[Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος] Ήτο πράγματι γλυκύς άνθρωπος. Ίσως η γλυκύτης του, προβαίνουσα μέχρι ανοχής και ενδοτικότητος άκρας, υπήρξε πηγή κακών και δι’ αυτόν και διά την πολιτείαν. Εάν ήτο ολιγώτερον γλυκύς, ίσως εξέθετε ζων εις ολιγωτέρους κινδύνους την υπόληψίν του. Εξ άλλου όμως η ευκαμψία του ήτο ίσως στοιχείον δυνάμεως εις την άμορφον εισέτι υπό την έποψιν της πολιτικής αγωγής κοινωνίαν μας, ένθα το επάγγελμα του πολιτεύεσθαι δεν έπαυσε έτι θεωρούμενον ως μέσον βιοποριστικόν.
Μη θα εγίνετο ποτέ ουδαμού επανάστασις, εάν δεν υπήρχαν της νεότητος η τόλμη και η απειρία; Οι γέροντες φύσει κλίνουν προς την απραξίαν ή την αναβολήν· συμβουλεύουν υπομονήν και φρόνησιν.
Η απόκτησις του πλούτου δεν είναι αυτή καθ’ εαυτήν πηγή ευτυχίας. Η ανεξαρτησία, ―ιδού το αληθές, ιδού το υγιές του εργατικού ανθρώπου ελατήριον!
Πού την τραβάτε, ω γραμματισμένοι,
την νέα γλώσσα την Ελληνική;
Εμπρός εκείνη μόνη της πηγαίνει·
αφήτε την να ιδούμε πού θα βγει.
Την σέρνετε οπίσω την καϋμένη,
ενώ αυτή εμπρός εμπρός γερά πατεί.
Θα σπάσει το σχοινί που την τραβάτε,
και όλοι σας τ’ ανάσκελα θα πάτε!
Λέγουν τινές περί του Χριστιανισμού. Εις την ψυχήν μου αισθάνομαι προ πάντων Έλλην.