Αν ιδείς μικροί μεγάλοι
να θυμιάζουν ανοήτους,
δεν θυμιάζουν το κεφάλι,
αλλά μόνον το πουγγί τους.
Και το πνεύμα καταλήγει
επί τέλους με το ζύγι...
Ποιος την σήμερον ημέρα
για το γείτονά του τρέχει;
Ποιος σου λέγει καλημέρα,
αν ανάγκην σου δεν έχει;
Ποιος το στόμα του ανοίγει
να πει λόγον δίχως ζύγι;
Σ’ αγαπούν; Ρωτούν την προίκα.
Σ’ ομιλούν με γλυκειά γλώσσα,
όλη τους εκείν’ η γλύκα
τελειώνει με το πόσα;
Κι η αγάπη, πολλή, λίγη,
πάγει τώρα με το ζύγι.
Τι πεζότης στην Ελλάδα!
Πού αισθήματα, πού πάθη;
Όλα ’μβήκαν στην αράδα,
και το έκτακτον εχάθη!
Το ψωμί ακρίβηνε... γιατί άρχισαν να τρων και τα γαϊδούρια... και οι δούλοι λιγόστευσαν, γιατί άρχισαν να γίνονται αφεντάδες!
Όλοι γινήκαμε σοφοί,
όλοι μας διαβασμένοι.
Μα δεν ηξεύρω, μα το ναι,
από αυτό τι βγαίνει.
Ψωμί δεν βγαίνει θετικά
απ’ όλα τα ελληνικά.
Του ανυπάνδρου η ζωή είναι σαν κρύο φαγί.
Η πανδρειά μοιάζει φαγί που καίει. Ξεύρεις να το φυσήσεις να κρυώσει; Πάει καλά. Δεν ξεύρεις; Σου καίει την γλώσσα και κάνεις φουσκαλίδες.
Αν χύνης πυρ με τ’ όμμα σου γνωρίζεις;
Γνωρίζεις αν λαλούσα πυρπολής;
Αν το γνωρίζης, τι μας ατενίζεις;
Αν το γνωρίζης, τι μας ομιλείς;
[...]
Μήπως γνωρίζει άρα, όταν στέλλη
ο ήλιος το φως εις τας σκιάς,
ότι φακός υέλου ίσως θέλει
ανάψει εις την γην πυρκαϊάς,
και μεταβάλει εις φλογώδη βέλη
μόνον το φως ακτίνος του μιάς;
Ο Μάιός μας έφθασε·
εμπρός! βήμα ταχύ!
να τον προϋπαντήσωμεν
παιδιά στην εξοχή.
Φέρνει τραγούδια και χαρές,
λουλούδια και δροσιά,
και μυρωδάτη φόρεσε
ωραία φορεσιά.
Δώρα στα χέρια του πολλά
και εύμορφα κρατεί,
και τα μοιράζει γελαστός
εις όποιον τα ζητεί.
Πάμε κι εμείς να πάρωμε,
μη χάνωμε καιρό.
Μας φθάνει ένα τριαντάφυλλο,
ένα κλαδί χλωρό.
Ξεύρεις την χώραν που ανθεί
φαιδρά πορτοκαλέα;
που κοκκινίζ’ η σταφυλή
και θάλλει η ελαία;
― Ω! δεν την αγνοεί κανείς·
είναι η γη η ελληνίς!
Εις το βουνό ψηλά εκεί
είν’ εκκλησιά ερημική·
το σήμαντρό της δεν κτυπά...
―δεν έχει ψάλτη ουδέ παπά!
Ένα κανδήλι θαμπερό,
και ένα πέτρινο σταυρό,
έχει στολίδι μοναχό
το εκκλησάκι το φτωχό.
Αλλ’ ο διαβάτης σαν περνά,
στέκεται και το προσκυνά,
και με ευλάβεια πολλή
τον άσπρο του σταυρό φιλεί.
Επάνω στο σταυρό εκεί
είναι εικόνα μυστική!
Μ’ αίμα την έγραψ’ ο θεός,
και την λατρεύει ο λαός.
Πλην... παρακαίρως
όψιμος έρως
τι ωφελεί;
είναι πυρ καίον,
αλλ’ όπερ πλέον
δεν πυρπολεί.