
απλούται εις τα στήθη σου ο νους νεκρών αιώνων,
αυγάζων Γαλαξίας·
ανθών με άνθη άφθιτα και ξένων και προγόνων,
ομήγυρις ηρώων,
Στοά Ποικίλη ίστασαι ανδρών μεγαλονόων.
Τρέχει ο χρόνος· άτεγκτος το παν καταδαμάζει,
και ρίπτει Ναπολέοντας, και έθνη κατατρώγει,
και φθείρει, θάπτει, σφάζει·
πλην γόνυ κλίνει ευσεβές ένθα γραπτοί οι λόγοι.
Δεν φθείρεται, δεν σβήνει
ό,τ’ η ψυχή αθάνατος επί του χάρτου χύνει!
Είναι ώραι, στιγμή Παραδείσου,
ότε φάσματα παύουν θολά,
και τα πάντα θεάται καλά
η ψυχή σου.
[...]
Η χαρά μας εδώ η βραχεία
αντανάκλασις είναι αυτής,
ην συ άνω, Θεέ μου, κρατείς;
Φαντασία.
Σκηνή απάτης, γόητρον ο κόσμος και η φύσις·
αλλ’ η μαγεία λύεται τον κόσμον αν εγγίσης.
Είναι οι πόθοι του θνητού χρυσά του μύθου μήλα·
τα θίγεις; Καταρρέουσιν ως φθινοπώρου φύλλα.
Ο άνθρωπος, οιοσδήποτ’ αν η, μετέχει του βορβόρου αφ’ ου το πρώτον επλάσθη.
Από της Ανατολής εχύθησαν επί του κόσμου τούτου δύο μέγιστοι χείμαρροι φωτός: ο Ήλιος και η Ελλάς. Ο είς έδωκε και φέρει το φως εις την γην, εις την ψυχήν ο άλλος.
Ως θερμός εραστής ερωμένην
μετά χρόνον πολύ απαντά,
την Ακρόπολιν εγειρομένην
αναβλέπει καθείς και σκιρτά.
Χιονώδης αυτή και μεγάλη
μειδιά εις τον Φοίβον χυτόν
και φιλούνται ενάμιλλα κάλλη
δύο έργων, Θεού και θνητών.
Μετά τον κόρον, εν ημίν το νέφος ο γεννάται,
ίρις γλυκεία, τ’ ουρανού τον βίον εγγυάται.
Ο ποιητής αποκαλύπτει νέον και άγνωστον κόσμον· διά τούτο, αν δεν εννοήται, δίκαιον και ευγενές είναι να μην υβρίζηται. Μη· οι στίχοι της ποιήσεως είναι βόμβαι πυριστεφείς, φερόμεναι εις τοσούτον απώτατα του μέλλοντος σημεία, ώστε πολλάκις μετά αιώνας φθάνει εκεί, οιονεί υποσκάζουσα, η δειλή ανθρωπότης...
Ό,τι η ψυχή αισθάνεται και βλέπει η καρδία
δεν λέγει η ανθρώπινος και μικρολόγος γλώσσα·
ουδέποτε η γλώσσα μας θα εναρθρώση όσα
καλύπτει η απέραντος του στήθους μας σκοτία.
Είν’ η ψυχή ωκεανός, και εις αυτής τα βάθη
ω! πόσα, πόσ’ ανώνυμα περιδινούνται πάθη!
Είν’ η καρδία ήλιος, κρυπτός ως εν νεφέλη,
κ’ επί τα χείλη μας ακτίς ο λόγος ανατέλλει.
Δάκρυ σεμνόν και τεκμήριον άμα Θεού υπερτάτου,
όστις τα στέμματα όλα ως άγχη λεπτά θρυμματίζει,
πόσον συ είσαι βαρύ, αληθές και επώδυνον δάκρυ!
Όλ’ οι αιώνες το δάκρυ αυτό ως αράν των αφήκαν,
τούτο το δάκρυ η μήτηρ επάνω του τέκνου της χύνει,
τούτο και μόνον το δάκρυ ο θάνατος έχει ως νέκταρ.